Μία κουβέντα με τον Βασίλη Λέκκα με αφορμή τη συναυλία του με τον Νίκο Σπάθα προς τιμήν του Γιάννη Σπάθα και των Socrates Drank the Conium.
Να πω ότι ένα μικρό άγχος για αυτή τη συνέντευξη το είχα. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Ίσως έφταιγε η δυναμική παρουσία του Βασίλη επί σκηνής; Ίσως το «βάρος» της επερχόμενης συναυλίας που καταλαβαίνω ότι θα κουβαλάει μεγάλη συναισθηματική φόρτιση;
Με το που έφτασε όμως ο Βασίλης και συστηθήκαμε πέρασαν όλα διά μαγείας. Ήταν ο οικείος αέρας του; Η ωραία χειραψία; Το ειλικρινές χαμόγελό του; Είχα κι έτοιμη την πρώτη μου ατάκα καθώς αλίευσα από το διαδίκτυο ότι είναι από ένα χωριό των Σερρών οπότε του είπα εξαρχής ότι είμαστε κοντοχωριανοί. «Ξέρεις ότι στις Σέρρες δεν έχω πάει ποτέ να κάνω μία δική μου συναυλία;», μου είπε και του απάντησα ότι ελπίζω να συμβεί σύντομα και να κάνουμε και τότε ακόμη μία συνέντευξη με αφορμή την αργοπορημένη συναυλία στην πατρίδα. Οι Σέρρες, λοιπόν, έδειξαν τις μαγικές συνδετικές τους ιδιότητες και ξεκίνησε η όμορφη κουβέντα μας πασπαλισμένη με δυναμισμό, πάθος, πολλά γέλια και τρυφερότητα για τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα ζητήματα ζωής και τέχνης.
Γεννήθηκες στις Σέρρες λοιπόν. Πόσο έμεινες εκεί και τι θυμάσαι;
Από το χωριό μου έφυγα στη μέση της δεύτερης τάξης του δημοτικού. Ήτανε κάποιες συνθήκες που μας ανάγκασαν να φύγουμε, άρα ό,τι αναμνήσεις έχω είναι η εικόνα του χωριού από πολύ μικρή ηλικία – βέβαια το επισκέπτομαι ακόμα, αλλά αραιά. Αυτά τα καμποχώρια των Σερρών, τα προσφυγοχώρια… οι παππούδες ήτανε πρόσφυγες, οι γονείς γεννήθηκαν εκεί κι εγώ γεννήθηκα στο Μητρούσι. Η Κουμαριά είναι το χωριό που ξεκίνησα το σχολείο. Εκεί έζησα, είναι του πατέρα μου το χωριό. Και από κει φύγαμε για Θεσσαλονίκη. Αλλά ήταν λίγο βίαιη η αναχώρησή μας αυτή. Συνέβη για λόγους υγείας ενός μέλους της οικογένειας που δε γινόταν να το διαχειριστούμε από το χωριό και έπρεπε να μετακομίσουμε μόνιμα στην πόλη. Αυτό ήταν λίγο σοκ για μένα. Το ότι δεν μπορούσα να βγω έξω απ’ την πόρτα, δεν ήξερα κανέναν. Άλλη εικόνα τελείως απ’ όσα γνώριζα, οι πολυκατοικίες, οι μεγάλοι δρόμοι. Απομονώθηκα και μάλλον να ενισχύθηκε το προσωπικό μου παραμύθι μέσω της μουσικής, να ήταν η διέξοδός μου. Αυτές οι συνθήκες ίσως να με διαμορφώσανε. Βέβαια το ήξερα από μικρός ότι θα ασχοληθώ με τη μουσική.
Πως; Τι ρόλο είχε η μουσική στη ζωή σου;
Θυμάμαι ακούσματα από την Κουμαριά. Ένα τζουκ μποξ, ένα ηλεκτρόφωνο όπως το λέγαμε τότε εμείς, καθόρισε τη σκέψη μου. Αλλά έπαιξε ρόλο και η εμπειρία μου όταν τραγούδησα σε σχολική γιορτή το «Χορό του Ζαλόγγου», πρώτη φορά είχα ακροατήριο και αισθάνθηκα ότι έκανα την πρώτη μου συναυλία.
