Το έργο των Αφγανών συγγραφέων Χάμεντ και Χεσσάμ Αμίρι (Hamed και Hessam Amiri) με τίτλο “Το Αγόρι με τις Δυο Καρδιές” (The Boy with Two Hearts) σκηνοθετεί στο Θέατρο Άλμα ο Τάκης Τζαμαργιάς.
Το βιβλίο γράφτηκε το 2018, εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2020 και η θεατρική του προσαρμογή έγινε από τον Phil Porter. Έκανε πρεμιέρα το 2021 στο Wales Millennium Centre του Cardiff, ενώ το 2022 παίχτηκε και στο National Theatre της Αγγλίας (σκηνή Dorfman). Παρακολουθεί τη ζωή μιας οικογένειας Αφγανών, η οποία μπαίνει στο στόχαστρο του καθεστώτος, όταν η μητέρα σε μία συγκέντρωση μιλά για τα δικαιώματα των γυναικών και τις καλεί να σηκώσουν κεφάλι. Οι Ταλιμπάν αρχίζουν να την αναζητούν για να τη συλλάβουν κι έτσι η οικογένεια εγκαταλείπει άρον άρον την οικογενειακή εστία και γίνονται φυγάδες. Πατέρας, μητέρα και τα τρία αγόρια τους καταδιώκονται ανηλεώς και για να ξεφύγουν περπατούν πολύ μεγάλες αποστάσεις, στριμώχνονται σε πορτ-μπαγκάζ, στοιβάζονται σε κοντέινερ, ξοδεύουν λεφτά για να αποφύγουν την προδοσία και τη σύλληψη και βιώνουν άλλοτε την αλληλεγγύη των άλλων και άλλοτε (πολύ συχνότερα) την εκμετάλλευση από διακινητές προσφύγων, που πλουτίζουν τροφοδοτώντας την ελπίδα απελπισμένων ανθρώπων προς την ελευθερία και μία καινούργια πατρίδα. Το ένα αγόρι κουβαλά μαζί του ένα σοβαρό ιατρικό πρόβλημα με την καρδιά του, το οποίο αναπόφευκτα δυσχεραίνει την όλη προσπάθεια. Μετά από μεγάλη περιπλάνηση στην Ευρώπη σε σταθμούς που δε στάθηκαν ιδιαίτερα φιλόξενοι θα καταφέρουν να φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας τους, τη Μεγάλη Βρετανία, όπου θα κάνουν μια καινούργια αρχή και θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του ενός γιου. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι το κείμενο είναι βαθιά βιωματικό και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία καταγράφηκαν ως ένα ημερολόγιο κακουχιών, εμπειριών και ονείρων. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου ήταν ακριβής και περιεκτική, κράτησε όλους τους χυμούς των μηνυμάτων του έργου και χρησιμοποίησε γλώσσα απλή και απόλυτα κατανοητή.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης συνδύασε την αφήγηση με τη σκηνική δράση, συνδέοντας άμεσα την αιχμηρότητα του λόγου με τη δυναμική της εικόνας. Η αφήγηση δε γίνεται μόνο από ένα πρόσωπο, αλλά συμμετέχουν όλοι οι ήρωες και καθώς στα διάφορα επεισόδια της φυγής και της καταδίωξης της οικογένειας είναι επίσης όλοι παρόντες στη σκηνή, δίνεται έντονη η αίσθηση της συλλογικότητας και της ομαδικότητας, που στάθηκαν από τα μεγαλύτερα στηρίγματα επιβίωσης γι’ αυτούς. Οι κακουχίες, τα προβλήματα και οι αναποδιές είναι διαδοχικές και παρουσιάζονται με μια ανθρωποκεντρική και γεμάτη ευαισθησία προσέγγιση, ρεαλιστική και συχνά σκληρή, που προκαλεί δημιουργικό προβληματισμό, χωρίς όμως να εκβιάζεται η συγκινησιακή φόρτιση του θεατή. Το χιούμορ είναι παρόν και δίνει συχνά ανάσες στην κλιμακούμενη Οδύσσεια των ηρώων, ενώ οι σιωπές δίνουν την ευκαιρία στα μηνύματα του κειμένου να γίνουν κατανοητά σε βάθος. Στο πρώτο μέρος υπάρχουν κάποιες σκηνές που πλατειάζουν και κάποια σκηνικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται, αλλά οι όποιες αυτές αρρυθμίες δεν αποσυντονίζουν το θεατή, ούτε επηρεάζουν την τελική αίσθηση που αφήνει στο θεατή η παράσταση. Η ισορροπία και το μέτρο δε χάνονται ποτέ, ενώ μετά το πρώτο σαραντάλεπτο ο ρυθμός και η αγωνία των εξελίξεων ανεβάζουν στροφές, το παραγόμενο συναίσθημα γίνεται εντονότερο και το κοινό αποτελεί “συνταξιδιώτη” των χαρακτήρων και κοινωνό των δυσκολιών και των προβλημάτων τους. Τα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα δε λείπουν, αλλά εντάσσονται στη δύσκολη και γεμάτη αγκάθια και απογοητεύσεις πορεία των ηρώων προς της ελευθερία.
