Επιμέλεια: Δημήτρης Φιλελές
Α. Ειρήνη
ΑΚΟΥΣΤΕ… το πανανθρώπινο κήρυγμα αγάπης του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου
Τ᾿ ὄνειρο τοῦ παιδιοῦ εἶναι ἡ εἰρήνη
Τ᾿ ὄνειρο τῆς μάνας εἶναι ἡ εἰρήνη
Τὰ λόγια τῆς ἀγάπης κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ὁ πατέρας ποὺ γυρνάει τ᾿ ἀπόβραδο
μ᾿ ἕνα φαρδὺ χαμόγελο στὰ μάτια
μ᾿ ἕνα ζεμπίλι στὰ χέρια του γεμάτο φροῦτα
καὶ οἱ σταγόνες τοῦ ἱδρώτα στὸ μέτωπό του
εἶναι ὅπως οἱ σταγόνες τοῦ σταμνιοῦ
ποὺ παγώνει τὸ νερὸ στὸ παράθυρο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ὅταν οἱ οὐλὲς ἀπ᾿ τὶς λαβωματιὲς
κλείνουν στὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου
καὶ μὲς στοὺς λάκκους ποὔσκαψαν οἱ ὀβίδες
φυτεύουμε δέντρα
καὶ στὶς καρδιὲς ποὔκαψε ἡ πυρκαγιὰ
δένει τὰ πρῶτα της μπουμπούκια ἡ ἐλπίδα
κι οἱ νεκροὶ μποροῦν νὰ γείρουν στὸν πλευρό τους
καὶ νὰ κοιμηθοῦν δίχως παράπονο
ξέροντας πὼς δὲν πῆγε τὸ αἷμα τους τοῦ κάκου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι ἡ μυρουδιὰ τοῦ φαγητοῦ τὸ βράδυ,
τότε ποὺ τὸ σταμάτημα τοῦ αὐτοκινήτου στὸ δρόμο
δὲν εἶναι φόβος,
τότε ποὺ τὸ χτύπημα στὴν πόρτα
σημαίνει φίλος,
καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου κάθε ὥρα
σημαίνει οὐρανός,
γιορτάζοντας τὰ μάτια μας
μὲ τὶς μακρινὲς καμπάνες τῶν χρωμάτων του,
εἶναι εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι ἕνα ποτήρι ζεστὸ γάλα
κι ἕνα βιβλίο μπροστὰ στὸ παιδὶ ποὺ ξυπνάει,
τότε ποὺ τὰ στάχυα γέρνουν τό ῾να στ᾿ ἄλλο λέγοντας:
τὸ φῶς, τὸ φῶς
καὶ ξεχειλάει ἡ στεφάνη τοῦ ὁρίζοντα φῶς,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Τότε ποὺ οἱ φυλακὲς ἐπισκευάζονται νὰ γίνουν βιβλιοθῆκες,
τότε ποὺ ἕνα τραγούδι ἀνεβαίνει ἀπὸ κατώφλι σὲ κατώφλι τὴ νύχτα,
τότε ποὺ τ᾿ ἀνοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ σύγνεφο
ὅπως βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κουρεῖο τῆς συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ὁ ἐργάτης τὸ Σαββατόβραδο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Τότε ποὺ ἡ μέρα ποὺ πέρασε,
δὲν εἶναι μιὰ μέρα ποὺ χάθηκε,
μὰ εἶναι ἡ ρίζα ποὺ ἀνεβάζει τὰ φύλλα τῆς χαρᾶς μέσα στὸ βράδυ
κι εἶναι μιὰ κερδισμένη μέρα κι ἕνας δίκαιος ὕπνος,
ποὺ νιώθεις πάλι ὁ ἥλιος νὰ δένει βιαστικὰ τὰ κορδόνια του
νὰ κυνηγήσει τὴ λύπη ἀπ᾿ τὶς γωνιὲς τοῦ χρόνου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι οἱ θημωνιὲς τῶν ἀχτίνων στοὺς κάμπους τοῦ καλοκαιριοῦ
εἶναι τ᾿ ἀλφαβητάρι τῆς καλοσύνης στὰ γόνατα τῆς αὐγῆς.
