Επιμέλεια: Δημήτρης Φιλελές
Α. Η Καμπάνα
Ακούστε το ποίημα εδώ
Ποιος ήταν που κρέμασε ( και πότε;) πάνω ακριβώς απ’ το τραπέζι
καταμεσής στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; – πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, – ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε – είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτόδε; ποιος μας το ‘πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ’ απ’ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη, απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη,
ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους χτύπους.
Β. “Επιλογικό”
Ακούστε το ποίημα εδώ
Να με θυμόσαστε – είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά
Ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Με ένα κρινάκι του αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:
Θα ‘θελα
ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω,
και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω,
θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στα αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προπάντων θα άξιζε να με θυμάστε.