Σαν παραμύθια μάς φαίνονται πλέον οι παλιές, ελληνικές ταινίες. Είναι όμως μια απόλαυση που δύσκολα της ξεφεύγεις αν πέσεις πάνω της στο ζάπινγκ. Και πώς αλλιώς, αφού συμπυκνώνουν μια Ελλάδα όχι τόσο κοντινή, αλλά όχι και τόσο μακρινή.
Διαχρονικές, νοσταλγικές, γεμάτες αναμνήσεις παιδικής ηλικίας, όχι μόνο για τις πιο «παλιές» γενιές, αλλά και για τις νεότερες. Έλα όμως, που οι εποχές αλλάζουν… Και το άλλοτε νοσταλγικό, η άλλοτε αθώα απόλαυση γίνεται σιγά σιγά λίγο… «ένοχη». Στην εποχή του political correct, οι παλιές ελληνικές ταινίες με τα στερεότυπά τους και τους χαρακτηριστικούς τους τύπους, έχουν τη θέση τους; Άραγε, θα μπορούσαν αυτές οι ταινίες να γυριστούν σήμερα; Θα μπορούσαν οι χαρακτηριστικοί τύποι της κωμωδίας να γίνουν μέρος μιας σημερινής ταινίας;
Ο Φίνος, ο Δαλιανίδης, η Αλίκη, η Τζένη, ο Παπαμιχαήλ, ο Πλέσσας, ο Χατζιδάκις και ένα σωρό άλλοι καλλιτέχνες συνεργάστηκαν και βρήκαν μια μυστική συνταγή: πώς ένας όρος –ελληνικός κινηματογράφος– γίνεται ιδέα και έννοια, φορτισμένη με εικόνες, αισθήσεις, χρώματα, άσπρο, μαύρο, συνειρμούς, εκδοχές, όνειρα και παραμύθια. Μέχρι σήμερα, όταν ακούμε «ελληνικός κινηματογράφος», καλώς ή κακώς, η σκέψη μας γεμίζει με τις εικόνες των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Γεμάτες με «star-όσκονη», οι ελληνικές ταινίες αυτής της περιόδου έχουν τη δική τους ξεχωριστή αίγλη και σημασία. Πέραν όμως όλων αυτών, οι ελληνικές ταινίες ήταν γεμάτες στερεότυπα, παλιακά και καταπιεστικά ήθη και έθιμα, τύπους και όχι ανθρώπους με συναισθήματα, ακόμη και σκηνές bullying. Δεν μπορεί να μην το έχετε παρατηρήσει.
Όταν το political correct έκανε –καλώς– την εμφάνισή του, έδωσε χώρο και κατανόηση στη διαφορετικότητα, έδειξε έναν νέο δρόμο αντίληψης των καταστάσεων και των συνθηκών, έδωσε ελευθερία στην έκφραση και τόνισε την έννοια του σεβασμού. Γιατί όμως κάτι που ήρθε για καλό, μπορεί να καταντήσει ασφυκτικό, αν δεν το έχει ήδη κάνει;
Μην ξεχνάμε ότι η ελευθερία μας ξεκινά εκεί που τελειώνει η ελευθερία του άλλου. Άρα τα όρια αυτής της ελευθερίας είναι πάντα δυσδιάκριτα. Και μπορεί στην καθημερινή γλώσσα, ο σεβασμός να είναι πιο απαραίτητος από ποτέ, όμως τι γίνεται όταν μιλάμε για ένα έργο τέχνης;
Μαζί με το political correct, άρχισαν να εμφανίζονται «μπιπ» ή σπάνιες αναπαραγωγές ταινιών, μόνο και μόνο γιατί περιέχουν –είτε δομικά είτε ανά σημεία– στοιχεία ενάντια στο νέο σύστημα αξιών που δημιουργείται. Για να δημιουργηθεί όμως κάτι νέο, δεν πρέπει να υπάρχει ως ένα βαθμό σεβασμός στο παλιό;
Κάθε έργο τέχνης δίνει στοιχεία όχι μόνο της εποχής που παρουσιάζει, αλλά και της εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας δημιουργείται. Γιατί μπορεί μια ταινία, για παράδειγμα, να αναφέρεται σε πρωθύστερη ή μεταγενέστερη εποχή, όμως τα μέσα, η αισθητική, τα ήθη και τα έθιμα του εκάστοτε παρόντος περνούν έστω και υποσυνείδητα μέσα στην ταινία. Αυτά τα ήθη και έθιμα θα περάσουν στη λήθη; Πόσο δικαιωματικό ή προχωρημένο είναι να επεμβαίνεις στην –ήδη υπάρχουσα– τέχνη;
Και αυτό μας οδηγεί σε επόμενα ερωτήματα. Πόσα όρια θα βάλουμε στην τέχνη που εξ’ ορισμού διακρίνεται από ελευθερία (η οποία ελευθερία πρέπει και πάλι να έχει όρια); Σήμερα, αναδύονται πολλά φαινόμενα που σχετίζονται με την επέλαση του political correct. Στο Hollywood έχει μειωθεί κατά μεγάλο ποσοστό η παραγωγή κωμωδιών προς αποφυγή αρνητικών σχολίων, ενώ ακόμη και τα βιβλία αρχίζουν να «χτενίζονται» για να ταιριάξουν στα νέα πράγματα.
