Γράφουν οι: Νίκος Μοσχονάς, Ελένη Κεχαγιόγλου, Γιάννης Ράγκος, Γιάννης Μαμάης, Μαργαρίτα Α. Κωτσίνη, Θάλεια Μιχελάκη, Κώστας Σκηνιώτης, Ντέμη Κουτσοσταμάτη, Βασιλική Τσιγκούνη, Γιάννης Καρλόπουλος, Αθηνά Σοκόλη, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Χρύσανθος Ξάνθης
Τα αντικείμενα έχουν ψυχή; Και μάλιστα όταν μιλάμε για το βιβλίο, αυτό καθαυτό. Αν η ανακάλυψη του τροχού άλλαξε τον κόσμο, το βιβλίο όχι απλά τον άλλαξε άλλο τόσο, αλλά επιχειρεί να τον κάνει κάπως καλύτερο. Μυαλό και χέρι του ανθρώπου δημιούργησαν κάτι που συνεχίζει να μας αλλάζει…
ΒΙΒΛΙΟ, Συμπύκνωμα μόχθου και αγάπης
Νίκος Γ. Μοσχονάς | Ιστορικός
Ανοίγοντας ένα βιβλίο αναζητούμε την πληροφόρηση, τη γνώση, την αισθητική απόλαυση, την πλήρωση συναισθημάτων, την κατανόηση της πραγματικότητας ή τη μετάθεση σε άλλη, νοητή πραγματικότητα. Ένα βιβλίο εμπεριέχει τη σκέψη και το όραμα του συγγραφέα, ανεξάρτητα από την προσδοκώμενη ποιότητα. Ένα βιβλίο έχει δύναμη, μπορεί να ανατρέψει τον κόσμο, να τον βελτιώσει ή να τον χαλάσει.
Το βιβλίο είναι έργο πνεύματος, κατάθεση ψυχής, ιδεών και ελπίδων, είναι κιβωτός πολιτισμού. Αλλά το βιβλίο είναι και αντικείμενο: ένα ιδιόμορφο έργο τέχνης που απαρτίζεται από φύλλα χαρτιού γραμμένα, καμιά φορά στολισμένα και με σχέδια ή εικόνες, έντεχνα συρραμένα ή συγκολλημένα στη μία πλευρά τους και προστατευμένα με ανθεκτικό κάλυμμα από χαρτόνι, πανί ή δέρμα, που φέρει εγγεγραμμένη την ταυτότητα του έργου. Έτσι το γνωρίζουμε σήμερα. Και βέβαια συνήθως δεν υποπτευόμαστε ότι αυτή η λέξη που το προσδιορίζει, βιβλίο, είναι το υποκοριστικό της βίβλου που προέκυψε από τη συριακή Βίβλο, τόπο παραγωγής της αρχικής γραφικής ύλης, του παπύρου.
Κάποτε οι άνθρωποι που θέλησαν να αποτυπώσουν τη σκέψη τους πήραν τον επεξεργασμένο πάπυρο και αργότερα την περγαμηνή (ειδικά επεξεργασμένα δέρματα αρνιών που πήραν το όνομά τους από τη μικρασιατική πόλη Πέργαμο) για γραφική ύλη. Ήταν φύλλα κολλημένα το ένα μετά το άλλο που σχημάτιζαν κάμποσα μέτρα σε μήκος όπου έγραφαν με το χέρι σε στήλες εγκάρσιες – σελίδες τις είπαν – κι έπειτα τύλιγαν το χειρόγραφο βιβλίο σε κύλινδρο, το ειλητον ή τυλιγάδιν που έλεγαν στα χρόνια της ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η χρήση της περγαμηνής επέτρεψε να αλλάξει η μορφή του βιβλίου και να πάρει τη γνωστή μορφή που έχει και σήμερα.
Αιώνες πολλούς κράτησε η παραγωγή των χειρόγραφων βιβλίων. Σε όλη την αρχαιότητα και στα μεσαιωνικά χρόνια. Οι συγγραφείς έγραφαν με τη γραφίδα (τον στύλον, τον κάλαμον ή το πτερόν, την «πέννα» όπως επικράτησε) βουτώντας τη στο έγκαυστον μέλαν (που πέρασε στη Δύση ως inchiostro, encre, ink) και τα εργαστήρια των γραφέων αντέγραφαν και πολλαπλασίαζαν τα έργα, ανάλογα με τη ζήτηση. Και όσο πλουσιότερος ήταν ο ενδιαφερόμενος τόσο περισσότερο πολυτελές το παραγόμενο βιβλίο.
Με ευανάγνωστα κομψά γράμματα, χρωματιστά πρωτογράμματα απλά ή που προβάλλουν μέσα σε φυτόμορφα και ζωόμορφα κοσμήματα, διακοσμητικούς επίτιτλους, μικρογραφίες αριστουργηματικές, περίτεχνο στάχωμα (δέσιμο) με εμπίεστα κοσμήματα.
Διττό έργο τέχνης: δημιούργημα πνευματικό και καλλιτέχνημα. Και απαιτούσε τον σεβασμό του αναγνώστη. Βέβαια, δεν ήταν εύκολο δημιούργημα. Δύσκολο πράγμα η γραφή. Και όπως προέτρεπε ένας δυτικός γραφέας τον αναγνώστη: «Ω, ευτυχέστατε αναγνώστη, πλύνε τα χέρια σου κι έτσι πιάσε το βιβλίο, απαλά γύριζε τα φύλλα, βάζε το δάκτυλο μακριά από τα γράμματα. Επειδή όποιος δεν ξέρει να γράφει, νομίζει ότι αυτό δεν έχει κανένα κόπο. Ω, πόσο δύσκολο είναι το γράψιμο: κουράζει τα μάτια, σπάει τα νεφρά, μαζί και όλα τα μέλη συνθλίβει. Τρία δάχτυλα γράφουν, όλο το σώμα δουλεύει…».
Στα εργαστήρια των μοναστηριών οι καλόγεροι γραφείς διέσωσαν αντιγράφοντας τα έργα των αρχαίων που ο χρόνος κατέστρεφε ή τα πολλαπλασίαζαν για να τα έχουν στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών ή να ικανοποιήσουν αιτήματα άλλων. Το ίδιο γινόταν και για τα σύγχρονα έργα της εποχής τους. Και συνεχίστηκε στα κοσμικά εργαστήρια παραγωγής βιβλίων.
Και η τεχνική αυτή εξακολούθησε μέχρι και τα νεότερα χρόνια, μολονότι από τον όψιμο Μεσαίωνα άρχισαν να τυπώνονται τα πρώτα ξυλόγραφα βιβλία στη Δύση – σε κάθε σελίδα εικόνες με λίγο κείμενο, προδρομικές μορφές των κόμικς, έτσι για να καταλαβαίνουν και όσοι δεν ήξεραν να διαβάζουν – ώσπου στα τέλη του 15ου αιώνα να γίνει η μεγάλη επανάσταση του Γουτεμβέργιου με την εφεύρεση των κινητών τυπογραφικών στοιχείων.
Αυτά έμοιαζαν αρχικά με τη γραφή των χειρογράφων αλλά με τον καιρό αποδεσμεύτηκαν και δημιουργήθηκαν καινούργιοι τύποι. Και ο συγγραφέας πέρασε από τη χειρόγραφη γραφή στη χρήση της γραφομηχανής (άλλη ομορφιά και ταλαιπωρία μαζί), για να καταλήξει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Έτσι φτάσαμε στη σύγχρονη εποχή. Τη σύνθεση της τυπογραφικής μήτρας με τους σελιδοθέτες τη διαδέχθηκε η λινοτυπία και αυτήν η φωτολιθογραφία (όφσετ) και η φωτοσύνθεση. Σήμερα φθάσαμε στην αμφισβήτηση του υλικού βιβλίου με την παραγωγή του ηλεκτρονικού βιβλίου (e-book).
Κανείς δεν αμφιβάλλει για την αξία και τη χρησιμότητα του εικονικού βιβλίου. Πρόχειρο και πρόθυμο να εξυπηρετήσει. Έτοιμο να ανταποκριθεί στο κάλεσμα και να επιτρέψει την αναζήτηση συγκεκριμένων λέξεων και εδαφίων. Πρόθυμο να διαβιβαστεί χωρίς δαπάνη στον αιτούντα ή να σπεύσει να εμφανιστεί στον έχοντα ανάγκη από τα φώτα του.
Ακόμη και η επιστημονική έρευνα έγινε ευκολότερη, γρηγορότερη και ανετότερη.
Δεν χρειάζεται πλέον πολύς μόχθος αναζήτησης. Ένας κατακλυσμός γνώσης παρέχεται δωρεάν (ή έστω με κάποια συνδρομή μέλους ειδικών ηλεκτρονικών βιβλιακών συλλογών). Ωστόσο, όλα αυτά παρέχονται υπό όρους. Δεν αρκεί η συσκευή αναζήτησης (υπολογιστής).
