Γνώρισα τον Καθηγητή Τζόρτζο Ραβενιάνι πριν από αρκετά χρόνια, προτού ακόμη γίνει δάσκαλός μου στο Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari. Είχα ταξιδέψει στη Βενετία από τη Σιένα, όπου σπούδαζα, με σκοπό να φωτογραφίσω όψεις της πόλης για μια έκθεση φωτογραφίας που θα πλαισίωνε τις Μορφωτικές Εκδηλώσεις του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με θέμα τις Ναυτικές Πολιτείες της Ιταλίας. Ο Ραβενιάνι μου υπέδειξε εκείνα τα κατάλοιπα ιστορίας που συχνά διαφεύγουν από τον ταξιδιώτη, μου φανέρωσε εκείνα τα κρυμμένα μυστικά του βυζαντινού παρελθόντος της πόλης του Αγίου Μάρκου.
Ο Ραβενιάνι γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1948. Υπήρξε γραμματέας του Ινστιτούτου «Βενετία και Ανατολή» του ιδρύματος Giorgio Cini της Βενετίας. Δίδαξε, αρχικά, στο ιστορικό Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας κι έπειτα ξεκίνησε την πολυετή πορεία του στο Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari της Βενετίας.
Το έργο του Ραβενιάνι είναι πολυσχιδές και έχει ξεκάθαρο στόχο: να προσφέρει στον σύγχρονο Ιταλό αναγνώστη μια άρτια και ταυτόχρονα ενημερωμένη βιβλιογραφία σχετικά με το Βυζάντιο και τη Δύση.
Συνεργάζεται με γνωστούς ιταλικούς εκδοτικούς οίκους έχοντας εκδώσει περισσότερες από είκοσι μονογραφίες μεταξύ των οποίων το γνωστό Βυζάντιο και Βενετία, μια βιογραφία της Γάλας Πλακιδίας, ένα βιβλίο αφιερωμένο στον δόγη Μαρίνο Φαλιέρ και πολλά άλλα…
Παρόλα αυτά, δεν περιορίζεται στις μονογραφίες: έχει εκδώσει αρχειακά έγγραφα σε συνεργασία με το παλαιογράφο καθηγητή Marco Pozza για τη σειρά Pacta Veneta. Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε διεθνή και τοπικά συνέδρια, έχει αναλάβει την επιμέλεια σε εκδόσεις και έχει συνθέσει μελέτες για συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά, αλλά και λήμματα για το σπουδαίο έργο Dizionario Biografico degli Italiani (Βιογραφικό Λεξικό των Ιταλών).
Ο Τζόρτζο Ραβενιάνι γεννήθηκε στο Μιλάνο: την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας. Και μετοίκησε στη Βενετία, όπου ζει και διδάσκει μέχρι σήμερα. Η Βενετία, από την άλλη πλευρά, οφείλει τη δική της γέννηση στην εισβολή των Λομβαρδών στο ιταλικό έδαφος κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα.
Πώς αποφασίζετε να ασχοληθείτε ερευνητικά με την πόλη του Αγίου Μάρκου; Ποια η σχέση που έχετε αποκτήσει με την πόλη αυτή και μέσα από ποιο πρίσμα;
Η γέννηση μου στο Μιλάνο είναι καθαρά τυχαία. Στη συνέχεια έζησα στο Ρίμινι, στη Νάπολη και αλλού. Άραξα (ο Ραβενιάνι χρησιμοποιεί στοχευμένα τον ναυτικό όρο) οριστικά στη Βενετία το 1972· για να παραμείνω εδώ μέχρι σήμερα. Η μελέτη της ιστορίας της Βενετίας για έναν βυζαντινολόγο που ζει στη Βενετία είναι αναπόφευκτη: οι σχέσεις αυτής της πόλης, που γεννήθηκε βυζαντινή, με την Ανατολική αυτοκρατορία υπήρξαν διαρκείς ανά τους αιώνες και κινήθηκαν πολύ πέρα από την αρχική υποταγή.
Οι γραπτές πηγές είναι πλούσιες σε πληροφορίες για τους δύο αυτούς κόσμους και τα τεκμήρια του Κρατικού Αρχείου είναι, με τη σειρά τους, ένα ορυχείο ειδήσεων για τη βενετική παρουσία στην αυτοκρατορία. Η Βενετία διατήρησε έναν ιδιαίτερο δεσμό με το Βυζάντιο από πολιτική και πολιτισμική άποψη: συνεργάστηκε κατ᾽ επανάληψη για την άμυνα των θαλάσσιων δρόμων στην Αδριατική, μιμήθηκε την τέχνη του (αρκεί να σκεφτεί κανείς τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου που είναι πιθανόν το αντίγραφο των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης), στην επιρροή των θεσμών των απαρχών ή ακόμη στη συνήθεια για τους δόγηδες, που διατηρήθηκε μέχρι τον 11ο αιώνα, να λαμβάνουν τίτλους της αυτοκρατορικής ευγένειας.
