Ας ξεκινήσουμε με μια αδιαμφισβήτητη παραδοχή. Στα δυτικά κράτη είναι αυτονόητο δικαίωμα η συνάθροιση των πολιτών για τη διατύπωση αιτημάτων και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων.
Είναι, δε, μια κοινωνική δράση δυνητικά δημιουργική, καθώς αποτελεί δημοκρατικό μοχλό πίεσης προς την κυβέρνηση και τις άλλες θεσμικές εξουσίες. Είναι επίσης δικαίωμα του κάθε πολίτη η συμμετοχή σε αυτήν ή η αποχή. Δεν επικροτείται η συμμετοχή, ούτε λοιδορείται η αποχή. Είναι και οι δύο στάσεις πολιτικές, προκύπτουν από την επεξεργασία των δεδομένων εκ μέρους του κάθε πολίτη. Και είναι κάτι θετικό, οι δημοκρατίες προχωρούν μέσα από τη ζύμωση των αντιθέσεων.
Ωστόσο, με θλίψη παρακολουθώ ότι στον δημόσιο –και με πολύ χειρότερο τρόπο στον «σοσιαλμιντιακό»– διάλογο έχει χαθεί κάθε μέτρο. Εδώ πλέον βλέπουμε μια κοκορομαχία μανιακών. Εν όψει της συγκέντρωσης για την ημέρα μνήμης των θυμάτων των Τεμπών η ουσία έχει χαθεί. Η αντίθεση μεταξύ των συμμετεχόντων και απεχόντων εκφράζεται πλέον με ορολογία μίσους, έχθρας. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται για το τι πραγματικά συνέβη: οι περισσότεροι επιδιώκουν μια νίκη σε βάρος του «αντιπάλου», ο οποίος πλέον λογίζεται ως πολίτικος αντίπαλος. Ένα ζήτημα κατεξοχήν ανθρώπινο, κοινωνικό γίνεται αντιληπτό από πολλούς και πολλές με όρους μικροκομματικής αντιπαράθεσης.
Το κύριο αίτημα θα έπρεπε να είναι η ουσιαστική βελτίωση των συγκοινωνιακών υποδομών, η σύσταση μιας διακομματικής επιτροπής που θα αναλάβει να διαχειριστεί επενδύσεις σε βάθος κάποιων ετών πάνω στις υποδομές αυτές και η στήριξη στη δικαιοσύνη, ώστε να βγάλει το συντομότερο και με τον ορθότερο δυνατό τρόπο το πόρισμα για το τι πραγματικά συνέβη. Αντ’ αυτών κυριαρχεί μια συνθηματολογία άστοχη περιεχομένου αλλά εξαιρετικά επικοινωνιακή. Ενδεικτικά σταχυολογώ: «Κυβέρνηση δολοφόνων», «Μητσοτάκη παραιτήσου», «Αυτή η 28η ας είναι το όχι της γενιάς μας». Σε αυτές προστίθεται και η ατυχής αφίσα κατά της συγκέντρωσης.
Αυτή η ανικανότητα για στοιχειώδη διατύπωση της πραγματικότητας αλλά και για ουσιώδη επικοινωνία σαφώς και έχει ρίζες. Από τη μία είναι η κυβερνητική αλαζονεία που μετουσιώθηκε σε αβελτηρία, ειδικά μετά τη νίκη στις εκλογές του Ιουνίου του 2023. Η ΝΔ πίστεψε τότε ότι το δυστύχημα των Τεμπών είναι κάτι που θα ξεχαστεί, θα ξεπεραστεί. Μια αντίληψη που αποδείχθηκε μυωπική και κατέδειξε το ανεπαρκές πολιτικά στελεχιακό της δυναμικό. το δυστύχημα αυτό άγγιζε αξιακά μία από τις βασικές δομές της ελληνικής κοινωνίας: αυτήν της οικογένειας, καθώς οι συγγενείς των θυμάτων είναι λογικό ότι δεν θα σταματούσαν να το φέρνουν διαρκώς στην επικαιρότητα. Από την άλλη επικράτησε, δυστυχώς, η λογική του όχλου. Πέρα από τους χαροκαμένους συγγενείς και από –δυστυχώς, ελάχιστους– που αγωνίζονται για την ουσία του ζητήματος, κυριάρχησε η φρασεολογία της οργής και η σύνδεση του δυστυχήματος με την πρόκληση πολιτικής φθοράς στην κυβέρνηση. Όσοι και όσες για χρόνια καταναλώνουν θεωρίες συνωμοσίας, βιώνουν την απογοήτευση και τη ματαίωση, θεωρούν ότι για τις δικές τους αποτυχίες φταίει κάποιος εκεί έξω που τους εχθρεύεται βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπαθώσουν, αδιαφορώντας για το ατελέσφορο της στάσης τους. Μεταβόλισαν όσα τους έθιγαν σε οργή. Και η οργή ποτέ δεν είναι δημιουργική.
Όλα αυτά μάς φέρνουν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι εξαιρετικά κρίσιμο. Πίσω από αυτές τις στάσεις κρύβεται το μέλλον του θεσμικού κράτους. Και όσο και αν η κριτική σε αυτό είναι γόνιμη, η εκ θεμελίων απόρριψή του είναι καταστροφική. Υπάρχει άλλη διαχείριση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας πέρα από τη θεσμική; Σαφώς και υπάρχει, τη βλέπουμε στις ΗΠΑ. Και οι εγχώριοι θαυμαστές του προέδρου των ΗΠΑ τρίβουν τα χέρια τους με τα όσα βλέπουν τελευταία.