Τον έχουμε αγαπήσει από τον ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά «Κάτω Παρτάλι»… Από παιδί αγαπούσε το μουσικό θέατρο κάτι που τον οδήγησε σε πολύ μικρή ηλικία στο Guildford School of acting.
Στην συνέχεια θα συνεργαστεί με τον Π. Καρασούλο αλλά και με τον Δ. Μαραμή ερμηνεύοντας με απόλυτα μυσταγωγικό τρόπο τα ποιήματα που θα του δοθούν. Στο θέατρο θα συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως: Δ. Λιγνάδη, Σ. Φασουλή, Ν. Μαστοράκη, Θ. Μαρσέλλου κ.α. Το 2009 θα συμμετάσχει σε μία από τις πιο εμβληματικές κινηματογραφικές ταινίες «Στρέλλα». Ο Μίνως Θεοχάρης θα φέρει εις πέρας ο,τι του ζητηθεί- από show, τραγούδι, ρόλο- με μεγάλη επιτυχία. Όλα αυτά όμως είναι εκείνα που θα τον οδηγήσουν στην «Απλή Μετάβαση» την οποία σκηνοθετεί, με σημείο εκκίνησης την 15η Φεβρουαρίου, στο Εθνικό Θέατρο.
Τελικά που πιστεύετε ότι οφείλεται η επιτυχία. Τύχη ή σκληρή δουλειά;
Θα μπορούσα να πω πως έπαιξε ρόλο και η τύχη στο μεγαλύτερο μέρος της- μέχρι τώρα- πορείας αλλά όσο τα χρόνια περνούν συνειδητοποιώ πως η τύχη είναι συνδεδεμένη με κάτι πολύ πυρηνικό στην ύπαρξη μας. Νομίζω, λοιπόν, πως είναι ο συνδυασμός της δουλειάς και της βαθύτερης μου ανάγκης να συναντηθώ με ανθρώπους που με εμπνέουν και τους εμπνέω.
Ποια είναι τα καλά και τα κακά του θεάτρου ή μάλλον του επαγγέλματος του ηθοποιού;
Ανοίγετε πολύ μεγάλη κουβέντα τώρα. Η ζωές των ηθοποιών και για να το ξεκαθαρίσουμε δεν εννοώ των σελέμπριτι ηθοποιών, εννοώ τους ηθοποιούς που ζουν από το επάγγελμα, είναι πολύ σκληρές. Ισχύουν όλα αυτά στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση πια υπάρχει πιθανότητα να μείνεις απλήρωτος όπως μας συνέβη με την περίπτωση του σήριαλ «Κάτω Παρτάλι». Μιλάμε για εκμετάλλευση του χρόνου, της διαθεσιμότητας, της ψυχικής αντοχής αλλά και της οικονομικής.
Πολλές υπερπαραγωγές που βλέπουμε σε θέατρα της Αθήνας στηρίζονται σε χαμηλόμισθους ηθοποιούς και στο «ψώνιο» που έχουν πατήσει οι περισσότεροι παραγωγοί. Φυσικά για αυτή την εξέλιξη υπεύθυνοι είναι σε μεγάλο ποσοστό και οι ίδιοι οι ηθοποιοί που δέχονται εντελώς ασύμφορες συμφωνίες προκειμένου να κάνουν αυτό που αγαπούν.
Τα καλά της δουλειάς είναι για τον κάθε ηθοποιό διαφορετικά. Κανέναν δεν τον υποχρέωσαν να γίνει ηθοποιός και όλοι ξέρουμε πως το επάγγελμα αυτό δεν είναι ένα επάγγελμα που σου αποφέρει αμύθητη περιουσία. Ο πλούτος όμως ο συναισθηματικός και ο τρόπος που ένας ηθοποιός εργάζεται είναι αναντικατάστατα. Οι άνθρωποι, τα κείμενα και η πνευματική εργασία που κάνουμε είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν σε άλλα επαγγέλματα. Η επαφή με το κοινό είναι μία μοναδική εμπειρία. Πάντως αν όλοι οι άνθρωποι σπούδαζαν θέατρο είμαι βέβαιος πως θα ζούσαμε σε έναν πολύ καλύτερο κόσμο.
Διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό σας, το πρώτο πράγμα που μαθαίνει είναι ότι μόλις στα δεκάξι σας, ένας από τους ισχυρότερους θεατρικούς παραγωγούς, ο Cameron A. Mackintosh ακούγοντας το demo σας, σας προέτρεψε να παρακολουθήσετε μαθήματα με θέμα το Μιούζικαλ. Πως όμως φτάσατε ως εκεί; Και πως αισθανθήκατε όταν λάβατε απάντηση;
Έτυχε να έχει την εξοχική κατοικία του ο Cameron Mackintosh δίπλα στο σπίτι ενός οικογενειακού φίλου Βρετανικής καταγωγής και έτσι μας έφερε σε επαφή. Η απάντηση ήταν απρόσμενη γιατί ακόμα και μία πρώτη επικοινωνία δεν σημαίνει κάτι, ούτε είχε σαν στόχο κάτι συγκεκριμένο. Θυμάμαι ότι είχα ενθουσιαστεί και ήθελα να παρατήσω το σχολείο και να φύγω, δεν το έκανα τελικά! Μία γνώμη ουσιαστικά είχα ζητήσει αλλά η απάντηση ήταν αρκετά θετική και με οδήγησε στο Guildford School of acting όπου παρακολούθησα το σεμινάριο μουσικού θεάτρου. Είχα δείξει από πολύ μικρή ηλικία την κλίση μου προς αυτό το είδος. Αυτό ήταν που ήθελα και αυτό ένιωθα πως θα με εκφράζει καλύτερα από όσα είχα δει και ακούσει ως τότε.