Είναι προϋπόθεση η σύνδεση στο διαδίκτυο, η σύνδεση σε πηγή ηλεκτρικού ρεύματος, η λειτουργία της συσκευής. Χωρίς αυτές της προϋποθέσεις δεν υπάρχει το ηλεκτρονικό βιβλίο. Τότε είναι που το υλικό, πραγματικό βιβλίο μας περιμένει καμαρωτό, υπαρκτό, αισθητό, με την αξεπέραστη μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού. Αυτό δεν ανήκει στην εικονική πραγματικότητα. Υπάρχει μόνιμος σύντροφος του ανθρώπου. Τεκμήριο πολιτισμού.
Δεν είναι παράδοξο που ο προκατακλυσμιαίος πολιτισμός δεν άφησε τεκμήρια. Πρέπει να ήταν ψηφιακός.
Η Ιστορία του Ελληνικού βιβλίου από τις απαρχές µέχρι το 1830
Ελένη Κεχαγιόγλου | Φιλόλογος-επιµελήτρια εκδόσεων
Το 1455, στη Μαγεντία της Γερμανίας ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος παρουσίασε την αισθητικά υπέροχη Βίβλο του ― το πρώτο βιβλίο της ευρωπαϊκής τυπογραφίας. Η τέχνη του Γουτεμβέργιου διαδόθηκε σύντομα στη Ρώμη, τη Βενετία, τη Φλωρεντία και άλλες ευημερούσες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου. Μες σε λίγα χρόνια, έως το 1500, τα αντίτυπα των βιβλίων που είχαν τυπωθεί ήταν περισσότερα από ό,τι όλα μαζί τα χειρόγραφα της προηγούμενης χιλιετίας.
Η λατινική τυπογραφία εγκατέλειψε τη βαριά γοτθική γραφή που μιμήθηκε ο Γουτεμβέργιος στη Βίβλο και υιοθέτησε την κομψή μικρογράμματη γραφή που έγινε πρότυπο των πρώτων στοιχειοχαρακτών: του Jenson, του Griffo και, αργότερα, του Garamont. Δεύτερη σχεδιαστική καινοτομία της λατινικής τυπογραφίας ήταν η χρήση της πλάγιας ή ιταλικής γραμματοσειράς (italic).
Οι απαρχές της ελληνικής τυπογραφίας
Τα Ερωτήματα του Εμμανουήλ Χρυσολωρά θεωρούνται το πρώτο ελληνικό βιβλίο: τυπώθηκαν περίπου το 1475-1476, στη Βιτσέντζα, χωρίς κεφαλαία γράμματα. Ωστόσο, το πρώτο χρονολογημένο ελληνικό έργο είναι η Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών και άλλων τινών αναγκαίων του Κων/νου Λάσκαρη. Τυπώθηκε το 1476, στο Μιλάνο, σε επιμέλεια Δ. Δαμιλά, ο οποίος σχεδίασε την πρώτη πλήρη ελληνική σειρά στοιχείων με τόνους και πνεύματα, αλλά και κεφαλαία γράμματα βυζαντινής γραφής.
Από το 1494, ο Άλδος Μανούτιος, μελετητής της κλασικής γραμματείας και προσωπικός φίλος των σπουδαιότερων λογίων της εποχής, έγινε ο σημαντικότερος εκδότης των πρώτων εκδόσεων κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Σε συνεργασία με τον Francesco Griffo da Bologna δημιούργησε τέσσερις ελληνικές γραμματοσειρές, γνώρισε τεράστια εκδοτική επιτυχία και το σχεδιαστικό του ύφος επηρέασε τις επόμενες γενιές τυπογράφων.
Το 1499, οι Κρήτες, Νικόλαος Βλαστός και Ζαχαρίας Καλλέργης παρουσίασαν στη Βενετία τη σημαντικότερη από τις εκδόσεις τους, το Ετυμολογικόν Μέγα, σε επιμέλεια Μάρκου Μουσούρου. Τελευταίος Έλληνας εκδότης του 16ου αιώνα στην Ιταλία (μετά το θάνατο του Ανδρέα Κουνάδη που δραστηριοποιήθηκε στη Βενετία) ήταν ο Εμμανουήλ Γλυτζούνης.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα τα βιβλία άρχισαν να απομακρύνονται από την αισθητική των χειρόγραφων κωδίκων που μιμούνταν έως τότε, και εμφανίστηκε για πρώτη φορά η «σελίδα τίτλου». Επίσης, ενώ η ευρωπαϊκή τυπογραφία είχε πλέον κατά κανόνα περιοριστεί στο μαύρο μελάνι, οι ελληνικές εκδόσεις διατήρησαν τη διχρωμία μαύρο-ερυθρό, κυρίως στα εκκλησιαστικά βιβλία.
Οι ελληνικές εκδόσεις στον ∆ιαφωτισµό
Στην πορεία του ελληνικού βιβλίου προς τον Διαφωτισμό, σημαντικοί σταθμοί ήταν η έκδοση από το Κολλέγιο του Ήτον των Λόγων του Ιωάννου Χρυσοστόμου με τυπογραφικά στοιχεία του Claude Garamont (1612), η ίδρυση του μακροβιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου στη Βενετία το 1670 από τον Νικόλαο Γλυκύ (λειτούργησε έως τα μέσα του 19ου αι.) και η μνημειώδης έκδοση του βυζαντινού λεξικού του Σουίδα από το τυπογραφείο του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ στην αρχή του 18ου αι.
Από τα μέσα του 18ου αι., λόγιοι όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ο Δημήτριος Καταρτζής κ.ά. τύπωναν έργα τους με την οικονομική στήριξη πλούσιων ομογενών. Από την περίοδο αυτή ωστόσο ξεχωρίζει ο Γιαννιώτης έμπορος Πολυζώης Λαμπανιτζιώτης, με περισσότερες από 40 εκδόσεις στο ενεργητικό του.
Το 1790, ιδρύθηκε η Εφημερίς από τους αδελφούς Μαρκίδες Πούλιου, κατοίκους της Βιέννης, που είχαν μάθει την τυπογραφική τέχνη στο τυπογραφείο του Baumeister, όπου τυπωνόταν και η εφημερίδα τους. Εκεί, το διάστημα 1790-1797 τυπώθηκαν 56 ελληνικά βιβλία (ανάμεσά τους, το Σχολείον των ντελικάτων εραστών του Ρήγα Βελεστινλή).
Την τυπογραφία των τελευταίων δεκαετιών του 18ου αιώνα σφράγισαν με την παρουσία τους ο Ιταλός Giambattista Bodoni και ο Γάλλος Firmin Didot. Ο Bodoni έγινε γνωστός σε ολόκληρη την Ευρώπη χάρη στις πολυτελείς εκδόσεις του, πολλές από τις οποίες ήταν έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στοιχειοθετημένες με τις δικές του, εξεζητημένες, γραμματοσειρές.
Ο Didot, προσωπικός φίλος του Αδαμάντιου Κοραή, εξέδιδε επίσης έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Την ίδια εποχή, στο Καίμπριτζ, ο Alexander Wilson χάραξε μια ελληνική γραμματοσειρά βασισμένη στον γραφικό χαρακτήρα του κλασικού φιλολόγου Richard Porson, που κυριάρχησε στις ελληνικές εκδόσεις της Μεγάλης Βρετανίας έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Η περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης
Η Ελληνική Επανάσταση χρειαζόταν την τυπογραφία για την ενημέρωση του ελληνικού πληθυσμού. Ο πρώτος τυπογραφικός εξοπλισμός εγκαταστάθηκε το 1821 αρχικά στην Καλαμάτα, όπου τυπώθηκε η επαναστατική εφημερίδα Σάλπιγξ η Ελληνική, και έπειτα στην Ακροκόρινθο, για να καταστραφεί από τη στρατιά του Δράμαλη το 1822.
Τυπογραφεία ιδρύθηκαν επίσης στην Ύδρα και στο Μεσολόγγι (όπου μεταξύ άλλων τυπώθηκε ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονύσιου Σολωμού το 1825). Στο τέλος του 1824, η ελληνική Διοίκηση απέκτησε δύο πιεστήρια και τα εγκατέστησε πρώτα στο Ναύπλιο, έπειτα στην Αίγινα, μετά στον Πόρο, πάλι στο Ναύπλιο, και τέλος, με την έλευση του Όθωνα, στην Αθήνα, όπου και μεταφέρθηκε όχι απλώς η πρωτεύουσα, αλλά και το κέντρο της βιβλιοπαραγωγής ελληνικών βιβλίων.