Ο Γιώργος Ψυχογυιός στο ρόλο του πατέρα δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας, εκμεταλλευόμενος εξαιρετικά τα εκφραστικά του μέσα. Δυνατός, δυναμικός και επίμονος προκειμένου να μη λυγίσει και πισωστρατήσει η οικογένειά του, εκπέμπει μια πίστη στο στόχο και μια εσωτερική γαλήνη ενός άξιου και σχεδόν αλύγιστου πάτερ φαμίλιας. Χωρίς ίχνος υπερβολής, έχει εμβαθύνει στην ουσία του ρόλου του και τον αποδίδει με χειρουργική ακρίβεια. Η Έλενα Μαρσίδου υποδύεται τη μητέρα, ο μεστός και πύρινος λόγος της οποίας γίνεται η αιτία της φυγής από το Αφγανιστάν. Γήινη, αλλά και δυναμική, προστατευτική και συνάμα διεκδικητική, γίνεται ο έτερος πόλος της οικογένειας που μπορεί να αποτελέσει το αποκούμπι των υπόλοιπων. Κάποιες μικρές σκηνικές αμηχανίες ξεπεράστηκαν άμεσα και στάθηκε επάξια δίπλα στο (σκηνικό) της σύζυγο. Ο Βαγγέλης Ζάπας ως Χουσεΐν, το αγόρι με τις δυο καρδιές, αντιμετωπίζει το ρόλο του με σεμνότητα και συγκέντρωση και το παίξιμό του έχει μια εξαιρετική συνέπεια λόγου και εκφράσεων. Καταφέρνει να συνδυάσει την πραότητα και την εσωτερική δύναμη του χαρακτήρα του με έναν άτυπο ηγετικό ρόλο μεταξύ των αγοριών και προσδίδει στον ήρωά του την προσήκουσα γενναιότητα. Ο Βασίλης Τριανταφύλλου ερμηνεύει τον Χεσάμ, το μικρότερο γιο κι ενώ ξεκινά κάπως μουδιασμένα και αμήχανα στην παράσταση, γρήγορα βρίσκει τις ισορροπίες του ρόλου του και πατά στέρεα και δυναμικά στη σκηνή. Είναι το πειραχτήρι της παρέας, το οποίο όμως επιδεικνύει τη δέουσα ωριμότητα όταν χρειάζεται. Ο Χρήστος Διαμαντούδης είναι ο Χάμεντ, το μεσαίο παιδί, ο οποίος έχει μια παιδική αυθεντικότητα στο παίξιμό του, καταδύεται επιτυχημένα στον ψυχισμό του ρόλου του και τον αποτυπώνει με σαφήνεια και ενάργεια, χωρίς να χάνει τις λεπτές αποχρώσεις του, αλλά και τις συναισθηματικές του κορυφώσεις. Η χημεία των ηθοποιών ήταν καλοδουλεμένη, καθώς κατάφεραν να πείσουν ως οικογένεια.
Το σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου ήταν έξυπνο και πολυλειτουργικό όσον αφορά τα διαφορετικά επίπεδα στο πίσω μέρος της σκηνής, που έδωσαν πολλές λύσεις στις εικόνες που ήθελε να δημιουργήσει ο σκηνοθέτης, αλλά το ελαφρώς κεκλιμένο κεντρικό επίπεδο δεν ανταποκρίθηκε πλήρως στη στόχευσή του. Τα κοστούμια της Έλλης Εμπεδοκλή έντυσαν αντιπροσωπευτικά και με απλότητα τους ήρωες του έργου, χωρίς καμία υπερβολή, Η μουσική του Μίλτου Πασχαλίδη ήταν απαλή, νοσταλγική, ταξιδιάρικη και συνόδεψε αρμονικά τη ροή του λόγου. Το υπέροχο τραγούδι που ακούγεται είναι πιστό στη μουσική ταυτότητα του δημιουργού του, με τους στίχους να ανήκουν στην Ελένη Φωτάκη. Η κίνηση της Αγγελικής Τρομπούκη απεικόνισε με επιτυχία τις ψυχικές και συναισθηματικές εντάσεις και διακυμάνσεις από τις οποίες πέρασαν οι χαρακτήρες του έργου. Έξυπνα τα video του Goran Gagic, ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη έπαιξαν δημιουργικά με τις σκιές, αλλά εστίασαν σωστά και στα πρόσωπα του έργου και τις εκφράσεις τους.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Άλμα, παρακολούθησα ένα σύγχρονο κείμενο που καταγράφει την εξαιρετικά δύσκολη και αγωνιώδη πορεία μιας οικογένειας από ένα ανελεύθερο και καταπιεστικό καθεστώς σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο με δικαιώματα και ελεύθερη βούληση και σφύζει πολιτικών και κοινωνικών μηνυμάτων. Η σκηνοθετική προσέγγιση ανέδειξε την προβληματική του κειμένου, δημιούργησε μια ανθρωποκεντρική παράσταση και διερεύνησε τα όρια της ανθρώπινης θέλησης και δυναμικής. Οι εικόνες που δημιούργησε συνεργάστηκαν αρμονικά με το λόγο και οι μικρές δυσαρμονίες στη ροή του έργου δεν επηρέασαν διόλου το γεμάτο ευαισθησία και συναίσθηση τελικό αποτέλεσμα. Οι ηθοποιοί ακολούθησαν πιστά και με μεγάλη συγκέντρωση το σκηνοθετικό όραμα, ενώ είχαν και πολύ δυνατή σκηνική συνεργασία. Μία πολύ αξιόλογη θεατρική δουλειά που αξίζει την προσοχή του θεατρόφιλου κοινού.