Και μετά από αυτό, συναντιούνται οι δρόμοι σας με τον Π. Καρασούλο, αργότερα με τον Δ. Μαραμή, τον Σ.Τριβιζά… αλλά και με τον Φ. Γκ. Λόρκα, παρουσιάζοντας «Τα σονέτα του σκοτεινού έρωτα», στην Μικρή Άρκτο. Ποια ήταν τα συναισθήματα σας κατά την ερμηνεία αυτών των διαμαντιών και τι μπορεί να σας φόβιζε από άποψη προσέγγισης;
Η αλήθεια είναι πως στα δεκαεννιά μου, που μετά από ακρόαση έκανα αυτή την σπουδαία συνεργασία με την Μικρή Άρκτο και συναντήθηκα με τον Παρασκευά Καρασούλο για την υλοποίηση αυτού του δίσκου που κυκλοφόρησε με το βιβλίο, δεν είχα την εμπειρία ή τον συναισθηματικό πλούτο που απαιτούσε η δουλειά αυτή. Είχα όμως μάλλον αθωότητα που αυτό ήταν το ζητούμενο του συνθέτη και ένστικτο. Τίποτα δεν έγινε συνειδητά από μέρους μου. Από ένστικτο έχω τραγουδήσει έτσι, χωρίς να ξέρω το γιατί.
Τώρα πια που έχετε κάνει μιούζικαλ, θέατρο, έχετε τραγουδήσει, σκηνοθετείτε… σας παίρνουν λίγο τα δάκρυα από ανακούφιση; Νιώθετε ότι τα καταφέρατε;
Κάποιες λίγες στιγμές όταν το αναλογίζομαι ίσως συγκινούμαι μόνο όταν έχω αγαπημένους ανθρώπους που είναι δίπλα μου σε όλη την διαδρομή. Αυτοί με συγκινούν, ναι. Η διαδρομή η ίδια κάποιες φορές αισθάνομαι πως ακόμα δεν ξεκίνησε. Ούτε λόγος για προορισμό. Κι αυτό το βρίσκω πολύ ευχάριστο που μου συμβαίνει. Μου αρέσει να μην κοιτάζω πίσω. Τα περισσότερα πράγματα που έχω κάνει τα έχω ξεχάσει άλλωστε. Το ότι έχω συναντήσει κάποιους καλλιτέχνες που θαύμαζα με έχει κάνει μέσα μου να αισθανθώ στιγμιαία ίσως κάτι σαν κατάκτηση ή επιτυχία αλλά μέχρι εκεί. Ότι τα κατάφερα ποτέ δεν έχει περάσει από το μυαλό μου. Κι αν πέρασε σίγουρα έφυγε γρήγορα.
Το «Κάτω Παρτάλι» και φυσικά ο ρόλος σας, πιστεύετε ότι συνέβαλλε στην αναγνωρισιμότητα σας;
Ναι φυσικά! Την οποία αναγνωρισιμότητα ας σημειώσουμε πως άφησα απολύτως ανεκμετάλευτη αν θέλετε να μιλήσουμε με εμπορικούς όρους. Όλα αυτά όμορφα είναι, όταν και για όσο συμβαίνουν, αλλά περισσότερο μοιάζουν με παιχνίδια στο λούνα παρκ, δεν είναι για χόρταση. Πιστεύω πως αν πιστέψεις στο παιχνίδι της αναγνωρισιμότητας σταματάς να είσαι καλλιτέχνης και γίνεσαι «προϊόν». Εγώ πότε δεν αισθάνθηκα έτσι. Δεν μπορώ να το υποστηρίξω και δεν νομίζω πως το απολαμβάνω ιδιαίτερα κρίνοντας από την μικρή γεύση που πήρα.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη θεατρική παράσταση -στην οποία παίξατε-από άποψη σκηνοθετικής προσέγγισης και ποιος ρόλος ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός;
Από σκηνοθετικής άποψης η πιο δύσκολη σίγουρα θα έλεγα πως είναι η «Αγία Ιωάννα των σφαγείων» του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Ήταν θεωρώ μία από τις καλύτερες και τις πιο απαιτητικές σκηνοθεσίες του. Ο πιο απαιτητικός ρόλος ήταν ο Angel στο μιούζικαλ Rent σε σκηνοθεσία Θέμιδας Μαρσέλλου. Μία drag queen στην Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ‘90 που διαγνώστηκε οροθετική στον HIV και που τελικά κατέληξε όπως οι περισσότεροι φορείς του ιού τότε.