Το Διάβασμα σε έξι κινήσεις
Οδηγίες χρήσης | Αυτή, λοιπόν, (θα µπορούσε να) είναι η ιστορία…
Γιάννης Ράγκος | Συγγραφέας
Το βλέµµα
Βρίσκεσαι σε κάποιο βιβλιοπωλείο. Σε μια δημόσια βιβλιοθήκη. Στη βιβλιοθήκη ενός σπιτιού. Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο ή απλώς χαζεύεις τους τόμους έστω και μόνο για την απόλαυση να είσαι παρέα με τα βιβλία. Ο παράδεισος σαν ένα είδος βιβλιοθήκης, όπως έλεγε ο Μπόρχες. Πού και πού, τραβάς κάποιο από το ράφι. Κοιτάζεις το εξώφυλλό του.
«Σκληρό» ή paperback, με ή χωρίς «κουβερτούρα». Παρατηρείς το «στήσιμο», την εικονογράφηση (φωτογραφία, γραφιστική σύνθεση, σχέδιο ή ζωγραφικός πίνακας), τη γραμματοσειρά με τον τίτλο και το όνομα του συγγραφέα, τον λογότυπο του εκδοτικού οίκου. Γυρίζεις στο οπισθόφυλλο, διαβάζεις την περίληψη. Ίσως ανοίγεις το «αυτί» για να ρίξεις μια ματιά στο βιογραφικό του συγγραφέα.
Ένα κοίταγμα άλλοτε έμπειρο και σταθερό κι άλλοτε ερευνητικό, έκπληκτο και μαγεμένο. Και τότε, κάθε φορά φέρνει στο νου την πρώτη φορά.
Το άγγιγµα:
Φυλλομετράς το βιβλίο, χαϊδεύεις τις σελίδες. Διαλέγεις ένα τυχαίο φύλλο και με τον αντίχειρα και τον δείκτη τρίβεις ελαφρά τις δύο όψεις του για να αξιολογήσεις την ποιότητα του χαρτιού: ματ ή γυαλιστερό, «βαρύ» (πιο χοντρό) ή «ελαφρύ» (πιο λεπτό), με ελαφρά διαφάνεια ή αδιαφανές, λευκό, υποκίτρινο ή με χρώμα.
Ελέγχεις αν σου αρέσει η αίσθηση που αφήνει στα δάκτυλά σου. Πώς μπορείς να απολαύσεις κάτι, αν δεν σου αρέσει να το αγγίζεις;
Η όσφρηση:
Ανοίγεις το βιβλίο σε ένα τυχαίο σημείο. Χώνεις τη μύτη σου ανάμεσα στις σελίδες. Μυρίζεις το μελάνι πάνω στο χαρτί. Το είδος της μυρωδιάς ποικίλει από βιβλίο σε βιβλίο: αλλιώς μυρίζει το φρεσκοτυπωμένο, διαφορετικά το πολυκαιρισμένο, εντονότερα το τυπωμένο σε τετραχρωμία. Σε κάποια αναμειγνύεται η μυρωδιά από το υλικό της βιβλιοδεσίας, σε άλλα από το χαρτί.
Αναδύονται τα πρώτα αρώματα. Σα να στριφογυρίζεις μια γουλιά κρασιού στον στόμα σου, προτού την καταπιείς. Κι ύστερα αναλογίζεσαι αν θα ήσουν διατεθειμένος / η να πιεις ολόκληρο το μπουκάλι.
Το νόηµα:
Διασχίζεις δεκάδες ή εκατοντάδες σελίδες γεμάτες με τυπογραφικά στοιχεία. Διαφορετικές γραμματοσειρές -άλλες περισσότερο «καλλιτεχνικές», άλλες πιο απλές και πολυχρησιμοποιημένες. Σε σημαντικό βαθμό έχεις μάθει να τις ξεχωρίζεις. Κάποια κείμενα σε πολυτονικό· οι «ξεχασμένοι» τόνοι -δασεία, ψιλή, περισπωμένη- μικρά στολίδια στην τυπωμένη σελίδα.
Κοντολογίς: γράμματα, τόνοι και σημεία στίξης γεμίζουν όλο τον διαθέσιμο χώρο. Ένα άγνωστο αλλά συναρπαστικό αρχιπέλαγος από μαύρα σημάδια πάνω σε λευκή επιφάνεια ανοίγεται μπροστά σου.
Το διάβασµα: Διαβάζεις· καθιστός / ή, ξαπλωμένος / η, όρθιος / α. Διαβάζεις· σε πλήρη εγρήγορση ή μισοκοιμισμένος / η. Διαβάζεις· σ’ ένα καφέ, στο ταξίδι με πλοίο, αεροπλάνο, τρένο ή λεωφορείο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο πάρκο, στο παγκάκι, στο μπαλκόνι, στην παραλία, ακόμα και στο μπάνιο.
Διαβάζεις· σε φρενήρεις ρυθμούς καταπίνοντας μονομιάς αμέτρητες σελίδες ή με συχνά διαλείμματα για να αναστοχαστείς, να επιστρέψεις σε μια παράγραφο, να επιμηκύνεις την επίγευση της αναγνωστικής απόλαυσης. Σε κάθε περίπτωση: «ξεκομμένος / η» από τον παροντικό κόσμο και «βυθισμένος / η» σ’ έναν μυθοπλαστικό, αλλά εξίσου πειστικό.
Η συναρπαστικότερη, πιο φτηνή και πλέον προσβάσιμη μηχανή μεταφοράς στο χρόνο και τον τόπο.
Η µνήµη:
Από τη βιβλιοθήκη σου ανασύρεις ένα βιβλίο που κάποτε είχες διαβάσει. Κάτι θες να ξαναδείς, σε κάτι να ανατρέξεις ή έστω χωρίς πρόθεση, πέφτεις πάνω του καθώς ψάχνεις κάτι άλλο και το μάτι περνά φευγαλέα από αυτό. Το βιβλίο που παίρνεις ξεχωρίζει από την ταλαιπωρημένη ράχη και το κάπως φθαρμένο εξώφυλλο. Το ξεφυλλίζεις πρόχειρα.
Θραύσματα του παρελθόντος παρελαύνουν μπροστά σου: μία ημερομηνία ή μία αφιέρωση. Μερικοί κόκκοι άμμου χωμένοι ανάμεσα στις σελίδες, άλλες τσαλακωμένες απ’ όταν το έβαλες βιαστικά σε μια τσάντα. Μερικές τσακισμένες γωνίες -σημάδι ότι σ’ εκείνο το σημείο κάποτε είχες διακόψει την ανάγνωση. Μια ξεθωριασμένη καφέ κηλίδα -μάλλον από μια κούπα καφέ που έσταξε- λέξεις, φράσεις ή και ολόκληρες παράγραφοι υπογραμμισμένες με μολύβι ή στυλό. Κάποια σχόλια στο περιθώριο του τυπωμένου κειμένου.
Ξαφνικά, αντιλαμβάνεσαι ότι το βιβλίο αυτό -ως αντικείμενο και μόνο- έχει γίνει κιόλας οργανικό μέρος της βιογραφίας σου. Αλλά το ξέρεις καλά: ακόμα κι αν το ξαναδιαβάσεις, δεν θα είσαι ποτέ ο ίδιος / η ίδια…
Καλές αναγνώσεις!
Ό,τι δεν “πικραίνει” το μάτι
Γιάννης Μαµάης | Εκδότης
Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, για ένα πολύ μικρό κομμάτι της τυπογραφίας μπορώ να κάνω λόγο. Για την τυπογραφία του βιβλίου. Σήμερα κινούμαστε ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος γραφιστικών παραστάσεων από τα περιοδικά ποικίλης ως τα ψηφιακά περιβάλλοντα. Οι επιρροές που το βιβλίο έχει δεχτεί από τη διάχυση της γραφιστικής είναι τεράστιες.
Αυτές, όμως, που προέκυψαν από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των μοντερνιστών παίζουν δευτερεύοντα ρόλο· καταρχάς, αξιοποιήθηκαν κυρίως στη διαφήμιση και στα περιοδικά· και, επιπλέον, συγχέονται με τις πιο αντιπαθητικές ιδέες που διέδωσε η ηλεκτρονική ψηφιοποίηση.
Είναι κάθετη η διαφορά αρχών στην επιμέλεια μεταξύ ενός βιβλίου και των άλλων εντύπων. Δυστυχώς, τα πρότυπα που διακινούνται από τα πιο δημοφιλή προγράμματα επεξεργασίας κειμένου και ηλεκτρονικής τυπογραφίας θαρρείς ότι κατασκευάστηκαν από εχθρούς της τυπογραφίας, εχθρούς του διαβάσματος.
Φυσικά, ο υπολογιστής προσέφερε δυο ανεκτίμητες υπηρεσίες: δυνατότητες να βρεις, να επεξεργαστείς και να χρησιμοποιήσεις υλικά, και ταχύτητα διεκπεραίωσης της εργασίας – που σημαίνει χρόνο και χρήμα. Γιατί, λοιπόν, περισσεύουν σήμερα τα κακόζηλα βιβλία; Επειδή, φρονώ, έλειψε η παιδεία.
