Ό,τι απέμεινε από μια όμορφη ζωή φορτώθηκε στο τρίκυκλο.
Πρώτα η σερβάντα με τη λεπτοδουλεμένη μαρκετερί, ύστερα οι δυο βελούδινες πολυθρόνες και τελευταίος ο πολυέλαιος της σάλας — με δυσκολία και βλαστημώντας τον ξερίζωσε ο παλιατζής από τη ροζέτα του ταβανιού. Προσπάθησε να πάρει και τις απλίκες, αλλά με τις άγαρμπες κινήσεις του έσπασαν και τις άφησε να χάσκουν ξεχαρβαλωμένες κι απορημένες για την κατάντια τους. Κάποτε, παρέα με τον πολυέλαιο, γνώρισαν μεγάλες δόξες, φωτίζοντας γιορτές, γενέθλια και αρραβώνες. Οι καλεσμένοι θαύμαζαν τα κρυσταλλάκια που λαμπύριζαν κι έκαναν έναν μελωδικό ήχο, όταν φυσούσε αέρας από το ανοιχτό παράθυρο.
«Τασία! πρόσεχε μην γρατζουνίσεις τα κρύσταλλα», φώναζε η κυρία του σπιτιού στην υπηρεσία κάθε φορά που τον καθάριζε. Περασμένα μεγαλεία! Τώρα ο καημένος ο πολυέλαιος, στην καρότσα του παλιατζή σαν ξεπεσμένος αριστοκράτης, σκονισμένος, ανάμεσα σε παλιοσίδερα, άδεια δοχεία φέτας κι έναν σκουριασμένο θερμοσίφωνα.
Σε λίγο θα έρθουν για την κατεδάφιση, όλα θα γίνουν ένας σωρός από χώμα, ύστερα θα σκάψουν τα θεμέλια και σε λίγους μήνες μια νέα πολυκατοικία θα χτιστεί στην ίδια θέση. Μια πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα, που δεν χωρούν ξύλινες τετράφυλλες ντουλάπες με οβάλ καθρέφτες ούτε και σερβάντες που έχουν στα συρτάρια τους άσπρα κεντημένα τραπεζομάντηλα. Μια πολυκατοικία που στα σαλόνια της θα κάθονται άνθρωποι και θα ξεφυλλίζουν περιοδικά με φωτογραφίες παλαιών σπιτιών λέγοντας: Τι κρίμα που τα γκρέμισαν!
*γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου | [email protected]