Ο Νίκος Μωραΐτης γεννήθηκε σαν σήμερα, 30 Απριλίου το 1973 στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακό στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εργαστεί ως Δημοσιογράφος, αρθρογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, κι από το 2016 διευθύνει τον ραδιοφωνικό σταθμό “ΜΕΝΤΑ 88”.
Ως στιχουργός μπήκε στη δισκογραφία το 1997, κι έχουν τραγουδήσει τον λόγο του οι σημαντικότεροι διαχρονικοί και σύγχρονοι ερμηνευτές. Μεγάλες εμπορικές επιτυχίες τα περισσότερα τραγούδια του, παίζονται ανελλιπώς στο ραδιόφωνο. Αλλά, και σήμερα, που όλα λίγο πολύ έχουν αλλάξει στη δισκογραφία, τα τραγούδια του Νίκου ανακαλύπτουνται από τις νέες γενιές κι αυτό φαίνεται απ’τα views στο you tube και από τις ακροάσεις στο Spotify. Γράφει με άμεσο τρόπο και με σύγχρονη ποιητική ματιά, έχοντας μέσα του όλους τους σπουδαίους στιχουργούς, με τη δική του φωνή στη γραφή, μιλάει για τον έρωτα σε ολες του τις εκφάνσεις, αλλά και για θέματα κοινωνικά που μας έχουν απασχολήσει ως ανθρώπους της πόλης. Όταν η μοναξιά γίνεται βουτιά στην μπανιέρα που τα ταξίδια της ζωής ήταν όλα κατάστρωμα, με προορισμό ένα σπίτι λυόμενο για να ξεκουράζονται τα όνειρα…
Αγαπημένε μας Νίκο Μωραΐτη, Να είσαι υγιής, ευτυχής και ό,τι επιθυμείς. Χρονιά πολλά!
Αν η παιδική σας ηλικία ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν αυτό;
”Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία.”
Ποιο παιδικό τραγούδι ψιθυρίζετε µέχρι σήµερα;
«Ρόζα Ροζαλία»(Πλάτωνος/Κριεζή), αλλά είναι τελικά παιδικό;
Μπορείτε να θυµηθείτε ποιο βινύλιο ή cd αγοράσατε µε το πρώτο σας χαρτζιλίκι;
«Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», δώρο στη μητέρα μου για τα γενέθλιά της, 28 Μαρτίου 1986.
Ποιες µουσικές σηµάδεψαν την εφηβεία σας;
Είχα τη μοναξιά του παιδιού που άκουγε Αλεξίου, Γαλάνη και Νταλάρα, όταν οι συμμαθητές μου άκουγαν Μάικλ Τζάκσον και Μαντόνα. Σαν ούφο με κοιτούσαν. Αν είσαι τέτοια «μειονότητα», βρίσκεις άλλον έναν τέτοιο στο σχολείο και γίνεστε φίλοι.
Έχετε κάνει µαθήµατα µουσικής;
Προσπάθησα να μάθω πιάνο γιατί ήθελα να παίζω τα ελληνικά τραγούδια που αγαπούσα. Η δασκάλα μου μου έβαζε ασκήσεις από ένα θανάσιμα βαρετό βιβλίο: «Για να παίξεις τα τραγούδια που θέλεις, πρέπει να μάθεις αυτά πρώτα. Πάνω το χεράκι, μην πέφτει ο καρπός». Δε με καταλάβαινε.