Μπορεί να ρωτήσει κανείς: Και τι βλάπτει που είναι άσχημο ένα βιβλίο; – το διάβασμά του δεν προέχει; Μα, κι αν ακόμα ήταν περιττή πολυτέλεια η ομορφιά ενός βιβλίου, δεν θα έπαυε να είναι για τον πολιτισμό ανεκτίμητη κατάκτηση. Αλλά η τυπογραφική τέχνη αποσκοπεί στο ανετότερο διάβασμα, στην ευκολότερη πρόσληψη του κειμένου.
Τι απαιτείται σήμερα, με τις κατακτήσεις της τεχνολογίας, για ένα εμφανίσιμο βιβλίο; Ελάχιστα πράγματα, χωρίς κανένα επιπλέον οικονομικό κόστος.
Απαιτούνται μια στοιχειώδης αίσθηση ευθύνης στην οργάνωση του κειμένου και η καλαισθησία που απορρέει από την παρατήρηση του «καλού» που προηγήθηκε. Όπως αντιλαμβάνεστε, είμαι κατά βάθος με την πλευρά της «κλασικής γραμμής» στην τυπογραφική επιμέλεια. Όποιος κάνει τον κόπο να συγκρίνει τα παλιά ωραία βιβλία με τα πιο καλαίσθητα σημερινά θα διαπιστώσει ότι το «κλασικό» αποδεικνύεται ακόμα και τώρα το πιο «μοντέρνο» – με την επιμονή του στη λιτότητα, με την αποστροφή του προς το κραυγαλέο και με την έγνοια του για το αβίαστο ταίριασμα.
Τυπογραφία είναι το μάτι: αυτό που δεν «πικραίνει» το μάτι είναι εύστοχο και λειτουργικό. Και τούτο ισχύει στο σύνολο, από το εξώφυλλο ως τον κολοφώνα. Επιζητούμε στο τελικό αποτέλεσμα μιαν αρμονία που θα μου άρεσε να την παρομοιάσω με αυτή της μουσικής.
Υπάρχουν και σήμερα μερακλήδες δουλευτές στην παραγωγή του βιβλίου· θα αρκεστώ να μνημονεύσω τον Αιμίλιο Καλιακάτσο των εκδόσεων «Στιγμή», τον Σταύρο Πετσόπουλο των εκδόσεων «Άγρα», ο οποίος κυριολεκτικά «πλήρωσε το μάρμαρο», παρατείνοντας τη ζωή της παραδοσιακής τυπογραφίας με δικά του έξοδα πάνω από δυο δεκαετίες στη χώρα μας. Επιπροσθέτως, τις εκδόσεις «Περισπωμένη», τις εκδόσεις του «ΜΙΕΤ», τις εκδόσεις «Ροδακιό» και άλλους εκδοτικούς οίκους με μικρό κύκλο εργασιών.
Έχει τις δυσκολίες της και η δική μας πραγματικότητα: διαθέτουμε ελάχιστες οικογένειες στοιχείων κατάλληλες για κείμενα συνεχόμενης ανάγνωσης, όπως είναι αυτά των βιβλίων. Σίγουρα θα εμπλουτιζόταν η παράδοσή μας, αν μπορούσαν να δημιουργηθούν κι άλλες. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει κατορθωτό.
Φτάνοντας στο σημείο αυτό, αναδεικνύεται κι ένα μη γλωσσολογικό επιχείρημα υπέρ του πολυτονικού. Οι άψογες αυτές τυπογραφικές οικογένειες είναι σχεδιασμένες με την αισθητική πρόβλεψη όλων των τόνων και των πνευμάτων. Από τις προσπάθειες να σχεδιαστούν παραλλαγές τους με διογκωμένο τον «οφθαλμό», προκειμένου να υποβαθμιστεί η λειτουργία των τόνων και των πνευμάτων στη συνολική εικόνα, προέκυψαν δύσμορφα κατασκευάσματα.
Στο συγκεκριμένο που περιέγραψα, η εικονογράφησης δεν σηκώνει γενικευτικές συνταγές. Όταν δεν πρόκειται για λεύκωμα, οπότε το εικονογραφικό υλικό καθορίζει πολλά στις διαστάσεις και στο «στήσιμο», το βιβλίο οφείλει να εντάξει την εξωκειμενική ύλη σε ισόρροπες θέσεις με ομοιομορφία και επαναλαμβανόμενες τεχνικές. Αυτή είναι ακόμα και η λογική των κοσμημάτων.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό πόσο εξωφρενικά έγιναν τα σχολικά βιβλία, λ.χ., με την αποπνικτική εισβολή έγχρωμου υλικού. Ο μόνος τρόπος να αναχαιτιστεί η αδιαφορία της βιβλιακής παραγωγής για την αρτιότητα των προϊόντων της είναι να συγκροτηθούν καλλιεργημένες συνειδήσεις ήδη μέσα στο σχολείο. Και να μη σταματήσει εκεί.
Ορολογία
Μαργαρίτα Α. Κωτσίνη | Επιµέλεια Εκδόσεων, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Κάπα Εκδοτική
Στιγµή:
Μονάδα μέτρησης των τυπογραφικών στοιχείων. Μία στιγμή ισοδυναμεί με 0,3759 χιλιοστά του μέτρου. Δώδεκα στιγμές ισοδυναμούν με ένα τυπογραφικό τετράγωνο.
Τυπογραφικό τετράγωνο:
Τυπογραφική μονάδα μήκους με διάσταση 12 στιγμών. Με ολόκληρο ή μισό τετράγωνο γίνεται συνήθως η λευκή εσοχή της παραγράφου.
Τυπογραφικό στοιχείο:
Κάθε γράμμα ή σημείο στίξης που τυπώνεται στο βιβλίο.
Οικογένεια στοιχείων:
Κατηγορία στοιχείων που συνήθως έχουν το όνομα του σχεδιαστή τους, η γραμματοσειρά (Elzevir, Bodoni, Didot). Περιλαμβάνει πεζά και κεφαλαία στοιχεία, όρθια και πλάγια, σημεία στίξης, σύμβολα, αραβικούς αριθμούς και λατινικά.
Ένας βασικός διαχωρισμός των γραμματοσειρών γίνεται με βάση το αν έχουν ή όχι πατούρα. (Έχει παρατηρηθεί ότι οι γραμματοσειρές που έχουν πατούρα βοηθούν περισσότερο στη φιλαναγνωσία.) Υπάρχουν και άλλες κατηγορίες γραμματοσειρών όπως καλλιγραφικές, διακοσμητικές, γοτθικές κλπ. καθώς και άλλοι διαχωρισμοί.
Σελιδοποίηση:
Το μοίρασμα του κειμένου σε σελίδες, με τον αριθμό και τις κεφαλίδες τους.
Κεφαλίδα:
Ο τίτλος του βιβλίου ή του κεφαλαίου ή το όνομα του συγγραφέα, που επαναλαμβάνεται με πολύ μικρά γράμματα, συνήθως κεφαλαία, στο επάνω μέρος της σελίδας.
Βινιέτα:
Σχέδιο (εγχάρακτο κόσμημα με περίτεχνα σχήματα, συνήθως κλαδιά, φύλλα κ.α.) που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στην αρχή ή στο τέλος των κεφαλαίων ή ως πλαίσιο των σελίδων.
∆ιάστηµα:
Η απόσταση ανάμεσα στις λέξεις ή ανάμεσα στα γράμματα των λέξεων.
∆ιάστιχο:
Η απόσταση ανάμεσα στις σειρές του κειμένου.
Κολοφώνας:
Μικρό κείμενο στην προτελευταία ή τελευταία εσωτερική σελίδα ενός βιβλίου όπου αναφέρονται στοιχεία σχετικά με την έκδοση του βιβλίου, όπως όνομα επιμελητή, διορθωτή, πού και πότε τυπώθηκε, τα τυπογραφικά στοιχεία, το όνομα του χαρτιού, ο αριθμός των αντιτύπων, το όνομα του τυπογράφου και του βιβλιοδέτη.
Τιράζ:
Ο αριθμός των αντιτύπων της έκδοσης ενός βιβλίου.
Τετραχρωµία:
Ανατύπωση εικόνων με 4 διαφορετικά χρώματα: κόκκινο, κίτρινο, μπλε και μαύρο ή αλλιώς CMYK. Συντομογραφία από τις λέξεις Cyan (κυανό), Magenta (ματζέντα), Yellow (κίτρινο) και Black (μαύρο). Το μαύρο αναφέρεται με το γράμμα Κ από τη λέξη Key (κλειδί), καθώς κλειδώνει όλα τα περιγράμματα των εικόνων, ορίζει τα κείμενα και ολοκληρώνει τους τόνους που έχουν ήδη δημιουργηθεί από την εκτύπωση των προηγούμενων χρωμάτων.