Ὅταν λές: ἀδελφές μου, – ὅταν λέμε: αὔριο θὰ χτίσουμε.
ὅταν χτίζουμε καὶ τραγουδᾶμε,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ἡ εἰρήνη εἶναι τὰ σφιγμένα χέρια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι τὸ ζεστὸ ψωμὶ στὸ τραπέζι τοῦ κόσμου
εἶναι τὸ χαμόγελο τῆς μάνας
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν εἶναι ἡ εἰρήνη.
Καὶ τ᾿ ἀλέτρια ποὺ χαράζουν βαθιὲς αὐλακιὲς σ᾿ ὅλη τὴ γῆ,
ἕνα ὄνομα μονάχα γράφουν:
Εἰρήνη.
Τίποτ᾿ ἄλλο. Εἰρήνη.
Πάνω στὶς ράγες τῶν στίχων μου
τὸ τραῖνο ποὺ προχωρεῖ στὸ μέλλον
φορτωμένο στάρι καὶ τριαντάφυλλα,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ἀδέρφια,
μὲς στὴν εἰρήνη διάπλατα ἀνασαίνει ὅλος ὁ κόσμος
μὲ ὅλα τὰ ὄνειρά μας
Δῶστε τὰ χέρια ἀδέρφια μου,
αὐτό ῾ναι ἡ εἰρήνη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Β. Η Γέφυρα
Ακούστε το ποίημα εδώ:
Εἶναι μιὰ ὡραία περιπλάνηση, σχεδὸν μιὰ δραπέτευση –
δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ καὶ γιὰ ποῦ, – μιὰ μυστικὴ δραπέτευση ποὺ δίνει
μιὰ μυστικότητα στὴν κάθε κίνησή μας, στὸν ἴσκιο μας πάνω στὸν τοῖχο,
στὶς ἀπίθανες σχέσεις τῶν δακτύλων μας, στὸν ἦχο τῶν βημάτων
μας – μία ἐξαίσια αἴσθηση
παρανομίας πρὸς ὅλα, σὰν τοῦ μοιχοῦ, τοῦ κλέφτη, τοῦ φονιά,
του ἀρσενοκοίτη ἢ τοῦ λαθρεπιβάτη,
κ᾿ ἡ αἴσθηση τῆς παρανομίας αὐτῆς σου ἐπιβάλλει
μίαν ἄγρυπνη προσοχὴ γιὰ ν᾿ ἀποφύγεις τὴ σύλληψη,
ἐνῶ ἡ προσοχή σου αὐτὴ συλλαμβάνει
τὸ νόημα μιᾶς ἀρχικῆς ἐνοχῆς, συλλαμβάνει
τὶς πιὸ ἀδιόρατες ἐκφράσεις τῆς σιωπῆς· μὰ τότε πάλι
νιώθεις πῶς ἔτσι παραβιάζεις μ᾿ ἀντικλείδι ἕνα μεγάλο, ξένο
σκοτεινό χρηματοκιβώτιο
ὕστερα ἀπὸ σκάλες πολλὲς καὶ μεγάλους πλακόστρωτους διαδρόμους
ποῦ κάνουν ν᾿ ἀντηχοῦν ἀπεριόριστα οἱ κλειδώσεις σου,
κ᾿ ἕνα καχύποπτο φεγγάρι μπαίνει ἀπὸ φεγγίτες καγκελόφραχτους
μεγάλο, κίτρινο, προδοτικό, φέρνοντάς σε ἀντιμέτωπο
μὲ τὴν ἴδια πελώρια σκιά σου ποὺ κρατάει
μεγεθυσμένες τὶς σκιὲς τῶν κλειδιῶν, ποὺ ἐσὺ κρατᾶς, σὰ νἆναι κιόλας
τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς ποὺ θὰ σὲ κλείσει ἰσόβια· ὥσπου τέλος
ἀνακαλύπτεις πὼς αὐτὸ τὸ χρηματοκιβώτιο
εἶναι δικό σου, ὁλότελα δικό σου
καὶ μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀνοίξεις ἐλεύθερα
καὶ μπορεῖς νὰ χαρίσεις ὅσα θέλεις στοὺς φίλους σου
καὶ μπορεῖς νὰ σκορπίσεις ὅσα θέλεις στὸν ἄνεμο
μὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸ ἀνεξάντλητο
μὲ κείνη τὴ χειρονομία μιᾶς ἄσκοπης λεβεντιᾶς κι᾿ ἀσωτείας
ποὺ εἶναι, ἴσως, ἡ μόνη ἀληθινὴ σκοπιμότητα.
