Τώρα τελευταία οι άνθρωποι δεν βάζουν κόμμα στα γραπτά τους
έχουν ξεχάσει ότι το κόμμα είναι σημείο στίξης και στην πλούσια ελληνική γλώσσα υπάρχουν κανόνες που το χρησιμοποιείς
έχουν ξεχάσει ότι το κόμμα κάνει ένα κείμενο πιο όμορφο και αναδεικνύει τα νοήματά του
ένα κείμενο χωρίς κόμμα είναι σαν γλάστρα χωρίς λουλούδια
και αυτό δεν το παρατηρώ μόνο σε κειμενογράφους αλλά και σε βιβλία που υποτίθεται ότι «χτενίζονται» από επιμελητές κειμένων
να μην συζητήσουμε για αυτό το έρημο κόμμα που ξεχωρίζει τον ειδικό σύνδεσμο από την αναφορική αντωνυμία
Τώρα τελευταία βέβαια οι άνθρωποι δεν βάζουν κόμμα ούτε στο λόγο τους
ανοίγουν το στόμα τους χωρίς να σκέφτονται
δεν βουτάνε τη γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσουν
δεν παίρνουν ανάσα
το εγώ τους υπερβαίνει κάθε προσπάθεια επικοινωνίας
το εγώ τους δεν αφήνει τον παραμικρό χώρο υποψίας για μία παρένθεση για μία δεύτερη σκέψη για μία δευτερεύουσα πρόταση
δε δίνουν χρόνο στην κατανόηση
η κοινωνία τους έχει βάλει σε μια δίνη ή αλλιώς σε ένα μύλο αλέθοντας το μυαλό και την ψυχή
βιάζονται
να προλάβουν
βιάζονται
να μην κατηγορηθούν
βιάζονται
να κατηγορήσουν
δεν έχουν χρόνο να δουν πού έφταιξαν εκείνοι
ποτέ πριν δεν είχα αναρωτηθεί πόσο σημαντικό είναι το κόμμα
και το θαυμαστικό
και η τελεία
και η παύλα
και η άνω τελεία
όλα χρειάζονται
αν δεν ξέρεις που να βάλεις το κόμμα πρέπει να μάθεις έστω να βάζεις μία άνω τελεία
να ολοκληρώνεις και να συμπληρώνεις
έστω μάθε το θαυμαστικό που δηλώνει αγάπη για τον άλλον
αν τελοσπάντων δεν μπορείς βάλε κάπου μία τελεία
ενίοτε και παύλα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κόμμα
Το κόμμα ή υποστιγμή ή υποδιαστολή, είναι σημείο στίξης. Μ’ αυτό χωρίζονται μεταξύ τους τα μέρη μιας περιόδου, που περιέχουν ένα λογικό και αυτοτελές νόημα. Άλλες φορές χρησιμοποιείται σε μεγάλες φράσεις, για να δοθεί η ευκαιρία στον ομιλητή να πάρει αναπνοή ή για να βοηθηθεί στο διάβασμα ή για να προκαλέσει προσδοκία. Χωρίς κόμμα ή και με την κακή χρησιμοποίησή του, είναι δυνατή η παρερμηνεία ενός κειμένου, μια και το κόμμα συντελεί στην κατανόηση ενός κειμένου.
Στην κλασική ελληνική και λατινική γραμματεία ως κόμμα ορίζεται το «μικρό μέρος περιόδου του προφορικού ή γραπτού λόγου», το οποίο αργότερα, όταν εμφανίστηκαν τα σημεία στίξης, περιβλήθηκε ανάμεσα σε κόμματα[1].
Σε μια πρόταση βάζουμε κόμμα:
- Για να χωριστούν μεταξύ τους όμοιοι όροι, π.χ.: Φάγαμε ψωμί, ελιές και ντομάτα.
- Για να χωρίσουμε ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό επίρρημα στην αρχή μιας περιόδου, π.χ.: Ναι, θα έρθω.
- Για να χωρίζουμε την κλητική, π.χ.: Έλα, Μαίρη, σε περιμένουμε.
- Όταν θέλουμε να χωρίσουμε μια κύρια και μια δευτερεύουσα πρόταση: Όταν πάω στην Αθήνα, θα σου φέρω ένα καινούριο φόρεμα.
- Επίσης με κόμμα χωρίζονται οι παρενθετικές προτάσεις: Πέρασα, όπως μου είπαν, απ’ το σπίτι του, μα αυτός δεν ήταν εκεί.
- Χωρίζουμε και τις προσθετικές αναφορικές προτάσεις, που δεν είναι απαραίτητα συμπληρώματα της πρώτης, π.χ.: Μας είπε για το χωριό τους, που δεν το ξέραμε μέχρι τώρα.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τελεία
Η τελεία (.) είναι ένα από τα βασικά σημεία στίξης. Στη σημερινή εποχή χρησιμοποιείται στη γραφή κειμένων (σχεδόν σε όλες τις γλώσσες) για να δείξει μία πλήρη πρόταση.
Ιστορία
Η τελεία επινοήθηκε από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο που εφηύρε το σύστημα των σημείων στίξης.
Χρήση
Κείμενο
Στις περισσότερες γλώσσες δείχνει το τέλος μίας πλήρους πρότασης. Στα κινεζικά συναντάται με τη μορφή μικρού κύκλου “。” (U+3002 . Στα ταϊλανδέζικα δεν χρησιμοποιείται για το τέλος μιας φράσης.
Χρησιμοποιείται επίσης για να δείξει αρκτικόλεξο, ακρωνύμιο ή συντομογραφία.
Στα γερμανικά και πολωνικά χρησιμοποιείται μετά από ακέραιο για να δείξει τα τακτικά αριθμητικά (2. σημαίνει δεύτερος/η/ο) και δεν χρησιμοποιείται για την ομαδοποίηση των ακεραίων.
Παλαιότερα, στη δακτυλογράφηση κειμένων, συνήθως την τελεία ακολουθούσαν δύο κενά για να είναι πιο εμφανής η διαφορά από το κόμμα.
Παράγωγα
Χρησιμοποιείται μαζί με το κόμμα για το σχηματισμό του ελληνικού ερωτηματικού (;), χρησιμοποιείται τριπλά για το σχηματισμό των αποσιωπητικών (…) και στο σχηματισμό της άνω και κάτω τελείας (:). Χρησιμοποιείται επίσης για το σχηματισμό της άνω τελείας (·). Μαζί με την παύλα (.-) χρησιμοποιείται για να δείξει τέλος του κειμένου από το οποίο προέρχεται και η έκφραση τελεία και παύλα.