Πολλές επισκέψεις στο ορθοπαιδικό ιατρείο οφείλονται σε αιµωδίες (µουδιάσµατα) στα χέρια. Τα µουδιάσµατα αυτά, µπορεί να κατανέµονται σε όλο το άνω άκρο ή να εντοπίζονται µόνο στην άκρα χείρα. Όταν περιορίζονται στην τελευταία, είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για σύνδροµο καρπιαίου σωλήνα. Τί είναι, όµως, αυτό το σύνδροµο και πώς αντιµετωπίζεται;
Το σύνδροµο αυτό προκαλείται από την πίεση ενός νεύρου, του µέσου νεύρου, στην περιοχή του καρπιαίου σωλήνα. Η περιοχή αυτή εντοπίζεται στην παλαµιαία επιφάνεια του καρπού. Καλείται σωλήνας, διότι περιβάλλεται από οστά και από έναν σύνδεσµο ο οποίος ονοµάζεται εγκάρσιος σύνδεσµος.
Εντός του καρπιαίου σωλήνα, εκτός του νεύρου βρίσκονται και εννέα τένοντες. Η πίεση του νεύρου, συνήθως προκαλείται από την πάχυνση του εγκαρσίου συνδέσµου. Αίτια της πάχυνσης αυτής µπορεί να είναι οι επαναλαµβανόµενες κινήσεις του καρπού, δονήσεις του χεριού, αθλητικές δραστηριότητες. Οι πιθανότητες εµφάνισης του συνδρόµου είναι αυξηµένες στο γυναικείο πληθυσµό, σε ασθενείς που πάσχουν από υποθυρεοειδισµό, από ρευµατοειδή αρθρίτιδα, στις εγκύους και στους παχύσαρκους. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι το κάπνισµα, ο αλκοολισµός και η προχωρηµένη ηλικία.
Τα συµπτώµατα αυτού του συνδρόµου είναι οι αιµωδίες (µουδιάσµατα) στον αντίχειρα, στο δείκτη, στο µέσο και στον µισό παράµεσο του χεριού. Πολύ πιθανό τα συµπτώµατα να συνοδεύονται από πόνο, ιδίως κατά τις νυχτερινές ώρες. Σε πολλές περιπτώσεις, ο ασθενής θα παρατηρήσει ότι του πέφτουν αντικείµενα από τα χέρια. Επιπλέον, σε παραµεληµένες περιπτώσεις διαπιστώνεται ατροφία των µυών του θέναρος (η περιοχή της παλάµης κάτω από τον αντίχειρα).
Η διάγνωση του συνδρόµου τίθεται συνήθως µέσω της κλινικής εξέτασης µε διάφορες δοκιµασίες που αποσκοπούν στην πρόκληση των συµπτωµάτων. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται µε το ηλεκτροµυογράφηµα, µία εξέταση που καταγράφει την ηλεκτρική διέγερση του νεύρου κατά µήκος της πορείας του.
Ποιά είναι η αντιµετώπιση του συνδρόµου; Στα πρώιµα στάδια προτείνεται αντιφλεγµονώδης αγωγή, τροποποίηση δραστηριοτήτων και νυχτερινοί νάρθηκες ειδικά σε περιπτώσεις άλγους κατά τη νύχτα. Επόµενο στάδιο είναι η έγχυση κορτιζόνης. Σύνηθως, όµως τα συντηρητικά µέσα αντιµετώπισης δεν επαρκούν για την αντιµετώπιση του συνδρόµου. Η οριστική αντιµετώπιση είναι η χειρουργική. Με τοπική αναισθησία γίνεται διάνοιξη του καρπιαίου σωλήνα µε τοµή στον εγκάρσιο σύνδεσµο. Η διάνοιξη αυτή µπορεί να πραγµατοποιηθεί και µε ενδοσκοπική τεχνική. Τα πλεονεκτήµατα της τελευταίας τεχνικής είναι η µικρότερη τοµή και η ταχύτερη αποκατάσταση. Μειονεκτήµατα αυτής είναι το υψηλότερο κόστος και η αδυναµία πλήρους αντιµετώπισης σε περιπτώσεις ανατοµικών παραλλαγών. Η µετεγχειρητική αποκατάσταση συνίσταται σε ελαστική περίδεση για δύο ηµέρες. Μετά την πρώτη αλλαγή τοποθετείται µία απλή αυτοκόλλητη γάζα στο σηµείο της τοµής. Επιτρέπονται οι πλήρεις δραστηριότητες του χεριού υπό την προϋπόθεση να µη βραχεί το τραύµα, µέχρι αφαίρεσης των ραµµάτων.