Το έργο του με τίτλο “Το Αίνιγμα του Χαμένου Θεού” σκηνοθετεί ο Χριστόφορος Χριστοφής.
Αυτό τοποθετείται χρονικά στο τελευταίο διάστημα της ζωής του Μακεδόνα στρατηλάτη Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα, μια περίοδος σκοτεινή, εσωστρεφής και μάλλον μοναχική, που ρίχνει την αυλαία της πολυκύμαντης ζωής της σπουδαίας αυτής προσωπικότητας. Ο θάνατος του αδελφικού του φίλου και συνοδοιπόρου Ηφαιστίωνα, ο χαμός του έμπιστου Κλείτου πάνω σε καυγά, το τέλος του αγέρωχου αλόγου του, του Βουκεφάλα, σωρεύονται και του δημιουργούν μια συνθήκη ενός δύσκολα διαχειρίσιμου πένθους και τον αποπροσανατολίζουν, ενώ η απαίτησή του από το στράτευμα και τους οικείους του να τον προσκυνούν ως Θεό, φαντάζουν ανοίκεια και φαύλα στη νέα γενιά των Ελλήνων οπότε έρχονται σε σύγκρουση μαζί του (Συνωμοσία των Παίδων). Μία εκφυλιστική ατμόσφαιρα πλανάται και η αντίδραση του Αλέξανδρου δεν είναι πάντοτε η δέουσα, επηρεασμένη προφανώς από τη μοναξιά και την αδράνεια στην οποία έχει περιπέσει και κάποιες υποψίες και εμμονές που τον στοιχειώνουν, ότι το περιβάλλον του προσπαθεί να τον βλάψει ή να τον εξοντώσει. Ο νους θολωμένος, μπερδεμένος και ενίοτε ανίκανος να πάρει σωστές αποφάσεις, ξεσπά επί δικαίων και αδίκων, μεταξύ αυτών και στον Καλλισθένη, ανιψιό του αγαπημένου του δασκάλου Αριστοτέλη. Χρησιμοποιώντας υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει και να φωτίσει διαχρονικά θέματα και αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, στην ακμή και την παρακμή της. Ο Πτολεμαίος, σύντροφος και ίσως ο ισχυρότερος από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσπαθεί να αποτυπώσει και να χαράξει ένα μέλλον για την αυτοκρατορία και να κρατήσει τις ισορροπίες μέσα σε αυτήν για να μην καταρρεύσει. Η Θαΐδα, μια εταίρα που ακολούθησε τον στρατηλάτη σε ολόκληρη την πορεία του, ερωμένη του Πτολεμαίου, του οποίου το τέκνο έχει στα σπλάχνα της, θέλει να εξασφαλίσει το καλύτερο δυνατό αύριο. Ο Καλλισθένης συμμετείχε στη Συνωμοσία των Παίδων και γι’ αυτή του τη συμμετοχή λοιδορείται και βασανίζεται χωρίς έλεος. Ο Πύρρων, ο φιλόσοφος από την Ηλεία, επιχειρεί να συστήσει και να μυήσει τους γύρω του σε ένα νέο τρόπο σκέψης, πιο ρεαλιστικό και ανθρωποκεντρικό. Τέλος, ο Λύκων, ο ηθοποιός από τη Θήβα, είναι παρών για να διασκεδάσει τους πρωταγωνιστές και να διατηρήσει κατά το δυνατόν τις ούτως ή άλλως εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ τους.