Λιθογραφία:
(περίπου 1798) Τεχνική εκτύπωσης όπου το θέμα χαράσσεται πάνω σε πλάκες ασβεστολιθικού πετρώματος ή μετάλλου (τσίγγος) και με την προσθήκη μελάνης και την τοποθέτηση των πλακών (ή τσίγγων) σε χειροκίνητες μηχανές πίεσης (με παλυνδρομική κίνηση) το θέμα τυπώνεται στο χαρτί. Τον 19ο αιώνα η έγχρωμη λιθογραφία καθιερώνεται από τον Τουλούζ Λωτρέκ. Η λιθογραφία μετεξελίχθηκε στη βαθυτυπία, ενώ πολύ αργότερα στη μέθοδο offset.
Βαθυτυπία:
Μέθοδος εκτύπωσης κατά την οποία η εκτυπωτική πλάκα χαράσσεται σχηματίζοντας μικρές κυψέλες. Το μελάνι μεταφέρεται μέσα από αυτές στο χαρτί. Ανάλογα με το βάθος της κυψέλης μεταφέρεται λιγότερη ή περισσότερη μελάνη.
Λινοτυπία:
(1886) Μηχανή με πληκτρολόγιο και αυτόματο χυτήριο η οποία φτιάχνει συμπαγείς μεταλλικές αράδες αντί για μεμονωμένα μεταλλικά στοιχεία. Χρησιμοποιήθηκε πολύ στη στοιχειοθεσία εφημερίδων.
Μονοτυπία:
(1887) Μηχανή με πληκτρολόγιο και αυτόματο χυτήριο η οποία φτιάχνει αράδες από μεμονομένα μεταλλικά στοιχεία. Μοιάζει πολύ με την στοιχειοθεσία στο χέρι και χρησιμοποιήθηκε πολύ στη στοιχειοθεσία βιβλίων.
Φωτοσύνθεση ή φωτοστοιχειοθεσία:
Η στοιχειοθεσία κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ (πληκτρολογίου) και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευαίσθητο χαρτί ή φιλμ. Είναι τεχνική που στηρίζεται στις αρχές της φωτογραφίας.
Η βιβλιοθήκη είναι το τέρμα του ταξιδιού
∆ρ Βασιλική Τσιγκούνη | Προϊσταµένη Αναγνωστηρίων Της Ε.Β.Ε.
Η γραφή έφερε στο φως από τα σκοτάδια που ήταν βυθισμένες, ολόκληρες πλευρές της μνήμης της ανθρώπινης ιστορίας. Αν η γραφή είναι η μνήμη των ανθρώπων, η αφήγηση της ανθρώπινης ιστορίας ξετυλίγεται μέσα στις σελίδες των βιβλίων για να μας δώσει τη μνήμη της ανθρωπότητας στο σύνολό της.
Το βιβλίο με το περιεχόμενό του τροφοδοτεί τον ανθρώπινο νου και με τη μορφή του καλλιεργεί τις αισθήσεις. Το κόψιμο του χαρτιού και η μυρωδιά του προσφέρουν στον βιβλιόφιλο την ίδια συγκίνηση που προκαλεί η ανάγνωση του περιεχομένου του από τον αναγνώστη.
Το βιβλίο αναδεικνύει τη μαστοριά των ανθρώπων της τέχνης με την καλαισθησία και του λόγου με την λογοτεχνία. Ο άνθρωπος που γράφει οδηγεί τον άνθρωπο που διαβάζει. Όσα γράφονται στοχεύουν να μοιραστούν να γίνουν κτήματα όλων.
Κάποια στιγμή τα χειρόγραφα και τα έντυπα βιβλία αναζητούν το δικό τους χώρο, τη δική τους θέση. Τον «βρίσκουν» προσωρινά και βολεύονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων μέχρι να βρουν την οριστική, την μόνιμη θέση τους στη μικρή ή μεγαλύτερη βιβλιοθήκη. Εκεί θα παραμείνουν και η βιβλιοθήκη θα λειτουργήσει ως μέσο διάσωσης της μορφής τους και διάδοσης του περιεχομένου τους.
Η βιβλιοθήκη είναι το τέρμα του ταξιδιού που άρχισε με τη γραφή. Είναι το γραμματοκιβώτιο των ποιητών, των συγγραφέων, των στοχαστών, των εικονογράφων και όλων εκείνων που συνεργάζονται για να βγει ένα καλό βιβλίο. Εκεί στα ράφια μιας βιβλιοθήκης θα ακουμπήσουν και θα εμπιστευτούν το νου και την γραφή τους που οι άνθρωποι του βιβλίου της έδωσαν μορφή, ένα βιβλίο για να σταθεί στο «ύψος» του, στο ράφι μιας βιβλιοθήκης.
Βιβλιογραφία
1) George Jean: Η γραφή Η μνήμη των ανθρώπων, μτφ Θωμάς Γκόρπας, 1991
2) Ψαράκης Δ. Τάκης: Το Β το καλό το Β του βιβλίου, Αθήνα, 2003.
Η γνώση, από γενιά σε γενιά
Θάλεια Μιχελάκη | @Thaleia’s bookbindery
Βιβλιοδεσία είναι η τέχνη που ενώνει ελεύθερα φύλλα χαρτιού σε μορφή βιβλίου και πρωταρχικός της σκοπός είναι η προστασία του περιεχόμενου: της πολύτιμης γραφής. Η βιβλιοδεσία είναι συνυφασμένη με την έννοια του βιβλίου και συνυπάρχει μαζί του εξ αρχής. Στον ελληνικό χώρο η βιβλιοδεσία απέκτησε ιδιαίτερη μορφή και χαρακτηριστικά στην εποχή του Βυζαντίου.
Οπότε αναπτύχθηκε κατά κύριο λόγο στους τόπους παραγωγής των βιβλίων, τα μοναστήρια, με κάπως χοντροκομμένες, βαριές, μοναστηριακές βιβλιοδεσίες – σε αντίθεση με τα πιο λεπτεπίλεπτα δείγματα της ίδιας περιόδου στον ευρωπαϊκό χώρο. Η βιομηχανική επανάσταση έφερε αλλαγές στον χώρο του βιβλίου, το οποίο πλέον άρχισε να παράγεται μαζικά και οι μηχανές αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό τον τεχνίτη.
Στις μέρες μας τα βιβλιοδετεία χωρίζονται σε παραγωγικά και καλλιτεχνικά. Το αντικείμενο του σύγχρονου «καλλιτεχνικού» βιβλιοδετείου είναι η παραγωγή custom made βιβλίων σε ένα ή για περισσότερα αντίτυπα, στο γούστο και στις ανάγκες και του πιο απαιτητικού πελάτη.
Χρησιμοποιώντας ακόμη παλαιές τεχνικές ή πειραματιζόμενοι με παραδοσιακά υλικά (χαρτί, δέρμα, περγαμηνή) αλλά και πιο σύγχρονα (π.χ. πλέξιγκλας), οι βιβλιοδέτες μπορούν να παράξουν μια ευρεία γκάμα προϊόντων, που συχνά ξεφεύγουν από το αντικείμενο βιβλίο και μεταπηδούν σε άλλα κοντινά αντικείμενα (σημειωματάρια, φωτογραφικά άλμπουμ, πορτφόλιος καλλιτεχνών, κουτιά και γενικότερα κατασκευές από ύφασμα, χαρτί, χαρτόνι ή δέρμα).
Τα εργαστήριά μας εξοπλισμένα με εργαλεία και μηχανήματα, που παραδόθηκαν στα χέρια μας από τις προηγούμενες γενιές μαζί με «μυστικά» του επαγγέλματος, είναι ανοιχτά σε κάθε ενδιαφερόμενο για επίσκεψη ή μαθήματα ώστε να μάθει περισσότερα γύρω από την τέχνη μας, η οποία βρίσκει τρόπους να επιβιώνει ακόμα σε αυτή την -γεμάτη σκαμπανεβάσματα- πορεία του βιβλίου προς το μέλλον.
Πριν την ανάγνωση
Ντέµη Κουτσοσταµάτη | Little Book Stores
Τέτοιο καιρό πριν από ένα χρόνο έβαλα στο σακίδιο μου μερικά βιβλία, μια φωτογραφική, ένα σημειωματάριο, δυο αλλαξιές ρούχα και ξεκίνησα για το νησί. Λίγες ώρες αργότερα κατέβαινα τα σκαλιά ενός μικρού βιβλιοπωλείου.
Έσκυψα με τρόπο για να περάσω την πόρτα και μπήκα σ’ ένα σκοτεινό μέρος, με αυτοσχέδιες βιβλιοθήκες και τοίχους γραμμένους με ποιήματα και αποφθέγματα. Ήταν τόσο μικρό που με 5 βήματα έφτανες απ’ άκρη σ’ άκρη.