Το είπα, το στηρίζω, το εννοώ, επιμένω. Η αλλαγή προς μια κοινωνία με μεγαλύτερο σεβασμό και ανθρωπιά επιβάλλεται. Μην φτάσει όμως αυτή η αλλαγή να γίνει ακόμη πιο καταπιεστική από το παλαιότερο σύστημα που έθιγε προσωπικότητες, φύλα, εθνότητες και κάθε τι διαφορετικό.
Λάτρης των παλιού, ελληνικού κινηματογράφου, νοσταλγός της καλτίλας που εμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην εναλλαγή καναλιών, αφιερώνω τις παρακάτω γραμμές στον ελληνικό κινηματογράφο. Θα μπορούσαν οι ταινίες αυτές να γυριστούν σήμερα; Μάλλον όχι. Μας επηρεάζουν ακόμη ή αποτελούν ένα απολίθωμα που όμως αξίζει να διατηρηθεί; Θα περάσουν στη λήθη της λόγω μη προοδευτικότητας και political un-correct; Ήταν λίγο ρατσιστικές; Ίσως. Διατηρούν όμως ακόμη ίχνη αθωότητας. Ακόμη κι αν, κατά τη διάρκειά τους, ακούγονται ατάκες που οι σημερινοί ηθοποιοί θα αρνούνταν να πουν.
Υ.Γ. Και μην ξεχνάμε ότι κάποιες παραήταν και προοδευτικές για την εποχή τους. Αλλά αυτό, σε άλλο αφιέρωμα…
Σεκάνς που ταξιδεύουν στο χρόνο
Οι φυλές της Αφρικής
Τρεις ταινίες θα αναφέρω μόνο και θα καταλάβετε: «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη», «Μην είδατε τον Παναή;», «Τον Αράπη κι αν τον Πλένεις το Σαπούνι σου Χαλάς». Ας τις πιάσουμε με τη σειρά. Στην ταινία νο1, ο Κωσταντάρας γυρνάει από τη ζέστη και φέρνει μαζί του έναν μαύρο υπηρέτη. Στην αρχή τον φοβούνται, γίνονται διάφορα «αστειάκια» του τύπου ότι δεν φαίνεται το βράδυ, ενώ πολλές φορές ακούμε τον Κωσταντάρα να τον αποκαλεί «σκυλάραπα», με γλυκό τρόπο βέβαια. Στη δεύτερη ταινία, δεν μας νοιάζει η υπόθεση, αλλά το γεγονός ότι ο Βέγγος μόλις κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, τρόμαξε και είπε το κλασικό «Αμάν, ο Καζαμπούμπου», ενώ στην τρίτη ο Βουτσάς βάφεται μαύρος για να τον πάρουν οι εφοπλιστές για υπηρέτη και να βγάλει χρήματα. Εκτός του ότι δεν υπήρχαν μαύροι ηθοποιοί –και σήμερα υπάρχουν λίγοι μαύροι ηθοποιοί στην Ελλάδα– στις ταινίες βλέπουμε καθαρά την αντιμετώπιση. Όμως… μετά τον αρχικό φόβο, οι «σκυλάραπες» του ελληνικού κινηματογράφου είναι καλόκαρδοι. Κι ας μένουν πάντα «υπό».