Φτιάχνατε κασέτες για φίλους και για να φλερτάρετε ή συνήθως ήσασταν ο αποδέκτης τέτοιων συλλογών;
Κυρίως έφτιαχνα κασέτες για τα ταξίδια της οικογένειας. Κάθε καλοκαίρι ήταν συνυφασμένο με μία τέτοια κασέτα, που τη «λιώναμε» στο αυτοκίνητο. Θυμάμαι καλοκαίρι «Latin» Νταλάρα, Καλοκαίρι «Πέφτω στη θάλασσα και πάλι βρέχομαι», Καλοκαίρι «Να μπορούσα στα σύννεφα να ‘χα εγώ βενζινάδικο», Καλοκαίρι «Μικρός μονομάχος» του Σαββόπουλου…
Συλλέγατε βινύλια ή cd; Τα έχετε κρατήσει;
Ο πατέρας μου είχε ήδη μία αρκετά καλή συλλογή, με όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές. Αυτή, και λόγω της δουλειάς μου στο ραδιόφωνο, την πολλαπλασίασα. Ίσως γι’ αυτό δεν αισθάνομαι πλήρης με την «άυλη μουσική». Έχω συνηθίσει να πιάνω το βινύλιο ή το cd, να διαβάζω το ένθετο με τους στίχους. Ήταν κάτι χειροπιαστό η μουσική για μένα. Κι όταν το έχεις ζήσει αυτό, σου είναι δύσκολο να τη δεις σαν αέρα.
Υπάρχει µια συναυλία που σας έµεινε αξέχαστη; Θυµάστε την παρέα σας εκεί;
Πνύκα, καλοκαίρι του 1999. Με την κοπέλα μου το πρώτο βράδυ. Με τη μητέρα μου -ξαναπήγα- το δεύτερο. Ο Μεγάλος Ερωτικός του Μάνου Χατζιδάκι με Δήμητρα Γαλάνη – Αλκίνοο Ιωαννίδη. Για κάποιους είναι ιεροσυλία αυτό που θα πω, όμως ο κραδασμός μέσα μου ήταν πιο δυνατός κι από τον συγκλονιστικό αυτό δίσκο.
Αν η εφηβεία σας ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν αυτό;
Το πιο δυνατό αποτύπωμα εκείνης της περιόδου για μένα δεν ήταν στην εφηβεία ακριβώς, ήταν ένα περίεργο κράμα μετεφηβικής μοναξιάς, ερωτικού σκιρτήματος, σχολικής εκδρομής, πενταήμερης, τέλους μίας εποχής με τις εξετάσεις και το άγνωστο μπροστά: Το «Παπάκι» του Νικόλα Άσιμου.
Όταν ακούτε µουσική λειτουργεί σαν «χαλί» σ’ αυτό που κάνετε ή δίνετε χρόνο και προσοχή µέσα στη µέρα σας αποκλειστικά για µουσική;
Δεν μπορώ να ακούσω ελληνικό τραγούδι σαν χαλί. Είναι μάλλον θέμα «επαγγελματικής διαστροφής». Αν είμαι με παρέα και παίζει ελληνικό τραγούδι, ακούω τον στίχο και όχι τι λέει η παρέα. Μόνο ξένη μουσική μπορεί να λειτουργήσει σαν «χαλί» για μένα.
Ενηµερωτικό ή µουσικό ραδιόφωνο; Τι ξεχωρίζετε σήµερα;
Μουσικό ραδιόφωνο για να πετύχω κανένα γνωστό, αγαπημένο τραγούδι. Για εκπλήξεις δεν είναι πια. Γι’ αυτά ψάξιμο, youtube, spotify.
Όταν ακούτε ραδιόφωνο ψιθυρίζετε τους στίχους; Ποιο ήταν το τελευταίο τραγούδι που το κάνατε;
Α, συνέχεια! Κάνουμε και ντουέτα με τους τραγουδιστές, εκείνοι από το ραδιόφωνο, εγώ από το αυτοκίνητο.
Όταν βρίσκεστε µε οικείους σας τραγουδάτε;
Στο σπίτι όλη την ώρα κάποιο τραγούδι ψιθυρίζω. Στο μπάνιο… κανονική συναυλία.
Μπορείτε να µου αναφέρετε ένα τραγούδι που έχετε συνδέσει µε µία ξεχωριστή στιγµή της ζωής σας;
”Post Love”(Ν.Αντύπας/Λ.Νικολακοπούλου). Η σχέση μου, ο γάμος μου.
