Το έργο του ουκρανικής καταγωγής θεατρικού συγγραφέα και μυθιστοριογράφου Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (Мико́ла Васи́льович Го́голь) με τίτλο “Το Ημερολόγιο Ενός Τρελού” σκηνοθετεί στο Θέατρο Επί Κολωνώ ο Κωνσταντίνος Πασσάς.
Το κείμενο ανήκει στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Αραβουργήματα” που γράφτηκαν το 1835 και είναι το μόνο του συγγραφέα γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, τονίζοντας την ανάγκη του να βιώσει ο αναγνώστης την πλήρη ψυχική αποδιοργάνωση του ήρωα με αμεσότητα και όχι μέσα από διήγηση ή περιγραφή ενός τρίτου (εξωτερικού) προσώπου. Η ιστορία βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό σε άρθρα εφημερίδων της εποχής για τους ψυχικά ασθενείς που νοσηλεύονταν σε άσυλα. Ο Αξέντι Ιβάνοβιτς Ποπρίτσιν είναι ένας κατώτερος δημόσιος υπάλληλος και μια μοναχική ψυχή που, όπως όλοι, έχει τις ανασφάλειες, τις φοβίες και τα αδιέξοδά του. Η ζωή του έχει προσφέρει κάποιες χαρές, αλλά αυτός μοιάζει ανικανοποίητος και θέλει να μιλήσει για όλα αυτά που συλλαμβάνει, σκέφτεται και νιώθει, αλλά δεν έχει πργματοποιήσει. Κρατά σημειώσεις σε ένα ημερολόγιο και μέσα από τις σελίδες του αυτές ξαναζεί τις στιγμές και κατακλύζεται από σκέψεις και συναισθήματα. Η συμπεριφορά του άλλοτε μοιάζει φυσιολογική και άλλοτε κινείται στα όρια του παραλογισμού και παραδίδεται στις ταραγμένες πτυχές της ψυχοσύνθεσής του. Τη μετάφραση και τη διασκευή του έργου επιμελήθηκε η ομάδα GAFF και έφερε το κείμενο σε μια σύγχρονη εκδοχή που αφορά τους πάντες με γλώσσα στρωτή και κατανοητή και κρατώντας ατόφιο το νοηματικό πυρήνα του.
Ο Κωνσταντίνος Πασσάς σκηνοθετεί το εγχείρημα δίνοντας έμφαση στο λόγο και τη ρεαλιστική του χροιά και αποδομώντας βήμα βήμα την ψυχοσύνθεση του ήρωα σε σχέση με την ίδια του την ύπαρξη και την κοινωνική του θέση. Ο Ποπρίτσιν θυμάται τα όνειρα, τις προσδοκίες, τους έρωτες και πενθεί για τα περισσότερα που έμειναν απραγματοποίητα ισορροπώντας μεταξύ της λογικής και της παράνοιας, ακολουθώντας τελικά το μονοπάτι μιας λυτρωτικής τρέλας, σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση που διερευνά την αιτιότητα αυτού του απραγματοποίητου. Μιλά στον εαυτό του, αλλά συχνά είχα την αίσθηση πως ήταν σαν να είχε φιλτράρει θραύσματα του ψυχισμού του θεατή. Άλλωστε μιλώντας για εγκλεισμό, κοινωνική καταπίεση, ψυχαναγκασμό από το περιβάλλον του και τη σχεδόν αποστειρωμένη καθημερινότητά του, άπτεται μιας πραγματικότητας που όλοι βιώσαμε και βιώνουμε έστω και σε διαφορετικές εκφάνσεις της. Η επανάληψη κάποιων λεκτικών μοτίβων και κάποιων φράσεων μπορεί σε κάποιες στιγμές να ήταν αχρείαστη, αλλά είχε αναφορές στην εμμονικότητα του ήρωα και δεν επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα. Η πορεία του Ποπρίτσιν έχει κλιμακώσεις, εντάσεις και διαβαθμίσεις, οι οποίες καθρεφτίζουν τη διαταραχή του ψυχικού του κόσμου, τον οποίο παρακολουθούμε από την κλειδαρότρυπα του λόγου του. Ο ρυθμός έχει ελάχιστες ασάφειες και άλλοτε χειμαρρώδης και με έντονη κίνηση και άλλοτε με εύγλωττες (σχεδόν εκκωφαντικές) σιωπές κρατά αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι την λυτρωτική τελική πλήρη αποδόμηση του διαταραγμένου εαυτού του. Το πικρό χιούμορ είναι πάντα παρόν, ένας δημιουργικός αυτοσαρκασμός ενός μοναχικού εγώ.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στο ρόλο του Ποπρίτσιν αποτυπώνει μεθοδικά και με συνέπεια την πορεία του χαρακτήρα του προς την τρέλα. Λιτός και ουσιαστικός χρησιμοποιεί το σύνολο των εκφραστικών του μέσων και δείχνει απόλυτα συγκεντρωμένος στην εύθραυστη προσωπικότητα που ερμηνεύει. Δεν είναι φλύαρος, αποφεύγει τα στερεότυπα ενός εύκολου εντυπωσιασμού και επικοινωνεί στο θεατή την ουσία του έργου με αμεσότητα και διαύγεια. Εκφράζει όλη την γκάμα των συναισθημάτων του ήρωά του και τα αποτυπώνει στις εκφράσεις και τις κινήσεις του. Χειρίζεται τη διαταραχή του με άνεση και την κάνει όχημα έκφρασης σκέψεων, αλλά και μιας υπόκωφης κριτικής στα κοινωνικά στερεότυπα και τους ακολούθους τους. Καταφέρνει ο ήρωάς του να έχει υπόσταση και να αφήνει μια έντονα γλυκόπικρη επίγευση στην κορύφωση του εσωτερικού του δράματος και αυτό να φαίνεται οικείο και προσιτό στο θεατή.
Το σκηνικό που γεμίζει τον άδειο χώρο είναι μια πολυμορφική και πολυλειτουργική τρίφυλλη ντουλάπα, η οποία αποτελεί σπίτι, καταφύγιο, φυλακή, αλλά και ορμητήριο του Ποπρίτσιν. Είναι η μονότονη καθημερινότητά του, αλλά και όχημα της αποδόμησης της ίδιας του της μοναξιάς. Η ιδέα του σκηνικού αυτού ανήκει στη Σοφία Καραγιάννη και η εκτέλεσή της στον Κώστα Αβραμιώτη. Τα κοστούμια επιμελήθηκε η ομάδα GAFF, είναι απλά και καθημερινά και δεν αποσπούν την προσοχή του θεατή. Τη μουσική επιμέλεια ανέλαβε ο σκηνοθέτης, ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εστιάζουν σωστά στον ήρωα και συντελούν στη δημιουργία μιας υποφωτισμένης και ελαφρώς κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Επί Κολωνώ, παρακολούθησα μια σύγχρονη εκδοχή ενός κλασσικού έργου που κράτησε την ουσία του και ανέδειξε τη διαχρονικότητα των νοημάτων του. Η σκηνοθετική προσέγγιση ακολούθησε τη ρεαλιστική γραφή, ισορρόπησε μεταξύ λογικής και παράνοιας και δούλεψε με επιμέλεια στη σωστή αποτύπωση του δαιδαλώδους ψυχισμού του ήρωα. Η ερμηνεία στιβαρή, συνεπής, αλλά ταυτόχρονα λιτή και εκφραστική αποτελεί έναν καθρέφτη της γλυκόπικρης καθημερινότητας που όλοι βιώνουμε.