Και όντως την έκανες… (γελάμε)
Είχα νιώσει μία συγκίνηση, ένα περίεργο πράγμα, και ότι αυτό που κάνω είναι κάτι σημαντικό για μένα. Κόλλησε στο μυαλό μου μετά. Αποστήθιζα και πολύ εύκολα τους στίχους των τραγουδιών απ’ το τζουκ μποξ. Υπήρχαν και τα ακούσματα των χωριανών εκεί που κάνανε τα γλέντια τους και είχανε πολύ επαφή με το παραδοσιακό τραγούδι και το λαϊκό τραγούδι. Θυμάμαι τότε έψαχνα, έβρισκα μια δραχμή, πήγαινα, την έβαζα, άκουγα το τραγούδι, μετά ξανά μέχρι να το μάθω. Έτσι ήτανε το ξεκίνημα. Μετά, Θεσσαλονίκη πλέον, ήταν αναπόφευκτο. Προχωράω μια μέρα στο δρόμο και βλέπω μία μουσική σχολή, τι είναι η μουσική σχολή, ιδέα δεν είχα. Κάτι μου άρεσε όμως. Και μετά από λίγο καιρό ο πατέρας μου με έγραψε στη σχολή. Πολύ γρήγορα βρέθηκα με μουσικούς, αρχίσαμε να παίζουμε από δω κι από κει, όπου μας δινόταν η ευκαιρία. Και ξαφνικά στα δεκατέσσερά μου ήρθε ο Ζαμπέτας. Και το ένα έφερε το άλλο. Μέχρι την εφηβεία μου στη Θεσσαλονίκη είχα δουλέψει και με τη Τζένη Βάνου. Και μάλιστα ανακάλυψα πρόσφατα κάποιες φωτογραφίες, σκαλίζοντας μία βιβλιοθήκη της μητέρας μου, οι οποίες δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Κι έτσι έπεσα πάνω σ’ εμένα και στην υπέροχη Τζένη Βάνου.
Τώρα μιλάμε για τη δεκαετία του ‘70 αν δεν κάνω λάθος. Ήταν πιο εύκολο να γίνουν τότε τέτοιες γνωριμίες ανάμεσα στους καλλιτέχνες;
Δεν ξέρω, Ηλέκτρα. Δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μας οδηγεί στο να συναντήσουμε κάποια πρόσωπα. Μπορεί να είναι η δική σου ενστικτώδης εσωτερική παρόρμηση. Ίσως να είναι μία συγκυρία που έχει φέρει τη γνωριμία με κάποιους ανθρώπους, αλλά πιστεύω ότι αυτό που έκανα από πιτσιρίκι μέχρι και τώρα, το οδηγούσε και το καθόριζε η στάση μου και ο τρόπος που αντιμετωπίζω το τραγούδι.
Έχει ευθύνη ο καλλιτέχνης;
Εγώ ανεβαίνω στη σκηνή και δεν μπορώ να είμαι διεκπεραιωτής. Θέλω αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή να επικοινωνεί με το βαθύ συναίσθημα. Εννοείται ότι κουβαλάμε μία ευθύνη, όλοι έχουμε μία ευθύνη απέναντι στην κοινωνία και την προσφορά, ο καθένας από τον τομέα του. Αλλά το τραγούδι μας κουβαλάει την ταυτότητα και την πορεία αυτού του λαού. Ο λαός αυτός βγήκε στο δρόμο να διαδηλώσει και τραγούδησε τους ποιητές του για να διεκδικήσει ό,τι διεκδίκησε. Το κάνει ακόμα; Το κάνει λιγότερο; Το κάνει πάντως συνεχώς. Το τραγούδι λοιπόν πήρε μία τέτοια μορφή μέσα μου και θεωρώ ότι είναι μία τεράστια υπόθεση. Υπάρχουν ποιητές που ο λόγος τους είναι αφυπνιστικός, προφητικός, δεμένος άρρηκτα με τον τόπο. Υπάρχουν μουσικοί που διέδωσαν τον ήχο ο οποίος πηγάζει από αυτόν τον τόπο. Συνάντησα τέτοια πρόσωπα, πήρα τέτοια κατεύθυνση και αντιλήφθηκα ότι μέσω αυτού που κάνουνε στοχεύουν στο αυτή η χώρα να έχει ισχυρή ταυτότητα μέσω της ευρύτερης έννοιας του πολιτισμού της. Και μη νομίζεις, πάντα εξαιρέσεις το κάνανε αυτό, άνθρωποι που έχουν πραγματικά πολύ μεγάλη συνείδηση για το ό,τι συμβαίνει.