Η βιβλιοπώλισσα, μια γυναίκα αδύνατη γύρω στα 50, καθόταν στο βάθος πίσω από ένα γραφείο. Με υποδέχτηκε φιλικά και με άφησε να τριγυρίσω. Περιεργάστηκα τον χώρο, τα βιβλία, έβγαλα πολλές φωτογραφίες. Προτού φύγω τα είπαμε λίγο, μου έκανε δώρο μια πάνινη τσάντα για να βάζω τα βιβλία μου και ευχηθήκαμε είς το επανιδείν.
Συχνά θυμάμαι αυτή μου την επίσκεψη στο μικρό βιβλιοπωλείο, όχι ακριβώς έτσι όπως έγινε, αλλά όπως την έζησα.
Ναι, βάζω στο σακίδιό μου μερικά βιβλία, μια φωτογραφική, ένα σημειωματάριο, δυο αλλαξιές ρούχα και ξεκινώ για το νησί. Λίγες ώρες όμως αργότερα δεν κατεβαίνω τα σκαλοπάτια κάποιου μικρού βιβλιοπωλείου, ανεβαίνω ψηλά, μετρώ ένα ένα τα βήματα που με οδηγούν μπροστά σε μια ορθάνοιχτη ξύλινη πόρτα. Στέκομαι για λίγο και μπαίνω.
Το βιβλιοπωλείο δεν είναι μικρό, είναι τεράστιο. Ένας ψηλοτάβανος θολωτός χώρος γεμάτος κρυψώνες και μυστικά περάσματα. Δεν σου φτάνουν ούτε όλα σου τα καλοκαίρια για να το ανακαλύψεις. Δεσμίδες φωτός πέφτουν από τους φεγγίτες πάνω στη Lydia Davis, τον George Orwell, την Patti Smith, τον Charles Bukowski που βρίσκονται στο ίδιο τραπέζι. Οι βιβλιοθήκες είναι παλιές γεμάτες με σπάνια βιβλία, λυγίζουν από το βάρος. Μοιάζουν με σκαριά καραβιών, λες και αρμενίζουμε κάπου στ’ ανοιχτά. Κάποιο βινύλιο παίζει.
Πίσω από τον πάγκο κάθεται η βιβλιοπώλισσα, μια νέα κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά. Μου χαμογελάει και αρχίζουμε να μιλάμε για το τι διάβασα, τι διάβασε, το καινούριο βιβλίο του τάδε, την επόμενη εκδήλωση, το αγαπημένο της σημείο στο βιβλιοπωλείο.
Προτού φύγω διαβάζω στον τοίχο:
What might have been is an abstraction
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation
Έξω από το μικρό βιβλιοπωλείο υπάρχει ακόμη το νησί. Ή μήπως το νησί είναι το μικρό βιβλιοπωλείο;
Απομακρύνομαι και σκέφτομαι. Η εμπειρία της ανάγνωσης ξεκινά πολύ πριν την ανάγνωση. Ξεκινά με την επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο. Τα βιβλία εκεί είναι μηνύματα μέσα σε μπουκάλια, κρυμμένα μέσα στα ράφια. Κι αν δεν βρεις εσύ το βιβλίο που ψάχνεις θα σου το βρει ο βιβλιοπώλης. Όχι γιατί ξέρει σε ποιο ράφι το ‘χει βάλει αλλά γιατί ξέρει ποιο θα ταιριάξει στο δικό σου ράφι.
Τα μικρά βιβλιοπωλεία δεν είναι μόνο μαγαζιά. Είναι χώροι που αγαπούν οι βιβλιόφιλοι, χώροι που φροντίζουν για τους αναγνώστες κάθε γειτονιάς, χώροι που προωθούν τον πολιτισμό και την ανάγνωση σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Είναι αυτά που προσφέρουν ανοιχτόκαρδα τη γνώση και τις περιπέτειες που κρύβει μέσα του κάθε βιβλίο.
Βιβλίο, σύντροφος και φίλος
Κωνσταντίνος Μ. Σκηνιώτης | Τυπογράφος
Αν το κρασί που φυλάσσεται σε απόκρυφα κελάρια, για να ωριμάσει και κυρίως για να το βρούμε και να το γευτούμε στις σημαντικές στιγμές μας. Σαν τα χρώματα και τα αρώματα του οίνου που ευφραίνει καρδία.
Έτσι δημιουργείται το βιβλίο, που είναι ο ξεχωριστός σύντροφος του ανθρώπου. Ο πιστός φίλος του, ο συμπορευτής του, ο δάσκαλός του.
Στην αρχή είναι η σκέψη και ο λόγος που μετατρέπεται σε γραφή. Είναι η έμπνευση που παίρνει μορφή γραμμάτων και λέξεων. Η αναζήτηση της γραμματοσειράς που αρμόζει, της γραμματοσειράς που ομορφαίνει τα γραφόμενα και συμβάλλει στο να μπεις βαθιά στο νόημά τους. Έπειτα, το στήσιμο όπως το λένε ή καλύτερα το χτίσιμο, η αρχιτεκτονική της σελίδας
. Η επιλογή αρχιγραμμάτων, η επιλογή βινιέτας, η επιλογή χρωμάτων. Ο κολοφώνας του βιβλίου, εκεί που δεν πρέπει να παραλείψουμε κανέναν από όσους συμβάλλουν στην τελική μορφή, παραγωγή και έκδοσή του.
Ύστερα, η δημιουργία του εξωφύλλου και του οπισθοφύλλου, με τρόπο που να δίνει άμεσα το κλειδί στον αναγνώστη, για να ανοίξει την πόρτα του πολύτιμου δωματίου και να εισέλθει σε αυτό.
Μετά, η επιλογή των χαρτιών εκτύπωσης. Να συνάδουν με το περιεχόμενο, να τυλίγουν με τρυφερότητα το κείμενο, να αναδεικνύουν τις φωτογραφίες, να έχουν όση λευκότητα χρειάζεται ή τον χρωματισμό που χρειάζεται. Η υφή του χαρτιού, να σε έλκει και να σε θέλγει, την ώρα που το χαϊδεύεις.
Η εκτύπωση, μια πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων. Το μελάνι και τα υλικά της εκτύπωσης, αποτυπωμένα στο χαρτί προσδίδουν μια μαγική αίσθηση που σε παρασύρει και σε ωθεί σε δρόμους έμπνευσης. Ακόμα και τα μονόχρωμα, ασπρόμαυρα βιβλία αναδεικνύουν τα κρυμμένα μέσα σε αυτά χρώματα.
Ξεχωριστή είναι η θέση της τελικής μορφοποίησης, της βιβλιοδεσίας όπως την ονομάζουμε. Οι σελίδες αδελφοποιούνται με ξεχωριστό τρόπο, γίνονται κολλητοί φίλοι που συμπορεύονται. Το βιβλίο τελειοποιείται στη μορφή και στο σχήμα, που εξαρχής έχει σκεφτεί ο δημιουργός.
Είναι έτοιμο για το ωραίο, όμορφο και ενίοτε διαχρονικό ταξίδι του. Το καλό βιβλίο, ο σύντροφος και φίλος μας.
Το ελληνικό βιβλίο στα χέρια των γραφιστών
Γιάννης Καρλόπουλος | Γραφίστας, τυπογραφικός σχεδιαστής. Σχεδιάζει βιβλία και περιοδικές εκδόσεις τα τελευταία 30 χρόνια.
Τα «Απλά» είναι μια γραμματοσειρά (οικογένεια για την ακρίβεια) που για τους περρισότερους γραφίστες νομίζουν ότι πρόκειται για επιθετικό προσδιορισμό κάποιας άλλης, ούτε δε, είναι σε θέση να αντιληφθούν ή να περιγράψουν σε ποια κατηγορία της γραμματογραφίας κατατάσσεται.
Κι όμως, με αυτήν έχουν στοιχειοθετηθεί και σελιδοποιηθεί τα περισσότερα ελληνικά κείμενα και βιβλία από ανακαλύψεως τυπογραφίας.
Ένα πρώτο (και γρήγορο) συμπέρασμα είναι ότι οι γραφίστες δεν διαβάζουν. Ότι οι σύγχρονοι designers ασχολούνται κατά κόρον με την «αισθητική» του εξωφύλλου αν πρόκειται για λογοτεχνία, ή με μια «ευφάνταστη» σελιδοποίηση όταν πρόκειται για βιβλία μαγειρικής ή λευκωμάτων που προορίζονται για δώρα και κανείς ουσιαστικά δεν πρόκειται να διαβάσει.