Η Τέταρτη Σταυροφορία το 1204 διέκοψε με αγριότητα μια διαχρονική και κατά γενικό κανόνα ειρηνική συμβίωση, με εξαίρεση ευκαιριακές συγκρούσεις, και οι Βενετοί μαζί με τους ιππότες σταυροφόρους κυρίευσαν την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εγκαθιδρύοντας εκεί μια λατινική αυτοκρατορία που θα είχε την τύχη να διατηρηθεί μέχρι το 1261.
Αλλά ακόμη και αυτό το γεγονός, παρατηρώντας το εκ των υστέρων, δεν υπήρξε, εν τέλει εντελώς αρνητικό: η Βενετία οικοδόμησε μια αποικιακή αυτοκρατορία στον Levante (αφήνω τον όρο στο πρωτότυπο) η οποία – τουλάχιστον εν μέρει – διατηρήθηκε περισσότερο, ακόμη και μετά το τέλος της Κωνσταντινούπολης, διατηρώντας επίσης την ελληνική παράδοση ενάντια στην προέλαση των Τούρκων.
Σε συνέχεια της λεηλασίας της αυτοκρατορικής πόλης, επιπλέον, πολλά έργα τέχνης μεταφέρθηκαν στη Βενετία, πράγμα που μας επιτρέπει να τα βλέπουμε ακόμη και σήμερα, ενώ αν είχαν παραμείνει στον τόπο τους, είναι πολύ πιθανό να είχαν χαθεί με τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Και δεν τελείωσε εδώ γιατί από το 1261, όταν χάνεται η λατινική αυτοκρατορία, μέχρι το 1453, όταν οι Τούρκοι κατακτούν την Κωνσταντινούπολη, οι βενετο-βυζαντινές σχέσεις διατηρήθηκαν, αν και όχι πάντοτε ειρηνικές, και όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε το 1453 υπήρχε στην πόλη μια πυκνή βενετική κοινότητα που συνέβαλε στην υπεράσπιση της από τους πολιορκητές.
Η Βενετία «γεννιέται βυζαντινή», όπως μας διδάσκατε στο Ca’ Foscari. Αν σας ζητούσα να μας ξεναγήσετε νοερά στα κατάλοιπα αυτά, ποια διαδρομή θα ακολουθούσαμε και τι θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε;
Μια όμορφη απομονωμένη ανάμνηση του Βυζαντίου βρίσκεται στο Campiello Angaran (Campiello = μικρό Campo: ο ανοιχτός χώρος, η πλατεία, στη Βενετία. Πλατεία με την ετυμολογία Piazza απαντάται μόνο στην περίπτωση του Αγίου Μάρκου), κοντά στο Campo San Pantalon. Πρόκειται για ένα κυκλικό μαρμάρινο ανάγλυφο εντοιχισμένο στην εξωτερική πλευρά ενός ιδιωτικού κτηρίου το οποίο αναπαριστά έναν βυζαντινό αυτοκράτορα με επίσημη ενδυμασία, που έχει ποικιλοτρόπως αποδοθεί σε μονάρχες διαφορετικών εποχών ανάμεσα στον 11ο και 13ο αιώνα.
Έπειτα, όμως, θα έπρεπε απαραίτητα να σας οδηγήσω στον Άγιο Μάρκο: η εκκλησία είναι βυζαντινής αρχιτεκτονικής και στο εσωτερικό της κάποια μωσαϊκά μνημονεύουν το Βυζάντιο, όπως εκείνο της Ευσπλαχνίας στον τρούλο της Ανάληψης, με ενδύματα αυτοκράτειρας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί βρίσκονται, επίσης, η Pala d’oro, με σμάλτα βυζαντινής προέλευσης, και το πλουσιότατο Θησαυροφυλάκιο, πολλά αντικείμενα του οποίου προέρχονται από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Η Pala d’oro, μεταξύ των πολυάριθμων ιερών εικόνων, παρουσιάζει, επιπλέον, δύο κοσμικές: η μια της Ειρήνης Δούκα, πιθανής συζύγου του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, και η άλλη ενός υποτιθέμενου δόγη, του Ordelaffo Falier, που θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι η διασκευή εκείνης ενός μονάρχη της Κωνσταντινούπολης.
Σε πολλές γωνιές της Βενετίας μπορούν να αναζητηθούν άμεσες ή έμμεσες μνείες του Βυζαντίου, όπως για παράδειγμα μέσα στα βυζαντινής προέλευσης χειρόγραφα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης που διατηρούν ακόμη όμορφες μικρογραφίες. Αν, έπειτα, βγαίναμε από το ιστορικό κέντρο, θα υπήρχαν άλλες παρόμοιες ευκαιρίες, επισκεπτόμενοι λόγου χάρη, το Επαρχιακό Μουσείο του Torcello ή την παρακείμενη βασιλική όπου θα μπορούσε κανείς να διαβάσει μια αρχαιότατη επιγραφή (του 639) σχετική με τις βυζαντινές απαρχές του νησιού. Θα πρέπει κανείς να οπλιστεί με υπομονή και με έναν καλό οδηγό για να αφιερώσει τον απαραίτητο χρόνο στην επίσκεψή του στην βυζαντινή Βενετία: οι εκπλήξεις και η ικανοποίηση δεν θα εκλείψουν!