Ζούμε σε μία εποχή που η πολιτική ορθότητα εισβάλει στα ζητήματα της τέχνης. Αξίζει όλο αυτό που συμβαίνει; Δηλαδή αντί να πούμε ας βγει ο καθένας που το επιθυμεί να δημιουργήσει και να κριθεί προφανώς για τη δουλειά του, να πρέπει να υπάρχουν κανόνες εκ των προτέρων οι οποίοι των αυτο-λογοκρίνουν.
Αυτό έχει να κάνει με το κατά πόσο αισθάνεται ο καθένας μας, χωρίς να δίνει λόγο, ότι αυτό που καταθέτει σχετίζεται με βαθιά περιήγηση στον εσωτερικό του κόσμο και ενός βαθύτερου διαλόγου με την κοινωνία. Η πολιτική ορθότητα, όπως και πολλά άλλα, είναι ένα τέχνασμα όχι ακριβώς για να δημιουργήσεις φραγμούς στον καλλιτέχνη ή στον εκφραστή, αλλά μία ρηχή αντιμετώπιση ενός πολύ σύνθετου θέματος. Τέτοιο πλαίσιο που καθορίζει την έκφραση μου, δε με ενδιαφέρει. Όταν ανεβαίνω πάνω στη σκηνή είμαι τόσο εκτεθειμένος και είμαι εκεί με την αλήθεια μου. Ποια είναι η αλήθεια μου; Τι κουβαλάω; Ότι το παρελθόν και το μέλλον αυτού του κόσμου, αυτού του τόπου, με περιέχουν και αυτό περιγράφω μέσα από ένα μουσικό ταξίδι. Ίσως το ότι αναφέρομαι συχνά στην ιστορία και την περιπέτεια αυτού του τόπου να απορρέει από έναν εσωτερικό ήχο που καθορίζει τη σκέψη μου και τη συμπεριφορά μου.
«Η μουσική είναι η συνεννόηση με το σύμπαν», είχες πει σε μία παλαιότερη συνέντευξη στο περιοδικό μας. Δύο ερωτήσεις επ’ αυτού: Πρώτον, το σύμπαν μας ακούει ή μόνο εμείς νομίζουμε ότι συνεννοούμαστε; Και δεύτερον, με τους ανθρώπους είναι η μουσική συνεννόηση στις μέρες μας;
Συνομιλητές αντίστοιχης αισθητικής υπάρχουν πολλοί. Στόχος είναι η διαρκής επαφή και η ανάδειξη σε ό,τι μας ενώνει μέσω της μουσικής η οποία μάλλον παραμένει η πιο κατάλληλη γλώσσα συνεννόησης για να βρούμε συνομιλητές και από άλλους τόπους αλλά και από το εσωτερικό μας σύμπαν. Τώρα αν το σύμπαν μας ακούει· προφανώς και μας ακούει γιατί οι άνθρωποι έχουμε τις αισθήσεις με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε, σκεφτόμαστε, δημιουργούμε πράγματα. Το σύμπαν το περιγράφουν οι αισθήσεις μας, το αισθανόμαστε. Το σύμπαν έχει κι αυτό τις δικές του συχνότητες και κάνει το διάλογό του. Ο Πυθαγόρας είχε πει μάλιστα για τις τονικότητες των πλανητών. Άρα η μουσική είναι συμπαντική. Είναι μία γλώσσα που την περιέχουμε όλοι, όλα τα είδη της ζωής, της ύπαρξης, της ύλης, ακόμη και τα άυλα στοιχεία. Αυτό είναι που λέμε καμιά φορά ότι η μουσική δεν τελειώνει ποτέ. Δεν υπάρχει μόνο στα όρια της σφαίρας της Γης. Είναι αθάνατη η μουσική. Δεν υπάρχει ον που να μην έχει ήχο. Έχεις ακουμπήσει ένα κοχύλι στο αυτί σου; Γίνεται ένα ηχείο και διογκώνεται μέσα στο αυτί σου ο ήχος του αέρα και της θάλασσας. Δεν είναι απίστευτο αυτό; Δεν είναι πολύ ωραίο;
