Ένα από τα αναγνώσματα των ημρών είναι και αυτό το έργο του Αμερικανού Richard Klein που αναλύει την σχέση της πατρίδας του με το κάπνισμα.
Α, το κάπνισμα. Η πιο βλαβερή και η πιο ερωτική συνήθεια, η στάνταρ αφορμή για πιάσιμο συζήτησης, τα κίτρινα δόντια, τα τασάκια στα κομοδίνα φτηνών ξενοδοχείων, η εξάρτηση, η μυρωδιά στο φιλί και στις κουρτίνες, η νοστιμιά, το «δεν με νοιάζει, εγώ θέλω να καπνίσω», η ελαφρά ζαλάδα που σου φέρνει η πρώτη ρουφηξιά όταν έχεις ώρες ή και μέρες να καπνίσεις, αυτός ο θάνατος από χαρτί, πίσσα και πούπουλα.
Και νικοτίνη. Αχ, η νικοτίνη, η φιλενάδα μας!
Σε ένα σίριαλ του Netflix μια κυρία προσφέρει το πακέτο της σε έναν νεαρό. «Καπνίζεις;» τον ρωτά. «Όχι πια», της απαντά. Κι αυτή η δόλια -ήταν και πολύ όμορφη γυναίκα- κάνει: «Κανείς δεν καπνίζει πια», τραβώντας ένα ξεγυρισμένο μάλμπορο από το πακέτο της και ανάβοντάς το με νεύρο.
Κόβουμε το κάπνισμα. Και πολύ καλά κάνουμε.
Κόβουμε το κρέας. Ακόμα καλύτερα. Τα καημένα τα ζώα. Γαμώτο! (σοβαρά, τώρα.)
Κόβουμε το αλκοόλ. Φανταστικά. Άιντε, να καθαρίσει λίγο το συκωτάκι μας. Κι ο καφές δεν πολυκάνει. Αντικαθιστούμε το γάλα αγελάδας με το γάλα καρύδας και ρουφάμε ένα φρέντο καπουτσίνο ντεμέκ, κολλημένες και κολλημένοι στην κίνηση της Αχαρνών.
Σε αυτό μας βοηθά και η aerial γιόγκα που κάνουμε Τρίτες και Παρασκευές 6 με 8. Τις Κυριακές πάμε για μπραντς, απορούμε πώς ζούσαμε πριν τα αυγά ποσέ και πόσο γελοίο είναι τελικά να τα φτιάξεις και μόνος σου στο σπίτι.
Ωραίο είναι το σύμπαν μας, μωρέ. Βελτιωνόμαστε σε πολλά. Ανεβάζουμε επίπεδο. Κατανοούμε ότι μοιραζόμαστε αυτή την γη και με άλλους ζωντανούς οργανισμούς, κάνουμε την αισθητική μας λιγότερο κιτς και περισσότερο παστέλ, φοράμε αυτά τα υπέροχα T-Shirts με τα τσιτάτα που προέκυψαν από τα social media και, ακόμα, κάνουμε λιγότερο σεξ, γιατί βλέπουμε περισσότερες ταινίες, κόβουμε περισσότερα αβοκάντο, μοιάζουμε λίγο πολύ μεταξύ μας φορώντας το ίδιο ακριβώς ψηλόμεσο boyfriends τζιν, τρέχουμε περισσότερο στο γυμναστήριο, πιάσαμε και δεύτερη δουλειά για να μπορούμε να πληρώσουμε τις δόσεις του υπερσύγχρονου κινητού που τραβάει με εξαιρετική ευκρίνεια όλες αυτές τις ινσταγκραμικές ζωές μας τις λιλά. Ουφ! Λαχάνιασα. Λαχανιάσαμε.
Θα κόψω κι εγώ το τσιγάρο. Μου κάνει κακό, χωρίς πλάκα. Θα αγοράσω μάλλον αυτή τη σαχλαμάρα με τον ατμό και τις γεύσεις -προτιμότερη από την αηδία που βρομά γατίλα, το «άηκος» ή όπως το λένε.
Αλλά, βάζω να παίξει ένας Aznavour -ευτυχώς το youtube είναι ακόμα δωρεάν- και ξεφυλλίζω και το βιβλίο του Klein για τα θεσπέσια τσιγάρα και σκέφτομαι για ακόμα μία φορά την δική μου άποψη για το πώς είναι μια θεσπέσια ζωή.
«La boheme… La boheme… on est heureux…»
Μια θεσπέσια ζωή έχει τρέλα, έχει πάθη, ανθρώπους γύρω από τραπέζια σε βεράντες με άδεια κουτάκια μπίρας στο πάτωμα, έχει σεντόνια λευκά και πάνω η σκιά από τα κατεβασμένα στόρια να παίζει παιχνίδια, έξω να μαίνεται καύσωνας, έξω να βρέχει, έξω να χιονίζει, μέσα να φιλιόμαστε, μέσα να μαγειρεύουμε -προς Θεού, όχι άλλο αβοκάντο!-, μέσα να καπνίζουμε, τα κινητά μας σε μια γωνία, στο επίκεντρο εμείς, με τα σημειωμένα μας βιβλία, με τους πληρωμένους μας λογαριασμούς, με τα ταξίδια που δεν σχεδιάζουμε απλά, αλλά θα πάμε, φεύγουμε, τώρα τον άλλο μήνα, με τα κορμιά μας να μην είναι ιδρωμένα από γιόγκα και κρος φιτ, αλλά από έρωτα. Δεν θα ζήσουμε μέχρι τα 95 και μάλλον από τα 35 θα έχουμε εμφανείς ρυτίδες με όλα αυτά τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις, τα παιδιά μας δεν θα κατορθώσουν να πάνε στην πνευματική κατασκήνωση στο Μπαλί, αλλά θα τσιρίζουν και θα ζωγραφίζουν στους τοίχους, θα τσακωνόμαστε κι εμείς λιγάκι -τέλεια, αφορμή για τσιγάρο-, θα αλλάζουμε σεντόνια λίγο λιγότερο συχνά από όσο στ’ αλήθεια πρέπει και, προς θεού, δεν θα πίνουμε καφέ στο κρεβάτι από τεράστιες κούπες και γύρω περιοδικά γιατί θα τρέχουμε, καρδιά μου, να προλάβουμε να ζήσουμε εκτός Insta Stories! Θα είναι θεσπέσια έτσι…
Α, δεν είναι θεσπέσια τώρα η ζωή μας. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Τα τσιγάρα ήταν, είναι και θα είναι! Ας καπνίσω ένα ντάβιντοφ ακόμα και μέχρι τα γενέθλιά μου θα έχω καταφέρει να πάρω και τη μαλακία, το ηλεκτρονικό.