Πρόσφατα εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γκόνη, σε μετάφραση δική μου, η μονογραφία σας για τη Θεοδώρα την πολυσυζητημένη βυζαντινή αυτοκράτειρα. Αλήθεια, τι σας ώθησε στο να ασχοληθείτε με το πρόσωπο αυτό;
Το βιβλίο για τη Θεοδώρα μου ζητήθηκε. Γεννήθηκε μέσα από μια τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε μένα και στον καθηγητή Giuseppe Galasso, ο οποίος έφυγε από κοντά μας, υπεύθυνο των επιστημονικών εκδόσεων του εκδοτικού οίκου Salerno. Δεν ήμουν ιδιαίτερα πεπεισμένος για το εγχείρημα, αλλά δέχθηκα. Η αμηχανία μου προερχόταν από το ότι η Θεοδώρα είναι μια προσωπικότητα αρκετά σύνθετη, για την οποία, μεταξύ άλλων, είχαν γραφεί πολλά πράγματα.
Κόρη ενός αρκουδοτρόφου στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, έχει μια άσωτη νεότητα ώσπου και αποφασίζει να αλλάξει ζωή, γνωρίζει τον Ιουστινιανό και τον νυμφεύεται παρά την αντίθεση ορισμένων κύκλων της Αυλής. Ως αυτοκράτειρα, έπειτα, δεν επιτρέπει να γίνεται, πια, λόγος για την ηθική της. Η μορφή της παραμένει, όπως και να ᾽χει, αμφιλεγόμενη γιατί είναι αντικείμενο βαρύτατων επιθέσεων από τη μεριά του Προκόπιου της Καισάρειας, στην Απόκρυφη Ιστορία, κι εμείς οι σύγχρονοι δεν γνωρίζουμε μέχρι ποιού σημείου ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Η Θεοδώρα παρουσιάζεται από τον Προκόπιο ως μια άσωτη γυναίκα κατά τη νεότητά της και ως μια στυγνή μονάρχης, εκδικητική και ανάξια. Ήταν, όμως, πραγματικά έτσι; Ο Ιουστινιανός, ο οποίος υπήρξε σίγουρα ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, όφειλε πολλά σε εκείνη, την ως προς την κοινή γνώμη λαϊκή που ερχόταν σε αντίθεση με την ανασφάλειά του και που δεν το έκρυβε χαρακτηρίζοντάς την «το δώρο που του είχε σταλεί από τον ουρανό».
Η βιογραφία της Θεοδώρας, λοιπόν, αποδείχθηκε εν τέλει μια συναρπαστική μελέτη, ακόμη επειδή, μοναδική ανάμεσα στις αυτοκράτειρες του Βυζαντίου, υπήρξε και είναι ακόμη αντικείμενο έντονης προσοχής σε διάφορες μορφές έκφρασης, και ως εκ τούτου ήταν εφικτό να ανακατασκευάσουμε μια «τύχη της Θεοδώρας» στη σύγχρονη εποχή. Για αυτήν, πράγματι, έχουν συντεθεί δράματα, έχουν γυριστεί ταινίες, έχουν γραφεί ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία και άλλα, και το όνομά της εμφανίστηκε ακόμη και σε πρόσφατες επιδείξεις μόδας.
Θα ήθελα να κλείσω λέγοντας πως η πόλη του Αγίου Μάρκου υπήρξε – όπως έχει ειπωθεί από τον διάσημο λόγιο της Αναγέννησης, καρδινάλιο Βησσαρίωνα – το quasi alterum Byzantium (σχεδόν ένα άλλο Βυζάντιο). Κατά τη δική σας άποψη πόσο ζωντανό είναι το βίωμα της βυζαντινής παράδοσης στη σημερινή Βενετία;
Θα απαντούσα πως όχι. Οι Βενετοί δεν αισθάνονται πολύ τον δεσμό με το Βυζάντιο, σίγουρα διότι έχουν επιστεγαστεί από αιώνες ιστορίας της Γαληνότατης που υπάρχουν παντού. Αν, ωστόσο, μιλήσει κανείς στο Πανεπιστήμιο ή αλλού για βένετο-βυζαντινή ιστορία η συρροή ανθρώπων και το ενδιαφέρον είναι υψηλά.
Σ. Μ. Σας ευχαριστώ θερμά, professore, οι συζητήσεις και οι συναντήσεις μας είναι πάντοτε εξαιρετικές…