Υπάρχουν κάποια καινούρια φαινόμενα στη μουσική, για παράδειγμα η τραπ, που έχουν ανοίξει μία κουβέντα μέσα στην κοινωνία. Τι πιστεύεις για αυτά;
Δεν είναι κάτι που με εκπλήσσει επειδή μπορεί να χρησιμοποιούν μία ακραία γλώσσα ή έναν τρόπο ο οποίος προφανώς είναι προκλητικός. Η προκλητικότητα έχει πελατεία. Δίνεται η αίσθηση ότι κάποιος μπορεί να βγει από το καβούκι που έχει δημιουργήσει ο ίδιος και μέσα από έναν «εκφραστή» κενού περιεχομένου να ταυτίζει το κενό του. Αυτό δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά και αντιθέτως θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Και το πρώτο θύμα θα είναι αυτό το κοινό που δεν απομονώνει αυτά τα στοιχεία και λειτουργεί σαν αγέλη με εκτονωτικές κατά κύριο λόγο διαθέσεις. Αν λάβεις υπόψιν σου τους ανθρώπους που έχουνε δώσει τη ζωή τους, το αίμα τους, ανθρώπους που πολεμήσανε το κακό και όλες αυτές τις εκφάνσεις της χυδαιότητας, πως γίνεται να ταυτίζεσαι με αυτό; Χρειάζεται να αντιληφθεί αυτό το κοινό ότι αυτή η υπόθαλψη του ιδεολογικού κενού είναι που θα δημιουργήσει και πάλι τις συνθήκες αδιεξόδου. Από εκεί προκύπτει και η δικιά μου απέχθεια προς όλο αυτό. Αν δεν έχεις επαφή με την ιστορία σου θα ξαναπέσεις στα ίδια λάθη, αυτό είναι κανόνας. Πώς γίνεται να απαξιώνεται χυδαία το γυναικείο φύλο, οι ομοφυλόφιλοι, οι μετανάστες; Πως γίνεται αποδεκτό όλο αυτό;
Στην πορεία σου στο χώρο της μουσικής σίγουρα έχεις γίνει αυτόπτης μάρτυρας πολλών πραγμάτων. Τι αλλαγές έχεις δει να συμβαίνουν στον εαυτό σου και στο χώρο;
Αν σου πω ότι δε συμβαίνουν; (γελάμε)
Αμετακίνητα όλα; Αποκλείεται να μη συμβαίνουν…
Κοίταξε, είναι μία ρόδα που γυρίζει. Κάθεται καμιά φορά η μπίλια εδώ, άλλοτε εκεί. Θα μου πεις μα υπάρχει πλέον το ίντερνετ, έχει αλλάξει η κατάσταση με τις δισκογραφικές κ.λπ κ.λπ. Δεν έχει όμως σημασία τελικά αυτό. Το υλικό των τραγουδιστών ήταν και είναι το τραγούδι. Τι εργαλεία χρειάζεται το τραγούδι; Τα ίδια εργαλεία που χρειαζόντουσαν πριν από χιλιάδες χρόνια, τα ίδια εργαλεία χρειάζονται και τώρα. Τα χέρια και τα λαρύγγια ήταν, είναι και θα είναι τα εργαλεία που συνθέτουν ένα τραγούδι. Αυτή είναι και η λειτουργία του τραγουδιού