Οι «Φίφηδες»
O ομοφυλόφιλος παρουσιάζεται ως καρικατούρα, ενώ δεν έρχεται στο μυαλό μου καμία ομοφυλόφιλη γυναίκα σε ελληνική ταινία. Όμως, ο θηλυπρεπής «Φίφης» έχει μείνει χαραγμένος στη μνήμη μας, που έχει έναν δίδυμο αδερφό πολύ κανονικό και straight. Από τη μία πλευρά, είναι προοδευτική για την εποχή της, αφού παρουσιάζει μια πλευρά της κοινωνίας που προσπαθούσε να κρυφτεί. Όμως, η καρικατούρα του gay δεν λείπει ως δεύτερος ρόλος από άλλες ταινίες. Χαρακτηριστική σκηνή είναι ο Vangel Papado (Χρόνης Εξαρχάκος-«Μια κυρία στα μπουζούκια») που μαθαίνει στη Ζωή Λάσκαρη πώς να περπατάει στην πασαρέλα ή ο ίδιος ηθοποιός στην «Παριζιάνα», αφού κάθε σωστή μοδίστρα έπρεπε να έχει μαζί της έναν γκέι (κι ας το έκανε στα ψέματα). Άλλη φιγούρα, ο Θύμιος Καρακατσάνης στην ταινία «Το πιο λαμπρό αστέρι» όπου έφτιαχνε το image της Βουγιουκλάκη, για τη φωνή της οποίας είχε παραληρήσει όλη η Αθήνα. Και μην ξεχνάμε τα «Κόκκινα Φανάρια» που παρουσίαζε επίσης αυτή τη φιγούρα της νύχτας. Για την ιστορία, περισσότεροι γκέι χαρακτήρες άρχισαν να εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 προς αρχές της δεκαετίας του ‘80, με τον λιγότερο εμπορικό κινηματογράφο να έχει κάνει μία δειλή αρχή το 1971.
Η θέση της γυναίκας
Εδώ, έχουμε να πούμε πάρα πολλά. Ναι, μία τέτοια ταινία δεν θα ξαναγυριστεί ποτέ, καθώς έχει αλλάξει η θέση της γυναίκας στην κοινωνία· οπότε, πράγματι, οι ελληνικές ταινίες θα μείνουν να θυμίζουν πώς ήταν τα πράγματα κάποτε. Χιλιάδες στερεότυπα μεταξύ των οποίων η ηλικία, η προίκα, η υποχρέωση παντρειάς με αυτόν που θέλει ο πατέρας, η σπίλωση της τιμής, το γεγονός ότι πρέπει πρώτα να παντρευτεί η αδερφή και μετά ο αδερφός και ένα σωρό άλλα. Για μένα, από τις χειρότερες ταινίες σχετικά με τη θέση της γυναίκας: «Δεσποινίς ετών 39» με αγγελία για προξενιό, αφού η Μήτση Κωσταντάρα είχε περάσει την επιτρεπτή ηλικία γάμου, «Το ανθρωπάκι», όπου η Μάρθα Καραγιάννη αποτυγχάνει να κάνει καριέρα και επιστρέφει στον άντρα της, το «Είμαστε στον αέρα» με έναν τραγικό μονόλογο της Βλαχοπούλου, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ κλαίει γιατί κανένας άντρας δεν τη θέλει. Μέσα σε όλα αυτά, ξεπηδούν πολλοί τύποι γυναικών όπως η πτωχή πλην τίμια, αυτή που παντρεύεται για τα λεφτά, η πλούσια που είναι κάπως πιο ελευθέρων ηθών κ.λπ. Όμως, πράγματι και εδώ βλέπουμε πολλές φορές τις εξαιρέσεις. Η Μαίρη Χρονοπούλου μπορεί να ήταν πλούσια και να είχε στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο το μπεγλέρι, έδωσε όμως χώρο στον νεαρό έρωτά της (Φαίδων Γεωργίτση) να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του, πάλι στο «Μια κυρία στα μπουζούκια».
Οι χίπηδες και η νεολαία
Γενικά το προοδευτικό αντιμετωπιζόταν με μία κοροϊδία. Από τον Τσιβιλίκα στη «Θεία μου τη χίπισσα», ο οποίος παρουσιαζόταν ως ένα περίεργο ον που περπατούσε μονίμως ξυπόλητο, μέχρι την Κατερίνα Γώγου σε διάφορες ταινίες (π.χ. «Μια τρελή τρελή οικογένεια», «Ο τρελός τα είχε 400») που αντιμετωπιζόταν ως η μικρή τρελούτσικη νεαρή, βλέπουμε ότι η κοινωνική εξέλιξη ήταν εμμέσως κατακριτέα. Οτιδήποτε εκτός της αγίας ελληνικής οικογένειας χαρακτηριζόταν από ελαφράδα, από το «άμυαλο». Παίρνοντας ως παράδειγμα τις συγκεκριμένες ταινίες πάντως, βλέπουμε ότι η Κατερίνα Γώγου επέστρεφε στα παλιά ήθη και έθιμα μετά την τρέλα της νεότητας, όμως ο Τσιβιλίκας παρέμεινε στο «για πάντα» της ταινίας, παιδί των λουλουδιών. Και να θυμίσουμε ότι η τελευταία γυρίστηκε εν μέσω Χούντας.