Μία δεύτερη εξήγηση όμως είναι ίσως πιο «ύπουλη» και απαλλάσσει τρόπον τινά των ευθυνών τους. Υπάρχει μια ιδαιτερότητα –μεταξύ πολλών, εντάξει– στους ομιλούντες και γράφοντες την ελληνική, μια ιδιαιτερότητα που απαντάται στο σύνολο της τυπογραφικής απεικόνισης, πολύ περισσότερο στη βιβλιοπαραγωγή: το αλφάβητό μας αποδίδει μία μόνο γλώσσα που ομιλείται από ένα μόνο έθνος-κράτος και είναι μητρικό του λατινικού και κυριλικού.
Plus: Η «στιγμή» που ανακαλύφθηκε η τυπογραφία στη Γερμανία (1440) η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών (1452). Το ελληνικό βιβλίο ήταν πια αποκομμένο από τους ομιλούντες τη γλώσσα και απελπιστικά μακριά, περιορισμένο να ανθίσει από την «καλοσύνη» των Ευρωπαίων (τυπογράφων-εκδοτών) λόγω σημασίας της (αρχαιο)ελληνικής γραμματείας. Η πάλαι ποτέ κληρονομιά των χειρογράφων ανεστάλει και ανεκόπει. Παράδοση το λοιπόν, γιοκ.
Ο Σεφέρης είχε αναφέρει πως αν δεν ήταν ποιητής (και διπλωμάτης υποθέτω) θα ήθελε να ήταν τυπογράφος – κι αυτό παρόλο που μάστορας στους Ταρουσόπουλους του Πειραιά προπολεμικά μέχρι και λέξη να κόψει του ζήτησε για να του βγει η περασιά.
Η Οικονομική κρίση ως εφαλτήριο για εκδοτική εξωστρέφεια
Αθηνά Σοκόλη | Υπεύθυνη στις Εκδόσεις Σοκόλη
Πώς η οικονομική κρίση μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για την ανάπτυξη μιας εκδοτικής επιχείρησης στην Ελλάδα μέσα από το άνοιγμά της στις ξένες αγορές; Πώς ένας έλληνας επιχειρηματίας μπορεί να αντιπαρέλθει την υποβόσκουσα καχυποψία των ξένων συναδέλφων του όσον αφορά την ποιότητα, την αξιοπιστία και τη συναλλακτική του συμπεριφορά, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης στη χώρα; Και για ποιον λόγο ένας ξένος εκδότης να επενδύσει στη μετάφραση και την έκδοση σύγχρονων ελληνικών έργων στη γλώσσα της χώρας του;
Ας δούμε όμως πώς διαμορφώνεται οικονομικά το εκδοτικό τοπίο σήμερα. Ο κορεσμός της ελληνικής εκδοτικής αγοράς εξαιτίας της υπερπληθώρας τίτλων σε συνδυασμό με τη χαμηλή αναγνωσιμότητα, η απουσία κρατικού σχεδιασμού ενίσχυσης του βιβλίου και η υποβάθμισή του από πολιτισμικό αγαθό σε καθαρά εμπορικό προϊόν, η καθυστερημένη αποπληρωμή των όποιων οφειλών του δημοσίου προς τους εκδότες, η υπερφορολόγησή τους ως ελεύθερων επαγγελματιών, κατά το πλείστον μικρομεσαίων, η ανελαστικότητα στον τραπεζικό δανεισμό, η απουσία συναφών προγραμμάτων ΕΣΠΑ είναι όλοι παράγοντες που εξαντλούν τη ρευστότητα της εγχώριας αγοράς.
Το αποτέλεσμα είναι, μέσα σε οκτώ χρόνια, να έχει αλλάξει άρδην το εκδοτικό τοπίο: τεράστια μείωση του συνολικού εκδοτικού τζίρου, σημαντική μείωση νέων τίτλων, κλείσιμο μεγάλων βιβλιοπωλείων-αλυσίδων, αναγνωστική στροφή προς το πιο «ελαφρύ» ανάγνωσμα και λουκέτο παραδοσιακών εκδοτικών οίκων.
Σήμερα, λοιπόν, η εξωστρέφεια αποτελεί μια επιτακτική επιχειρηματική στρατηγική, η οποία θα πρέπει να εδράζεται στο τετράπτυχο: γνώση της διεθνούς αγοράς-επαγγελματισμός-επιμονή-ανταγωνιστικά και καλά προϊόντα. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να πείσει ένας έλληνας επιχειρηματίας τις ξένες αγορές ότι αξίζει να επενδύσουν στο «προϊόν» του. Η εξωστρέφεια, όμως, αποτελεί και μια πολιτισμική αναγκαιότητα, γιατί στις μέρες μας, περισσότερο από ποτέ, έχουμε ανάγκη να βρούμε έναν δίαυλο επικοινωνίας και ανταλλαγής ιδεών με άλλους λαούς.
Στην προσπάθεια όμως κατάκτησης νέων αγορών, ο έλληνας εκδότης καλείται να υπερβεί αρκετές δυσκολίες, και κυρίως την έλλειψη μιας συνεπούς και συνειδητής στρατηγικής πολιτισμού και παιδείας από πλευράς της Πολιτείας, είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει καμία συντονισμένη και με διάρκεια προσπάθεια υποστήριξης και διάχυσης των ελληνικών γραμμάτων έξω από τα σύνορα της χώρας, δεν έχει καλλιεργηθεί ένα πνεύμα εξωστρέφειας και πολιτισμικού διαλόγου με άλλους λαούς. Δεν είναι τυχαία η συρρίκνωση των νεοελληνικών εδρών στα διάφορα ξένα πανεπιστήμια.
Συνακόλουθα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο Έλληνας δημιουργός δεν «πουλάει» και το ενδιαφέρον των ξένων περιορίζεται, ως επί το πλείστον, στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Όπως συνακόλουθη είναι και η έλλειψη καλών μεταφραστών από την ελληνική προς τις ξένες γλώσσες. Στο σημείο αυτό, θα έπρεπε να προσθέσουμε και την τρέχουσα, εξαιτίας της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης, δυσπιστία των ξένων απέναντί μας. Αυτή ίσως είναι και η πιο αρνητική συνέπεια της οικονομικής κρίσης: η διάδοση μιας καθολικά στρεβλής εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Ωστόσο, υπάρχουν Έλληνες εκδότες με όραμα και υψηλό το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον καταναλωτή τους. Όπως υπάρχουν και Έλληνες δημιουργοί των οποίων η γραφή ξεπερνά τα όποια αποτρεπτικά «ηθογραφικά» στεγανά, διακρίνεται από έναν νεωτερισμό και μια θεματολογική καθολικότητα και μπορεί να συνομιλήσει επάξια με το έργο ξένων δημιουργών.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη όλα τα προηγούμενα, θεώρησα ότι η οικονομική κρίση και η παρεπόμενη δημοσιότητα, ακόμα και αρνητική, της Ελλάδας στο εξωτερικό, ήταν μια άριστη ευκαιρία να βγάλω, ως υπεύθυνη στις ομώνυμες εκδόσεις, προς τα έξω μια άλλη εικόνα της χώρας μου και της επιχειρηματικότητάς της. Να δώσω στην κρίση ένα θετικό πρόσημο.
Και εγκαινιάσαμε ως εκδόσεις ένα project διεθνοποίησης του σύγχρονου ελληνικού θεατρικού κειμένου στο εξωτερικό, με το μότο «Greek Theatre travels abroad». Προϊόν της προσπάθειάς μας είναι και η επίτευξη συμφωνίας με τον μεγαλύτερο βρετανικό θεατρικό εκδοτικό οίκο, τον Oberon LTD, και έναν από τους πιο γνωστούς παγκοσμίως. Έτσι, για πρώτη φορά κυκλοφορεί στην αγγλική γλώσσα σε όλον τον κόσμο μια συλλογή Σύγχρονων Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, η «Oberon Anthology of Modern Greek Plays», ανοίγοντας τις πόρτες των ξένων πανεπιστημίων και της διεθνούς βιβλιογραφίας στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία.
Ένα fake αγγελτήριο θανάτου
∆ηµοσθένης Κούρτοβικ | Συγγραφέας
Η διακήρυξη, σε τόνο μάλιστα που ακούγεται χαιρέκακα θριαμβικός, ότι το έντυπο βιβλίο πέθανε αφήνει την αίσθηση ενός déjà vu. Η φωτογραφία υποτίθεται ότι θα σήμαινε το τέλος της ζωγραφικής, ο κινηματογράφος το τέλος της φωτογραφίας, η τηλεόραση το τέλος του κινηματογράφου και πάει λέγοντας.
Το προηγούμενο αγγελτήριο θανάτου σε αυτή την πεισιθάνατη σκυταλοδρομία είχε εκδοθεί πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, όταν το CD χαιρετίστηκε ως το τέλος του βινυλίου, το οποίο βινύλιο γνωρίζει ωστόσο στο μεταξύ καινούργια, εντυπωσιακή άνθηση. Είναι παράδοξο ότι ειδικά στον χώρο της κουλτούρας κάθε καινούργια τεχνολογία αναγγέλλεται πανηγυρικά ως ο θάνατος μιας τέχνης – και πάντοτε η αναγγελία διαψεύδεται.