που μας φέρνει κοντά. Και σ’ αυτόν τον τόπο με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν τα πράγματα. Έχεις πάει ποτέ σε λαϊκό πανηγύρι; Βλέπεις τη νεολαία να παίζει, να τραγουδάει και να χορεύει, μαζί με τους μεγαλύτερους και όλοι να συμμετέχουν, να είναι φωτεινά τα πρόσωπα και ακόμη και η φύση συμμετέχει, τα δέντρα χορεύουν και όλα ενώνονται. Αυτή η μετάβαση συναισθημάτων και νοημάτων μέσα από τη μουσική είναι ένα διονυσιακό στοιχείο που αν δεν το περιέχουμε εμείς ως τόπος για ποιο λόγο να κάτσω να συζητήσω τι ρόλο παίζει η μουσική; Και μιας και αναφερθήκαμε στον Διόνυσο, σκέψου τα αρχαία θέατρα. Τα αρχαία θέατρα στην Ελλάδα ήταν σαν κάτοπτρα και λειτουργούσαν σαν ηχεία. Ο καλλιτέχνης βρισκόταν χαμηλά και έπρεπε να ανυψωθεί με το καλλιτεχνικό του μέγεθος για να αποκαλύψει τον αληθινό ρολό της τέχνης. Βλέπεις πόσο εντυπωσιακό είναι αυτό…
Πάμε σε πιο χαλαρές ερωτήσεις τώρα. Έχεις αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα, μηχανάκι, κάπου διάβασα και για ένα ποδήλατο. Ποιο είναι για τι;
Τώρα έπρεπε να έρθω εδώ, έπρεπε να έχω και βενζίνη, ποιο είχε βενζίνη; Αυτό πήρα. (γελάμε). Κοίταξε, πέρα από το λειτουργικό, η αίσθηση του να ταξιδεύω με τη μοτοσικλέτα μ’ αρέσει πάρα πολύ. Έχω κάνει πολλά ταξίδια και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία κάνω κι ένα ακόμη. Με το ντεσεβό, στο οποίο έχουν τα παιδιά μου πολύ μεγάλη αγάπη, δεν ξέρω τι θα γίνει… Αν και υπάρχει και ένα άλλο αυτοκίνητο για να μπορούμε οικογενειακά να κινούμαστε. Μ’ αρέσει η ρόδα γενικώς. Το ποδήλατο είναι κάτι που με ευχαριστεί πολύ, αλλά το κάνω σπάνια. Φαντάσου αυτό το πολύ ωραίο ποδήλατο που έχω, το έχω φέρει από τη Δανία το ’90. Τώρα με τον γιο μου έχουμε δύο mountains και κάνουμε και μ’ αυτά τις βόλτες μας. Ο γιος μου τις κάνει βασικά…
Άρα τα έχεις όλα διπλά;
Κοίτα, ναι, το μικρό μηχανάκι, με το οποίο ήρθα κι εδώ σήμερα, μου προέκυψε τελείως τυχαία γιατί το είδα κάποια στιγμή και μ’ άρεσε πάρα πολύ γιατί γράφει πάνω Valentino Rossi. Και λέω ώπα, τι είναι αυτό; Και μάλιστα το πήρα μεταχειρισμένο από μία μάντρα, δεν ξέρω πώς βρέθηκε εκεί, και το έχω πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Μοτοσικλέτες έχω αλλάξει πολλές. Ξέρεις τι; Μ’ αρέσει πολύ η οδήγηση. Γι’ αυτό και έχω τόσα πολλά. Θυμάμαι σε μία περιοδεία με τον Χατζιδάκι που ζήτησα από τον οδηγό να οδηγήσω το πούλμαν.
Σ’ το έδωσε;
Εντάξει, όχι.