Οι υπέρβαροι
Σιγά μην έλειπε το βάρος από το κέντρο της κωμωδίας. Και μάλιστα, ήταν και αυτονόητη η κοροϊδευτική αντιμετώπιση. Κλασικό παράδειγμα; «Σούζι, τρως. Και ψεύδεσαι και τρως», μια ατάκα που έχει μείνει στην ιστορία, αν και το πλαίσιο στο οποίο ειπώθηκε ήταν για να εξιστορηθούν τα πάθη της μοδίστρας. Όμως… μια ολόκληρη σκηνή έως και τραγούδι σε μία από τις πιο αγαπημένες ταινίες είναι αφιερωμένη στο δούλεμα μιας τσουπωτής: «Η νεράιδα και το παλικάρι» ή αλλιώς Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες. Όταν ο κούκλος Παπαμιχαήλ αρραβωνιάζεται τη «Λενιώ» –κατά κόσμον Ευαγγελία Σαμιωτάκη– όλοι την κοιτούν περιφρονητικά. Εκείνη δηλώνει ότι «τρώει πολύ για να είναι αεράτη» και η Βουγιουκλάκη ντυμένη Σήφης στα αρραβωνιάσματα τραγουδάει: «Τέτοιες γυναίκες, σαν κι αυτή, τις παν’ στα γόνικά τους,
για σκιάχτρα τις εβάζουνε στ’ αμπελοχώραφά τους…»
Το ξύλο
Το τι ξύλο έχει πέσει, το θυμόμαστε πολύ καλά. Και περνούσε και ως φυσιολογικό. Ο βασιλιάς της καρπαζιάς ήταν φυσικά ο Αλέκος Τζανετάκος, στον οποίο ο κόσμος είχε δώσει το παρατσούκλι «Ο καρπαζοεισπράκτορας» και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι οι καρπαζιές ήταν αληθινές. «Πατέρα, κάτσε φρόνιμα» ή «Κορίτσια για φίλημα», ο Κωσταντάρας ή ο Βουτσάς έριχναν στο ψαχνό. Και με όλο αυτό, ο Τζανετάκος έκανε καριέρα. Στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», το ίδιο το ξύλο αντιμετωπίζεται ως το μόνο τρόπο να συνετιστούν οι κόρες πλουσίων στο σχολείο. Μόλις έπεσαν οι σφαλιάρες, τα κορίτσια σταμάτησαν τις αταξίες και άρχισαν το διάβασμα. Στην ταινία «Το πιο λαμπρό αστέρι», ο Παπαμιχαήλ χαστουκίζει τη θρασύτατη Αλίκη και τη ρωτάει «Σ’ άρεσε;» Εκείνη απαντάει «πολύ» και το αμέσως επόμενο πλάνο είναι το φιλί τους που της άρεσε ακόμη «πιο πολύ». Μια ολόκληρη κοινωνία το έβρισκε αστείο ή συνηθισμένο. Υπάρχει όμως και η άλλη ιστορία… Μπορεί να έγραψαν ιστορία ως κινηματογραφικό δίδυμο στην ταινία «Ο Ηλίας του 16ου», ωστόσο αυτό το φιλμ στάθηκε αφορμή και αιτία για να μην ξαναμιλήσουν ποτέ ο Θανάσης Βέγγος και ο Κώστας Χατζηχρήστος. Ο λόγος; Ότι ο Βέγγος δεν ήξερε ότι θα φάει πραγματικά χαστούκια.
Το κουσούρι
Κεκέδες και αλλήθωροι έχουν παρελάσει από τη μεγάλη οθόνη και έχουν προκαλέσει άπειρο γέλιο. Ποιος θα ξεχάσει τον «Γύλο» ή αλλιώς τον «Σπανοβαγγελοδημήτρη Νικόλαο του Νικόλα» –κατά κόσμον Βασίλη Αυλωνίτη– που αλλού μιλούσε και αλλού κοιτούσε στη «Σωφερίνα»; Ενώ ο κλασικός «κεκές» Μάκης Δεμίρης σε πολλές ταινίες έχει κάνει την εμφάνισή του και όχι μόνο τον κοροϊδεύουν, αλλά εκνευρίζονται κιόλας μαζί του! Γενικά, πολλοί κλασικοί τύποι κωμωδίας χαρακτηρίζονται από ένα κουσούρι. Ο κοντός Νίκος Ρίζος, η άσχημη Γεωργία Βασιλειάδου, η παράξενη Σαπφώ Νοταρά. Όλοι τους υπέμεναν ένα αντίστοιχο bullying και μάλιστα, έβγαζαν χρήματα από αυτό!