“Στρέλλα”… Πως σας φάνηκε όταν διαβάσατε το σενάριο και τι είναι αυτό που σας συγκινεί σ’ αυτή την ταινία;
Όλη η ιστορία της ταινίας με συγκινεί. Ήταν από τα σενάρια που κάτι φώναζε μέσα μου με το που το διάβασα, πως αποκλείεται να μην είμαι μέρος του. Το ήθελα από την αρχή πολύ να είμαι σε αυτή την δουλεία. Υπέροχη στιγμή, υπέροχη συνάντηση.
«Αν επιστρέψω στην τηλεόραση θα επιστρέψω με άλλη ιδιότητα» δηλώσατε σε εκπομπή…
Θα δούμε με τι ιδιότητα και αν φυσικά θα επιστρέψω ποτέ. Άλλωστε μπορεί και να έχω επιστρέψει ήδη απλώς να μην το γνωρίζετε… Ευτυχώς η τηλεόραση είναι ανεξάντλητο μέσο και πολύ γοητευτικό. Την προβολή δεν αποζητώ! Η δουλειά σε όλα τα μέσα θεάματος με αφορά και θα με αφορά αισθάνομαι. Έχω κάποια σχέδια τηλεοπτικά, έχω κάνει τις συζητήσεις μου και όταν η ώρα έρθει μπορεί και να ξαναπαίξω. Το σημαντικό είναι να βρεθεί η κατάλληλη συνθήκη και να υπάρχει λόγος να είμαι σε μία δουλειά χωρίς να επαναλαμβάνομαι.
Ποια συμβουλή θα δίνατε σε ένα παιδί που ονειρεύεται να κάνει τα πάντα σε μία χώρα που επιμένει να καθοδηγεί σε μία ιδιότητα.
Να εμπιστευτεί τον εαυτό του. Η ζωή μας πάει εκεί που μας αξίζει. Τα προβλήματα ξεκινάνε όταν προσπαθούμε να παρέμβουμε στην φυσική ροή της ζωής μας. Οπότε θα πρότεινα πίστη, δουλειά και αγάπη για αυτό που κάνει ο καθένας μας. Οι πολλές ιδιότητες είναι βάρος. Σε μπερδεύουν. Το πως θα το σηκώσεις το ξέρεις μόνο ο ίδιος.
Σκηνοθετείτε το Μιούζικαλ «Απλή Μετάβαση» συνεργαζόμενος για αυτό με τους Θ. Καραμουρατίδη και τον Γ. Ευαγγελάτο. Πως αισθάνεστε για την συνεργασία αυτή αλλά & για τον ρόλο και την ευθύνη σας, ως σκηνοθέτη;
Αυτή η δουλειά ας πούμε με συγκινεί βαθιά. Γιατί τον Θέμη και τον Γεράσιμο τους γνωρίζω από την αρχή της πορείας μου. Όπως και τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη και την Μαρίζα Ρίζου που είχαν την ιδέα για την δουλειά αυτή. Είναι άνθρωποι που πάντα θαυμάζω, αγαπώ, εμπιστεύομαι. Με ορίζουν με έναν τρόπο καλλιτεχνικά. Είναι η γενιά μου. Έχουμε ξαναδουλέψει μαζί και τώρα ως μια πιο ενήλικη μορφή συνεργασίας είμαστε όλοι τόσο έτοιμοι να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό για αυτή την παράσταση που σχεδόν είναι ευτυχία. Νιώθω περήφανος που μας συμβαίνει αυτό, έτοιμος και πολύ αγχωμένος!
Η ιδέα ξεκινάει ως εξής, διαβάζετε στίχους της Φ. Αθερίδη, καλείτε τον Στάμο Σέμση και μετά γίνεται ο χαμούλης που όλοι ξέρουμε! Είναι έτσι;
Κάπως έτσι είναι ναι. Δουλεύαμε με τον Στάμο έτσι κι αλλιώς περισσότερο για δική μας έκφραση και κατανάλωση. Συνάντησα την Φωτεινή θεώρησα πως θα έδεναν πολύ οι δυο τους και στην συνέχεια νομίζω πως αυτό που δημιούργησαν μεταξύ τους ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον και αυτοδύναμο. Είμαι κι εγώ εκεί πάρα δίπλα «κουμπάρος» αλλά νομίζω πως τραβάνε πια δικό τους δρόμο και θα είναι μακρύς!
Τι άλλο ετοιμάζετε για την φετινή χρονιά;
Η φετινή χρονιά έχει «Απλή μετάβαση» στις 15 Φεβρουαρίου, στην Νέα σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού θεάτρου. Αφού ολοκληρώσω αυτή την δουλειά νομίζω πως θα χρειαστώ ένα μικρό διάλειμμα, θα δείξει!