Χορεύεις;
Μ’ αρέσει πολύ ο χορός. Η κίνηση μ’ αρέσει γενικά. Δεν έχω μελετήσει χορούς. Ενστικτωδώς περισσότερο το κάνω. Είχα ξεκινήσει μία ασχολία αλλά τα παράτησα βλέποντας ότι για μένα όλη η σχέση με το χορό ήταν συνδεδεμένη με το να με διευκολύνει στη σχέση μου με το τραγούδι. Γι’ αυτό και έχω έναν τρόπο δικό μου στη σκηνή για τον οποίο έχω ακούσει κατά καιρούς θετικά και αρνητικά σχόλια, δεν έχει σημασία. Η έκφραση του σώματος μου ξεκλειδώνει πράγματα. Δε βασίζομαι ποτέ αποκλειστικά στη φωνή μου. Και θα εξηγήσω τι εννοώ. Έχει τύχει, σαν άνθρωπος κι εγώ, να έχω κρυώσει ενώ ήμουνα στη Βοστόνη για συναυλία, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Παίξαμε στη Νέα Υόρκη, όλα μια χαρά. Φεύγουμε από τη Ν. Υόρκη για να πάμε στη Βοστόνη με το τραίνο–
Και ζητάς από τον οδηγό να σου δώσει να οδηγήσεις το τραίνο;
(ξεσπάμε σε γέλια)
Είμαστε τέλος πάντων στη διαδρομή και νιώθω ότι κάτι δεν πάει καλά. Έχω πάρει ό,τι ματζούνι κυκλοφορεί μπας και συνέλθω, αλλά τίποτα. Δεν έχω πυρετό, ούτε σωματικό πόνο, απλά έχει κλείσει η φωνή μου. Σε πληροφορώ ότι ήταν από τις πιο ωραίες συναυλίες. Γιατί δεν έκρυψα το πρόβλημά μου. Κι εμένα όλη αυτή η δυσκολία που είχα να διαχειριστώ μου βγήκε σωματικά. Και με έναν δικό μου τρόπο, με μία θεατρικότητα, κατάφερα να τα βγάλω όλα. Και γράψανε και πολύ καλά λόγια, κανείς δεν εστίασε στο πρόβλημα της φωνής μου. Γιατί το θέμα είναι πάντα η σκηνή. Δεν μπορώ να περιοριστώ μόνο στη φωνητική ικανότητα. Και είμαστε και για τα δύσκολα, όχι μόνο για τα εύκολα. Η μουσική σε δοκιμάζει συνέχεια.
Ζούμε σε μία εποχή που οι ειδήσεις μας βομβαρδίζουν. Όταν ακούς ή διαβάζεις μία δυσάρεστη είδηση, πώς αντιδράς;
Έχουμε φτάσει σε έναν τέτοιο κορεσμό και θεωρώ ότι θα καταλήξει σε επικίνδυνα σημεία Δεν μπορούμε να αντιδράσουμε πια. Εστιάζω όμως σε κάποια πράγματα τα οποία δεν τα επιτρέπω. Τα θέματα που έχουν να κάνουν με την παιδική και σεξουαλική εκμετάλλευση. Εκεί είμαι αμείλικτος και τόσο κατηγορηματικός που δε με νοιάζει τι θα πει ο καθένας και πώς θα με χαρακτηρίσει. Θεωρώ ότι αυτό θα πρέπει να είναι καταδικαστέο αυτομάτως. Όταν ένα παιδί, το οποίο προφανώς δεν έχει τη σωματική δύναμη να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο, πρέπει σε όλη του η ζωή να κουβαλάει τη φρίκη και μία κατεστραμμένη ψυχή, δε θα μπορέσω ποτέ να δικαιολογήσω κανέναν. Και προφανώς η ατιμωρησία είναι μεγάλο κομμάτι του προβλήματος. Όταν υπάρχουν πρόσωπα τα οποία έχουν τη δυνατότητα και μπορούνε να είναι έξω και ατιμώρητα, νιώθω την ανικανότητα της Δικαιοσύνης και προφανώς έχει την απολυτή ευθύνη.