Ο Χριστόφορος Χριστοφής σκηνοθετεί την παράσταση σαν ένα θεατρικοποιημένο αναλόγιο, έχοντας δημιουργήσει σαφείς και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες και προσπαθώντας να διερευνήσει τα μύχια της σκέψης και της ψυχοσύνθεσής τους. Η αρχή της έχει έντονη αυτή τη μορφή του αναλογίου, αλλά στη ροή της λαμβάνει τη μορφή μιας κανονικής θεατρικής δουλειάς. Μέχρι το τέλος η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο λαμβάνει και πάλι χώρα, κάτι που έχει ως συνέπεια να είναι λίγο ασαφής η σκηνοθετική πρόθεση και να αφήνει κενά ως προς τη συνέχειά της. Τα συναισθήματα και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων είναι σαφείς και καθαρές, ενώ συχνά η ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και φιλοσοφικού λόγου είναι δυναμική, αναδεικνύοντας τις προσωπικές (παράλληλες) ιστορίες τους. Το παρόν προσπαθεί να χαράξει και να προοικονομήσει το μέλλον, ψήγματα του οποίου γίνονται αισθητά εν τη ρύμη του λόγου, ένα τέλος που πλησιάζει, δείχνει αναπόφευκτο και αφήνει ερωτηματικά για την αβέβαιη συνέχεια. Κάποια εγγενής φλυαρία δεν αποφεύγεται και κάποιες εναλλαγές στις σκηνές άφησαν κενά, αλλά αυτό δεν μειώνει τη γενικότερη καλή αίσθηση που αποκομίζει ο θεατής από την παράσταση, από την οποία αντλεί γνώση, αλλά και δημιουργικό προβληματισμό.
Ο Βασίλης Αθανασόπουλος είναι ένας στιβαρός και συγκεντρωμένος Πτολεμαίος που αποφεύγει τόσο τις λεκτικές όσο και τις κινητικές υπερβολές και σκιαγραφεί έναν εν δυνάμει ηγεμόνα που γνωρίζει ότι το μέλλον του επιφυλάσσει έναν σημαντικό ρόλο. Η Βερόνικα Αργέντζη δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα Θαΐδα, της οποίας η γυναικεία φύση είναι ισχυρή, γνωρίζει τη δύναμή της, αλλά δεν αποκρύπτει και μια (πιο συγκαλυμμένη) ευαισθησία και αγωνία για το μέλλον της. Ο Γιάννης Λασπιάς ως Πύρρων είχε την αναγκαία σκηνική άνεση, αλλά και ευφράδεια λόγου για να πείσει ως φιλόσοφος με σκέψη αιχμηρή. λόγο ενίοτε συμβιβαστικό και αυξημένη κριτική ικανότητα. Ο Γιώργος Μπένος στο ρόλο του ταλαιπωρημένου Καλλισθένη είχε εξαιρετική εκφραστικότητα όσον αφορά το βλέμμα και την κίνησή του, αν και ορισμένες φορές ο λόγος του δεν είχε το σθένος και την ένταση που χρειαζόταν. Ο Δημήτρης Μαύρος παίζοντας τον ηθοποιό Λύκωνα, ισορρόπησε ιδανικά το κωμικό και το τραγικό στοιχείο του χαρακτήρα του με τη χροιά της φωνής του να είναι ενίοτε σαγηνευτική. Στη σκηνή βρίσκεται και ο αρπίστας Θοδωρής Ματούλας ο οποίος συνοδεύει το λόγο με τις νότες του.
Το σκηνικό του Κώστα Ζωγραφόπουλου υποστήριξε την αναλογιακή μορφή της παράστασης, αλλά σε κάποιες άλλες σκηνές ο χώρος έμοιαζε να είναι γυμνός και ανεκμετάλλευτος. Τα κοστούμια της Εριέττας Βορδώνη υποστήριξαν εύστοχα την ιδιαιτερότητα του κάθε ρόλου και τον έντυσαν ανάλογα. Η μουσική του Νίκου Ξανθούλη στάθηκε πολύτιμος αρωγός του λόγου, ενώ οι φωτισμοί του Μανώλη Μπράτση προτίμησαν κάποια γενικά πλάνα και δεν εστίασαν πάντοτε καίρια στον κάθε ηθοποιό.
Συμπερασματικά, παρακολούθησα μια παράσταση ενός ενδιαφέροντος κειμένου που προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ αναλογίου και κανονικής θεατρικής ροής, όχι πάντοτε επιτυχημένα, αλλά κατάφερε να δώσει σαφείς και ευδιάκριτους χαρακτήρες καθώς και την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του καθενός από αυτούς. Κάποιες αδυναμίες στο ρυθμό δεν επισκίασαν το θετικό τελικό πρόσημο της δουλειάς αυτής, στην οποία ήταν εμφανή τόσο το ατομικό ταλέντο των ηθοποιών που συμμετείχαν, όσο και η πολύ καλή σκηνική τους συνεργασία.