Ποια είναι η σχέση σας µε τα νυχτερινά µαγαζιά της Εθνικής; Έχετε πάει; Σας έχουν πάει;
Δεν έχω πάει. Σίγουρα εκεί υπάρχει μία υποκουλτούρα (με την κοινωνιολογική έννοια της λέξης) που αξίζει να γνωρίσεις και να παρατηρήσεις. Προσωπικά, όμως, δεν μπορώ τόση φασαρία, ξέρω ότι δε θα περάσω καλά. Οπότε ό,τι έχω δει σχετικά με αυτή τη «νύχτα» είναι μέσα από ταινίες.
Όταν βγαίνετε για ποτό ή φαγητό, το είδος της µουσικής που παίζει στο µαγαζί πόσο επηρεάζει την επιλογή σας;
Για ποτό, πολύ: Μόνο ξένη μουσική, lounge – blues – jazz, γαλλική ή ιταλική σχολή τραγουδιού. Στο φαγητό ας βάλουν ό,τι θέλουν, μόνο να παίζει χαμηλά…
Κάνατε δώρα βινύλια ή cd; Το κάνετε ακόµα;
Όχι πια. Το προϊόν ευτελίστηκε στην Ελλάδα. Αφού τα μοίρασαν όλα με τις εφημερίδες, τι δώρο να κάνω; Αυτό που ο άλλος πήρε τζάμπα;
Ποιοι είναι οι αγαπηµένοι σας συνθέτες και στιχουργοί;
Λοΐζος ο πιο αγαπημένος. Χατζιδάκις – Θεοδωράκης θεόρατοι, ισοϋψείς για μένα. Ξαρχάκος, μαγικός μελωδός. Στιχουργοί, η Αγία μου Τριάδα: Παπαδόπουλος, Νικολακοπούλου, Γκάτσος.
Ξεχωρίζετε κάποιον ερµηνευτή; Υπάρχει κάποια φωνή που σας συγκινεί διαχρονικά;
Δεν είναι θέμα συγκίνησης. Είναι θέμα ύπαρξης. Η φωνή της Αλεξίου είναι το αίμα στις φλέβες μου.
Αν το παρόν σας ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν αυτό;
«Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι»(Ξαρχάκος/Γκάτσος)
Όταν σκέφτεστε ένα τραγούδι έχετε στο µυαλό σας πρώτα τη µελωδία ή τον στίχο;
Μαζί. Και μαζί γράφω. Ή στίχο πάνω στη μελωδία που μου έχει δώσει κάποιος συνθέτης. Ή στίχο πάνω σε κάποια αυτοσχέδια δική μου μελωδία της στιγμής. Αυτά τα δύο είναι για μένα άρρηκτα δεμένα.
Σας κοίµιζε µε νανουρίσµατα η µητέρα σας; Το έχετε κάνει εσείς ποτέ; (σε παιδιά, σε ανίψια)
Ήμασταν κάπως… ιδιαίτερη οικογένεια. Με νανούριζαν με «Τα τραγούδια του αγώνα» του Μίκη. Δηλαδή πώς περιμένατε να ‘βγαινα;
Εγώ στην κόρη μου τραγουδούσα την «Πανσέληνο», την «Αθανασία», το «Θάλασσα πλατιά», τον «Άνθρωπο του κάβου», αλλά δεν πολυ-ήθελε, σαν να της έριχνα μεγαλύτερο βάρος πάνω της από αυτό που άντεχε. Κι έτσι σταματούσα. Δεν ανησυχώ. Θα τα συναντήσει αυτά τα τραγούδια, αν και όταν τα χρειαστεί.
Συµπληρώστε µου τη φράση: Μια µέρα χωρίς µουσική είναι…
…μια μέρα εκτός χρόνου.