Απλώς δεν το μαθαίνει κανείς. Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά.
Η εποχή μας βαφτίζει τα πάντα βιαστικά: σταρ, συγκλονιστικός, αριστούργημα, ένοχος, δολοφόνος, θεός. Άμα τη εμφανίσει.
Οι ρυθμοί της είναι ταχείς, λαχανιαστοί∙ δε στέκεται πουθενά. Δεν εξακριβώνει, δε διασταυρώνει, εντυπωσιάζεται, καμώνεται την ξαφνιασμένη, γιορτάζει τις αιματοχυσίες κι, άμα λάχει, τις επινοεί κιόλας.
Αυτό το τελευταίο είναι αρκετά επικίνδυνο. Καίγονται υπολήψεις και αξιοπρέπειες στο βωμό της ανάγκης μιας Μαρίας κι ενός Γιώργου να δείξουν στα social media πόσο δίκαιοι και πονόψυχοι είναι, πόσο κοινωνικά ενεργοί και πόσο πολιτικοποιημένοι.
Μαθαίνουμε ότι κάποιος θείος κατηγορείται για κακοποίηση της τοξικομανούς ανιψιάς. Ο θείος έχει γίνει κόκκινο πανί: έχουν γραφτεί άρθρα, έχουν γίνει εκπομπές, επίδοξοι ρεπόρτερ ανακαλύπτουν στοιχεία για το παρελθόν του, την οικονομική του κατάσταση, τα γούστα του.
Έπειτα, κάπου τυχαία, σε ένα μικρό site ή στο χρονολόγιο κάποιου ψύχραιμου, βλέπουμε ότι η ανιψιά απέσυρε την καταγγελία, ότι ο θείος έλεγε την αλήθεια, ότι η ανιψιά τον εκβίαζε πως θα τον καταγγείλει, αν δεν της δώσει χρήματα. Αλλά, αυτή τη φορά, κάνουμε μόκο. Δε διαγράφουμε καν την ανάρτηση στην οποία τον κατηγορούσαμε εμείς, οι δικαστές, εμείς, ο Νόμος, εμείς, η Φωνή της καρδιάς και της λογικής.
Και αυτή είναι μία μόνο από δεκάδες άκρως αληθινές, καθημερινές ιστορίες. Όσο σημαντικό είναι να τιμωρούμε και να απομονώνουμε ως κοινωνία τον ένοχο, τόσο σημαντικό και ίσως ακόμα περισσότερο, σύμφωνα με το πνεύμα του Ποινικού Δικαίου, είναι να είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως είναι ένοχος. Στην παραμικρή αμφιβολία, το δικαστήριο προτιμά να απαλλάξει έναν φερόμενο ως ένοχο. Ουδέποτε πρέπει να περισταλεί η ελευθερία ενός πραγματικά αθώου.
Μα κι αν ακόμα κάποιος έχει αθωωθεί, στις συνειδήσεις μας παραμένει σπιλωμένος. Και για αυτό, οι ένοχοι είμαστε εμείς. Εμείς που καμωνόμαστε μονίμως τους αθώους…