Μὰ τότε νιώθεις ὁ ἴδιος, πόσο ἡ κίνηση αὐτὴ θὰ φαίνεται ὕποπτη
μὲς στὸ σκοτάδι τὸ καρφωμένο ἀπ᾿ τ᾿ ἄστρα, μὲ τὸ μετάλλινο ἦχο
των κλειδιῶν,
σὰ χτύπημα σπαθιῶν, ψηλὰ στὸν ἀέρα, ἀόρατων μονομάχων ἢ ἱππέων,
μ᾿ αὐτὸ τὸ σκοτεινό, πελώριο στόμιο τοῦ χρηματοκιβώτιου
ποῦ χάσκει ἀνοιχτὸ μὲς στὴ νύχτα ἐνῶ στὸ βάθος τοῦ ἀστράφτουν
σωροὶ τὰ νομίσματα περίεργων ἐποχῶν καὶ τόπων,
ράβδοι χρυσοῦ σὰ μεγάλα καρφιὰ γιὰ μία σταύρωση· στοῖβες
χαρτονομίσματα
σὰ μυστικὰ τραπουλόχαρτα τῆς Μοίρας. Κι᾿ ὅσοι
δέχτηκαν μία στιγμὴ τὴν προσφορά σου, μόλις στρίψεις τὸ κεφάλι σου
δοκιμάζουν στὴν πέτρα τὰ νομίσματα, μὰ ἐκεῖνα δὲν ἀφήνουν ἦχο,
προσπαθοῦν ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσουν στὰ χαρτονομίσματα
τοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὶς σφραγίδες, μ᾿ αὐτὰ δὲ διακρίνονται στὸ
καταπληχτικό σκοτάδι,
καὶ τὰ πετοῦν ξανὰ μπροστὰ στὰ πόδια σου καὶ φεύγουν.
Καὶ μένεις μόνος μ᾿ ὅλο σου τὸν πλοῦτο ποδοπατημένο,
μόνος μπρὸς στὸ μαγνητικὸ ἀνοιγμένο στόμιο τοῦ ἀδειανοῦ πιὰ
χρηματοκιβώτιου,
μόνος μπρὸς στὴν ἀκάλυπτη τρύπα τοῦ χάους,
μὲ τόνα χέρι σου μισοσηκωμένο
σὲ μισοτελειωμένη στάση θεατρικῆς γενναιοδωρίας,
σὰν ἄγαλμα ἥρωα ποὺ ὁ ἡρωισμός του
ἀποδείχτηκε ἀπατηλὸς μετὰ θάνατον – ἢ σὰν ἀτέλειωτη προσπάθεια
νὰ γίνεις ἄγαλμα γιὰ νὰ μὴ σωριαστεῖς στὸ χῶμα – ἕνα ἄγαλμα
ποῦ τείνει μάταια σὰν τσαμπὶ σταφύλι τ᾿ ἀναπόδεκτα κλειδιὰ ἑνὸς
παραδείσου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
(ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, Γ´, Κέδρος 1964)