Έχω αφήσει για το τέλος τις ερωτήσεις για τον Γιάννη Σπάθα γιατί ήθελα να κλείσουμε με αυτό το θέμα. Πάμε να κλείσουμε με τον Γιάννη Σπάθα λοιπόν!
Αυτός είπε πολύ περισσότερα πράγματα με τη μουσική του απ’ ό,τι λέμε εμείς γενικά. Ο Γιάννης ήταν πρόσωπο αμόλυντο, μουσική αμόλυντη. Γενιά ολόκληρη που προσέφερε τόσα πολλά, βάλανε την ψυχή τους, τόσο απομακρυσμένοι από θέματα διαπλοκής. Βγαίνανε και παίζανε και έβλεπες έναν κόσμο που το ευχαριστιόταν αυτό το πράγμα. Δεν υπήρχε τίποτα ενδιάμεσο. Και μάλιστα γράψανε αυτά που γράψανε και υπήρχε τόση ανταπόκριση, τέτοια εκτίμηση, και ταξιδέψανε σε όλο τον κόσμο την παράδοσή τους και το ροκ τους που ήτανε αποδεκτό από Αμερική μέχρι Αγγλία και πάει λέγοντας. Δε σου κάνει φοβερή εντύπωση να παίζει ροκ μουσική τη δεκαετία του ’70 ένα ελληνικό γκρουπ, οι Socrates, τότε που έβραζε ο τόπος, Τζίμυ Χέντριξ κ.λπ. και να έχεις εδώ τους αντίστοιχους με έξω και να μην είναι σε τίποτα υποδεέστεροι; Αυτό είναι! Και γιατί όμως; Γιατί η παγκόσμια μουσική γλώσσα της τότε νεολαίας, που ήτανε η ροκ, και με εκφραστή την κιθάρα κυρίως, ήτανε ανίκητα πράγματα, γιατί ήτανε αθώα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας;
Στην πρώτη συναυλία που έκανα στη ζωή μου με τον Μάνο Χατζιδάκι, 2 Απριλίου του 1980, στο ακροατήριο ήταν ο Σπάθας. Μετά από δυο τρία χρόνια μου λέει η Φαραντούρη «θα πάμε περιοδεία και θα είναι οι Socrates». Εγώ εν τω μεταξύ τους Socrates τους έβλεπα στο ΚΥΤΤΑΡΟ, πιτσιρικάς, και είχα πολύ μεγάλη λατρεία γι’ αυτό το συγκρότημα. Ξεκινήσαμε την περιοδεία κι εκεί με τον Γιάννη γίναμε φίλοι. Μου έλεγε για τα τραγούδια που γράφει, αυτά που δεν είχαν την ηλεκτρική φόρμα των Socrates, κι έτσι ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί, κάναμε και τρεις δίσκους. Παραμείναμε πάντα φίλοι, παίζαμε συνεχώς.
Στο Ηρώδειο στις 4 Σεπτέμβρη τι θα δούμε και τι θ’ ακούσουμε;
Με τον Νίκο Σπάθα, το γιο του Γιάννη, ο οποίος είναι ένας εξαιρετικός μουσικός, με το δικό του αποτύπωμα, πήραμε την απόφαση να το κάνουμε αυτό παρέα και να έχουμε δύο μέρη στη συναυλία, στο πρώτο να είναι η δική μου συνεργασία με τον Γιάννη και στο δεύτερο Socrates Drunk the Conium. Έχουμε αγωνία γι’ αυτό γιατί ο Γιάννης είναι λατρεμένο μου πρόσωπο και πιστεύω ότι του αξίζουν πολλά.
