Αθήνα. Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024. Βρίσκομαι στην οδό Πανεπιστημίου και η ώρα πλησιάζει 8:30 το βράδυ. Καθώς κατευθύνομαι προς τη στάση των τρόλεϊ, ακούω από μακριά μουσική και μια ανδρική φωνή να τραγουδάει.
Έτσι όπως ακούγεται από απόσταση, η φωνή αυτή βγάζει κάτι “βελούδινο” και, συνάμα, εκφραστικό.
Λίγα βήματα πιο κάτω, η εικόνα είναι πια ξεκάθαρη.
Μια κιθάρα και μια τρομπέτα στα χέρια δύο νεαρών. Στα πρόσωπά τους υπάρχει κάτι ήρεμο κι αυθεντικό. Τραγουδάει μόνο εκείνος που συγχρόνως παίζει κιθάρα.
Παρατηρώ την κίνηση γύρω μου.
Η συνηθισμένη ροή μιας καθημερινής στο κέντρο της Αθήνας.
Αυτοκίνητα, δίκυκλα και μέσα μαζικής μεταφοράς κατευθύνονται προς την Πλατεία Ομονοίας. Περαστικοί περπατούν στο πλατύ πεζοδρόμιο -κάποιοι βιαστικά και άλλοι πιο αργά. Ένας άνδρας τρέχει να περάσει τον δρόμο πριν ανάψει ξανά κόκκινο το φανάρι.
Είναι κι εκείνοι που περιμένουν ακριβώς στη στάση και περιμετρικά της, ρίχνοντας συνεχείς ματιές στην ενημέρωση για τις αφίξεις των τρόλεϊ και των λεωφορείων. Σε 2, σε 5, σε 10 λεπτά.
Όμως, να… Κάπου μέσα σε αυτές τις εικόνες -κι άλλες τόσες- υπάρχει ακόμα μία. Είναι κάμποσοι που κάθονται δίπλα-δίπλα στη χαμηλή μαρμάρινη περίφραξη του κήπου μπροστά από την Ακαδημία Αθηνών. Μοιάζουν άγνωστοι μεταξύ τους και το μόνο που κάνουν είναι ότι απλώς απολαμβάνουν τη μουσική των δύο νεαρών καλλιτεχνών δρόμου. Ανάμεσα σε αυτό το υπαίθριο κοινό, κι εγώ.
Κάθομαι εκεί για 3-4 τραγούδια. Τους ήχους της πόλης “ντύνει” η φωνή του κιθαρίστα που ερμηνεύει μελοποιημένη ποίηση του Καββαδία κι ένα τραγούδι του Ξυλούρη.
Σε αυτή τη διάρκεια, παρατηρώ και κάτι ακόμα -όσο πιο διακριτικά γίνεται. Τις εκφράσεις στα πρόσωπα του αυθόρμητου κοινού. Εκφράσεις γαληνεμένες από τις μελωδίες και τους στίχους. Πόσο σημαντική και σπουδαία είναι η μουσική για τον άνθρωπο, πόσο θετική επιρροή έχει στο μέσα και το έξω του..
Σε ένα μικρό διάλειμμα των καλλιτεχνών δρόμου, ένα ζευγάρι μεγάλης ηλικίας πάει κοντά τους για να τους πει μπράβο και συγχαρητήρια. Πιάνουν για λίγο την κουβέντα. Είναι όλοι τους χαμογελαστοί.
Ακολουθεί το επόμενο τραγούδι. Τι ομορφιά βρίσκεται στους στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου.. “Σε άκουσα που έλεγες τις λέξεις τις σπουδαίες”.
Στο επόμενο μικρό διάλειμμα, αποφασίζω να γνωρίσω κι εγώ τους δύο μουσικούς. Απλοί, προσιτοί και με ειλικρινή ευγένεια. Συστηνόμαστε. Είναι ο Νικόλας και ο Νίκος. Ο πρώτος μουσικός και ο δεύτερος μετεωρολόγος. Πριν από λίγους μήνες, σκέφτηκαν πώς θα ήταν ωραία ιδέα να μοιράζονται με τον κόσμο της πόλης την αγάπη τους για τη μουσική. Το είδα από κοντά αυτό το μοίρασμα. Και, πραγματικά, εισέπραξα το πόσο ξεχωριστό ήταν.
Όμως, ξέρετε, ποιο ήταν το πιο υπέροχο απ’ όλα;
Το ότι υπήρχαν άνθρωποι που ενώ έφτασε το λεωφορείο ή το τρόλεϊ που περίμεναν, δεν επιβιβάστηκαν αλλά προτίμησαν να παραμείνουν εκεί. Μόνο και μόνο για να ακούσουν τις μουσικές των δύο φίλων. Εδώ που τα λέμε, άξιζε!