Η τεχνολογία επηρεάζει με πολλούς τρόπους τις τέχνες και τους δίνει καινούργιες δυνατότητες. Αλλά δεν μπορεί να καταργήσει ένα εκφραστικό μέσο ή να κάνει καλύτερα τα προϊόντα του, όπως φαντάζονται οι Ταλιμπάν της. Η εφεύρεση του Γουτεμβέργιου δεν ήταν επαναστατική επειδή έκανε τα βιβλία ωραιότερα ή πιο μεστά από ουσία, αλλά επειδή επέτρεψε τη διάδοσή τους σε αφάνταστα μεγαλύτερη κλίμακα. Σε σύγκριση, το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν έχει τίποτα το επαναστατικό.
Όσα βιβλία και αν μπορεί να κατεβάσει στο τάμπλετ του ένας γκατζετάκιας, δεν θα διαβάσει ούτε ένα από τη στιγμή που περνάει όλη τη μέρα του χαζεύοντας και χαζολογώντας στο smartphone του. Το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν διεύρυνε ούτε βελτίωσε το αναγνωστικό κοινό: διαβάζεται από ανθρώπους που διαβάζουν και έντυπα βιβλία.
Η χρησιμότητά του εντοπίζεται σε ιδιαίτερες κατηγορίες βιβλίων (π.χ. λεξικά, εγκυκλοπαίδειες) και σε ιδιαίτερες περιστάσεις (ταξίδια κ.λπ.). Κατά τα άλλα η όποια ελκυστικότητά του οφείλεται στη σαγήνη του τεχνολογικού «θαύματος». Και, όπως λέει η παροιμία, κάθε θαύμα μέρες τρεις.
Καλή και άγια και θαυματουργή η τεχνολογία, αλλά η υπερτεχνολόγηση μπορεί να ακυρώσει τις ίδιες τις επαγγελίες της. Ειδικά σε ό,τι έχει σχέση με τα πολιτισμικά προϊόντα. Ας συγκρίνει κανείς, για παράδειγμα, την ποιητική γοητεία των παλιών ταινιών φαντασίας με τις περισσότερες σημερινές, τις υπερφορτωμένες με τα πιο προχωρημένα ψηφιακά εφέ, που μάλλον καταπλήσσουν και σαστίζουν παρά συγκινούν βαθύτερα τον θεατή. Ή ας πάρουμε τον δίσκο βινυλίου.
Αν ξανάγινε δημοφιλής, αυτό δεν έχει τόσο να κάνει με νοσταλγία όσο με τη συνειδητοποίηση (όταν το CD έχασε το λούστρο της καινοτομίας) ότι ο ήχος του, ακόμη και με γρατζουνιές, είναι πιο ζεστός, πιο γεμάτος, πιο ζωντανός από τον υπερτέλειο, αποστειρωμένο, αλλά σαν άψυχο ήχο του ψηφιακού δίσκου.
Ό,τι ισχύει για την ακρόαση και τη θέαση ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό για την ανάγνωση.
Ο δραστήριος αναγνώστης αναπτύσσει μια σωματική σχέση με τα βιβλία που τον ενδιαφέρουν και με τα οποία συνομιλεί. Θέλει να αισθάνεται το βάρος τους στο χέρι του, να ψηλαφεί το χαρτί τους, να ακούει το θρόισμα των σελίδων που γυρίζουν, να μπορεί να τα μυρίσει, να τα κάνει δικά του. Αυτό μπορεί να μοιάζει εξωτερικά με φετιχισμό. Αλλά δεν είναι, γιατί δεν έχει τη στειρότητα του πραγματικού φετιχισμού. Πρόκειται μάλλον για κάτι που θα το έλεγα «συναισθητικό ρεαλισμό».
Ο δραστήριος αναγνώστης χρειάζεται την υλική παρουσία του βιβλίου, γιατί πλάι στην όραση είναι και άλλες αισθήσεις του που συμμετέχουν στην ανάγνωση, διατηρούν την αυτοσυγκέντρωσή του και ενισχύουν την πνευματική επεξεργασία αυτού που διαβάζεται. Το ηλεκτρονικό βιβλίο, αντίθετα, με τη φασματική ύπαρξή του στον κυβερνοχώρο, έναν χώρο δηλαδή μη εποπτεύσιμο και μη ελέγξιμο, είναι κάτι που ο αναγνώστης πολύ δύσκολα μπορεί να οικειωθεί και να αφομοιώσει.
Αυτό το ξέρουν ενστικτωδώς τα μικρά παιδιά (της ψηφιακής μάλιστα εποχής μας!). Όπως έδειξαν έρευνες που έγιναν στη Σκανδιναβία, θέλουν να τους διαβάζουν οι γονείς τους από έντυπα βιβλία πριν κοιμηθούν, όχι από ψηφιακές οθόνες.
Όσο για τους ενήλικους, όσοι δεν το καταλαβαίνουν ακόμη θα το καταλάβουν κάποτε από άλλο ίσως δρόμο: βολικό και πανεύκολο το virtual sex, αλλά έρχεται κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς πόσο φτωχό υποκατάστατο είναι για την υλική, ενσώματη παρουσία ενός ερωτικού συντρόφου.
Όταν ο Γουτεμβέργιος έμαθε πως ο κόσμος δεν διαβάζει πια βιβλία
Χρύσανθος Ξάνθης | Η Πόλη Ζει
Ο Ιωάννης, µε χέρια σαν τανάλιες µιας και ξεκίνησε από σιδηρουργός και χρυσοχόος, ανασκουµπώθηκε στο ξύλινο καρεκλάκι του, πήρε τον φακό και κέντρωσε την µατιά του σε µία εΩικεφαλίδα.
Ο βοηθός του την είχε κοπανήσει από το πόστο του και µάλλον θα ήταν στη διπλανή µπυραρία να πίνει και να κοιτά την εύθυµη χήρα που σέρβιρε. Παρά την ηλικία του, κατάφερε να διαβάσει. Ο ΚΟΣΜΟΣ ∆ΕΝ ∆ΙΑΒΑΖΕΙ ΠΙΑ ΒΙΒΛΙΑ… Πλάγια, 12άρια, ansient gothic, δύο στιγµές αΩόσταση αΩό την τριάρα γραµµή.
Όλα εντάξει αλλά ο διαβολεµένος Ωάλι λάθος έκανε. Άκου ∆ΕΝ ∆ΙΑΒΑΖΕΙ ΒΙΒΛΙΑ! Πως του ‘ρθε του καταραµένου; Ετοιµάζονταν µε τη λαβίδα να αποµακρύνει το ∆ΕΝ. Σταµάτησε. Κοίταξε τις προηγούµενες σελίδες.
Όλες τα ίδια, Ο ΚΟΣΜΟΣ ∆ΕΝ ∆ΙΑΒΑΖΕΙ ΠΙΑ ΒΙΒΛΙΑ. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και άρχισε να ψάχνει το πρωτότυπο που του είχε φέρει ένας δηµοσιογράφος. Ο τίτλος µεγάλος, ευδιάκριτος, υπογραµµισµένος. Ο βοηθός του δεν είχε κάνει λάθος… Πήρε το µελάνι, βούτηξε το ένα δάχτυλο, σχηµάτισε ένα άθλιο χαµόγελο στον τοίχο και σταµάτησε τις µηχανές. Πήρε την έρευνα του δηµοσιογράφου και την ξεφύλλισε. Ποιος είναι ο Γκουγκλ, ο Μάκιντος και ο Πισής;
Ο βοηθός µπήκε µέσα κρατώντας ένα τάµπλετ στα χέρια του και έκανε αντ στην χήρα. Ο Γουτεµβέργιος έγινε έξαλλος. Ξέσπασε στον βοηθό. Ακαµάτη, άξεστε για ποιον τυπώνω εγώ ρε τα δεκαεξασέλιδα; Του πέταξε µία σφήνα που ευτυχώς δεν τον πέτυχε. Αποκαµωµένος πλάγιασε στον φθαρµένο καναΩέ. Απ’ έξω ένα παιδάκι κρατούσε ένα βιβλίο στα χέρια του. Το άνοιξε και το µύρισε. O Γουτεµβέργιος δυστυχώς δεν το είδε, είχε πια αποκοιµηθεί.
Ευχαριστούµε όλους όσους µας βοήθησαν µε κείµενα – ιδέες – συµβουλές! Ειδική αναφορά στον Μάνθο Σκηνιώτη, που σε µεγάλη ηλικία διατηρεί ένα νεανικό πνεύµα, έχει διαβάσει χιλιάδες βιβλία και συνεχίζει. “Ένα µόνο βιβλίο µπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου”, είπε και γέλαγε σα µικρό παιδί…
Discussion about this post