Έχω καταλάβει από άλλες συνεντεύξεις σου τη δυσκολία σου να μιλήσεις για τον Γιάννη Σπάθα και να χαρακτηρίσεις τη σχέση σας. Σαν να νιώθεις ένα δέος. Μέσα σου έχεις αποκρυσταλλώσει αυτή τη σχέση;
Είναι ο ήρωάς μου ο Γιάννης, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται αυτό. Αυτό που εκπέμπει είναι μαγικό. Είναι τόσο πλούσιο, τόσο με διαπερνάει, που υποκλίνομαι. Και μάλιστα η φυσιογνωμία του από την πρώτη στιγμή που τον είδα σε μία φωτογραφία στο περιοδικό «Ποπ και Ροκ» νομίζω, ήταν άγγελος. Και ξαφνικά παίζει κιθάρα και τι να πει κανείς… είναι αυτό που είναι. Και τα φέρνει η ζωή και τον γνωρίζω, Κι έτσι ξεκίνησε αυτή η μαγική σχέση ζωής.
Πώς είναι να τραγουδάς για τον Γιάννη Σπάθα, χωρίς τον Γιάννη Σπάθα;
Είναι ωραίο αυτό που συμβαίνει γιατί θα το κάνω με τον Νίκο. Δεν είμαι μόνος μου, είναι παρών κατά κάποιο τρόπο ο Γιάννης μέσω του Νίκου. Μία υπόθεση οικογένειας. Και σε μία συναυλία που είχαμε κάνει με τον Salvatore Adamo στο Ηρώδειο, στην ορχήστρα ήτανε ο Νίκος και στο κοινό ο Γιάννης για να μας δει. Αυτή τη στιγμή την ανακαλώ συνεχώς. Και του αφιέρωσα τη «Φτωχογειτονιά» και όταν είπα ότι ήταν εκεί ο Γιάννης, έπεσε το θέατρο. Και τώρα το κάνουμε με τον Νίκο… θα είναι ωραία…
(Καταλαβαίνω ότι συγκινείται) Γλυκόπικρα τα συναισθήματα, ε;
Έτσι ακριβώς.
———
Πήραμε το δρόμο προς τα σκαλάκια του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι για να βγάλουμε φωτογραφίες. Φτάνοντας, μου λέει: «Κοιτά σύμπτωση, εδώ παραπάνω έμενε ο Αρανίτσης».
Και κάπως όλα έδεσαν. Και κάπως τώρα περιμένω με μεγαλύτερη ανυπομονησία τη γλυκόπικρη αυτή Κυριακή στο Ηρώδειο που θα είναι και η πρώτη Κυριακή του φθινοπώρου. STANDING PROUD FOREVER, λοιπόν, και ραντεβού στις 4 του Σεπτέμβρη.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου 2022, 21:00
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Την παράσταση θα ανοίξουν μέλη της ομάδας σύγχρονου χορού “Dagipoli Dance Co”, χορεύοντας το ορχηστρικό μουσικό θέμα του Γιάννη Σπάθα με τίτλο «A Blue Day».
Μέρος των εσόδων της συναυλίας θα διατεθεί για την ενίσχυση του έργου του Πανελλήνιου Συλλόγου Παραπληγικών.
Μέρος Α’
Βασίλης Λέκκας, τραγούδι
Νίκος Σπάθας, ηλεκτρική/ ακουστική κιθάρα
Γιώργος Σαλτάρης, πλήκτρα
Σπήλιος Ζευκιλής, ηλεκτρική/ ακουστική κιθάρα
Φοίβος Μπόζας, πνευστά
Στάθης Σαββίδης, ακουστική κιθάρα/ μαντολίνο
Δέσποινα Σπανού, τσέλο
Λεωνίδας Φιλίντας, μπάσο
Γρηγόρης Συντρίδης, τύμπανα
Μέρος Β’
Νίκος Σπάθας, κιθάρα
Μιχάλης Απαρτόγλου, φωνητικά/ μπάσο
Μιχάλης Καπηλίδης, τύμπανα
Αστέριος Παπασταματάκης, πλήκτρα
Μαρκέλλα Παναγιώτου, φωνητικά
Μπάμπης Τυρόπουλος, ηλεκτρική κιθάρα
Special Guests
Άκης Τουρκογιώργης, κιθάρα
Τάσος Σκούρας, κιθάρα
Μια παραγωγή της Theama Production