Σχόλιο: Λίαν προσφάτως, το ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή «Αρκαδία Χαίρε» (2015) δόθηκε επισήμως στο ανοικτό & ελεύθερο διαδίκτυο. Εξ αφορμής αυτού του γεγονότος, παρατίθενται κάποιες «βασανισμένες» σκέψεις και διαθλάσεις από έναν Αρκάδα, ΜΗ ειδικό περί τα κινηματογραφικά…
Δεκαπέντε χρόνια μετά τη μνημειώδη «Αγέλαστο Πέτρα» (2000), ο Φίλιππος Κουτσαφτής επανήλθε με το τεκμηριογράφημα (ντοκιμαντέρ) «Αρκαδία Χαίρε». Αυτή η τελευταία δημιουργία του Βολιώτη σκηνοθέτη είχε βραβευτεί στο –κατά γενική ομολογία τότε, επιτυχημένο- 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Άξιοι και φιλότιμοι υποστηρικτές κατά το όλο εγχείρημα ήταν ο Κωνσταντίνος Βήτα στη μουσική, η Ιωάννα Σπηλιοπούλου στο μοντάζ και ο Κώστας Βαρυμπομπιώτης στον ήχο. Η χρηματοδότηση είχε γίνει από το Κοινωφελές Ίδρυμα Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος – Βιοχάλκο και η διανομή από την εταιρεία Feelgood Entertainment.
Πολυπρισματική η προσέγγιση που επιχειρείται από το δημιουργό, καθότι υπάρχουν ποικίλες αναφορές στα ελληνορθόδοξα ήθη, στο ιστορικό – αρχαιολογικό υπόβαθρο, στη ζώσα λαογραφία αλλά και στην αδέκαστη, σκληρή καθημερινότητα. Εξάλλου, οι στίχοι από την ιστοσελίδα* της ταινίας είναι αφοπλιστικoί:
«Διαβάτη μην ζητάς εδώ στα Αρκαδικά βουνά τον θρύλο της αμέριμνης ζωής».
Αναλυτικότερα, το «Αρκαδία Χαίρε» είναι γεμάτο από γλυκά βιώματα και αναζητήσεις της παιδικής ηλικίας μας. Από αρώματα, εικόνες και μελωδικά ηχοχρώματα της μητρώας γης. Ακολουθώντας το ρυθμό του υπερμαραθωνοδρόμου Σπαρταθλητή βλέπουμε μπροστά μας (δίπλα μας, μέσα μας) έναν καταιγισμό θεμάτων.
Γλέντια, παζάρια, διονυσιακά έθιμα, αγροτικές εργασίες, κουβέντες του καφενέ, μετανάστευση, παρελάσεις αλλά και την Ευαγγελική περικοπή του Καλού Σπορέως καθώς και το Ψυχοσάββατο της Ρουσαλής. Η ιδιάζουσα «αισθηθική» του τόπου γίνεται σεβαστή καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιωτικού δοκιμίου. Ο φακός επιβραδύνει επιλεκτικά, εστιάζοντας σε έναν δυσδιάκριτο (περιφρονημένο) κόσμο που συνήθως δεν γίνεται αντιληπτός (αισθητός) από τους σύγχρονους [αυτό]επιταχυνόμενους παρατηρητές.
Συνάμα, αναδεικνύονται οι ιδιαίτερες «γειτονικές σχέσεις» μέσα στους μαχαλάδες των χωριών. Όμως, κατά τη μελέτη της αρκαδικής «στρωματογραφίας» η κινηματογραφική σκαπάνη φέρνει στο φως και την κακοποίηση που υφίστανται κάποια κομμάτια του πολιτισμού μας στο βωμό της πανηγυρίστικης κερδοφορίας , του εύπεπτου θεάματος και ακούσματος («κλαπατσίμπανα»).
Ο σκηνοθέτης με μια περίτεχνη μονοκοντυλιά τέμνει ταυτόχρονα όλες αυτές τις παράλληλες Αρκαδίες.
Στο φάσμα του χρόνου, ο θεατής συναντά όλες τις εποχές: «την άνοιξη με το ξανθό σκουφί της, το καλοκαίρι με την άγια γύμνια του, το φθινόπωρο με το σεπτό περπάτημά του και το χειμώνα το σοφό στο παραγώνι» **.
Τέλος, από γεωγραφικής άποψης, η ταινία δεν είναι συμμετρικά κατανεμημένη στον αρκαδικό χώρο καθότι η συντριπτική πλειονότητα των πλάνων έχει ληφθεί στην περιοχή της Τεγέας. Βέβαια, τα σύνορα των [ιδιαίτερων] πατρίδων είναι ενίοτε συγκεχυμένα και υπέρλογα καθότι, όπως ορθά επισημαίνεται από τον αφηγητή:
«πατρίδα είναι εκεί που με έστελνε η μάνα μου να μαζέψω λουλούδια για τον Επιτάφιο».
*** Οι στίχοι είναι του ελληνοκύπριου ποιητή Κυριάκου Πλησή («Των εποχών», γραφή οδύνης, Αθήνα 1975)
Πηγή ΕΔΩ