Τον Αργύρη Μπακιρτζή δεν τον συνάντησα. Όταν του τηλεφώνησα για τη συνέντευξη ρώτησα αν ενοχλώ και απάντησε ότι τη στιγμή εκείνη έκοβε ξύλα.
Λίγες μέρες, μετά του έστειλα τις ερωτήσεις, ρώτησα αν τις έλαβε και είπε πως μένει σε μια ερημιά αυτόν τον καιρό, χωρίς ιντερνέτ. Μόλις πιάσουν γερά κρύα και γυρίσει σπίτι του, θα μου απαντήσει. Στην ηλεκτρονική του διεύθυνση εμφανίζεται το όνομα «Αργύριος» κι οι απαντήσεις ήρθαν νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενα, αργά τη νύχτα. Διαβάζω τι γράφει και «ακούω» επαναλαμβανόμενη τη μουσική υπόκρουση «Θέλεις; Θέλω πάντα». Τον ευχαριστώ για τη σύντομη χειμερινή συνέντευξη και θα ήθελα πολύ να τον είχα συναντήσει.
Κύριε Μπακιρτζή, έχετε εργαστεί σε βάθος και με αφοσίωση για τη διατήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, τόσο στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Καβάλας με εστίαση στις βυζαντινές αρχαιότητες, όσο και με τους Χειμερινούς Κολυμβητές που συνομιλούν με τη δημοτική και τη ρεμπέτικη παράδοση. Υπάρχει σύμπτωση ή πρόκειται για συνειδητοποιημένο «έρωτα»;
Στον γνωστό μονόλογο του Άμλετ υπάρχουν, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, οι στίχοι: «Έτσι η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς / κι έτσι το χρώμα της απόφασης το γνήσιο / απ’ την ωχρή μπογιά της σκέψης ξεθωριάζει».
Σαν βίωμα, οι στιγμές της δημιουργίας είναι εξίσου μαγικές με τις στιγμές που συναντάτε τη μπάντα και το κοινό, στις συναυλίες; Προσφέρουν το ίδιο αίσθημα ευδαιμονίας και πληρότητας, άραγε;
Αυτό είναι κάτι πολύ προσωπικό που δεν μπορώ να εξομολογηθώ, αφού, ό,τι κι αν απαντήσω, θα νιώσω ότι ολισθαίνω προς την έπαρση.
Ο Χατζιδάκις, στην ομιλία του για το ρεμπέτικο είχε πει «τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια». Υπάρχει τέτοιου είδους τραγούδι (λαϊκό ή μη) σήμερα;
Πιστεύω ότι αυτό δεν μπορεί να εκλείψει, μόνο που τώρα, με τον έλεγχο και την καθοδήγηση των ΜΜΕ, είναι δυσδιάκριτο για μένα, ίσως για σας, για άλλους όμως που κινούνται σε διαφορετικούς χώρους, μπορεί όχι.
«Το πέρασμά σου» είναι ένας υπέροχος δίσκος με μελοποιημένη ποίηση, την οποία έχετε χαρακτηρίσει «σπάνια επιτυχημένη». Τι συμβαίνει και καταλήγουν σε αποτυχία οι σχετικές προσπάθειες; Πώς προσεγγίσατε εσείς τη διαδικασία;
Όχι όλες. Θυμηθείτε τον Μεγάλο Ερωτικό ή τα έργα του Θεοδωράκη. Αποτυχαίνουν, όταν μερικοί, ψάχνοντας για στίχους προς μελοποίηση, εισβάλλουν στην ποίηση. Οι δικές μου μελοποιήσεις έγιναν σε ποιήματα που για χρόνια λάτρευα και μελοποιήθηκαν χωρίς καμιά προσπάθεια.
Υπάρχει ένα είδος «αθανασίας» στη ζωή και στην τέχνη; Την έχετε συναντήσει, την αποζητάτε;
Και σ’ αυτή την ερώτηση, επιτρέψτε μου να μην απαντήσω, για τους ίδιους λόγους.
Πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος, ο τόπος μας και οι γειτονιές που μεγαλώσατε από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60; Ανακαλείτε εικόνες, ήχους και μυρωδιές που δεν υπάρχουν πια;
Δεν είμαι άνθρωπος που το επιδιώκω. Όμως συμβαίνει να αναδύονται, όπως φαντάζομαι σε όλους, «φωνές, εικόνες, ξωτικά», όπως αναφέρω στο πρώτο μου τραγούδι «Πανσέληνος στους Φιλίππους». Ο συγγραφέας Τηλέμαχος Αλαβέρας, εξετάζοντας πώς αντιμετωπίζει τα κατάλοιπα του παρελθόντος ο ήρωας μιας νουβέλας του, διακρίνει τρεις φάσεις: τη συναισθηματική ή τουριστική, τη γνωσιολογική και αυτήν που χαρακτηρίζεται απ’ την έννοια της αηδίας.
Πρόσφατα συζητήθηκε πολύ η χρήση τσιμέντου στις διαδρομές ανάμεσα στα μνημεία της Ακρόπολης. Πολλοί αρχιτέκτονες υποστήριξαν ότι υπήρχαν αισθητικά και περιβαλλοντικά ανώτερες λύσεις και παρέπεμψαν ιστορικά στο έργο που υλοποίησε ο Πικιώνης στο λόφο Φιλοπάππου. Σαν αρχιτέκτονας, με παρ’ ολίγον εκπόνηση διπλωματικής στην Ακρόπολη, τι θέση παίρνετε;
Όχι διπλωματικής, αλλά πρότασης εργασίας στην Ακρόπολη, όταν είχα αποκτήσει πτυχίο αρχιτέκτονα-αναστηλωτή. Αν και δεν γνωρίζω καλά το θέμα, μου φάνηκαν πειστικές οι απόψεις του καθηγητή Μανόλη Κορρέ. Αντίθετα, για την Εγνατία διαφωνώ με τη σύμφωνη γνώμη του να μεταφερθούν τα αρχαία ευρήματα.
Τι απολαμβάνετε περισσότερο στην καθημερινότητα, τι δεν σας κουράζει ποτέ στη ζωή, δεν το χορταίνετε;
Το κολύμπι, οι αναπνοές, οι μυρωδιές, οι «περαστικές», οι φρέσκοι γίγαντες, τα γεμιστά κολοκυθάκια, οι αυγίτες, οι φίλοι μου, οι γιοί μου, το σινεμά, τα ποιήματα, τα ωραία βιβλία και οι ωραίες μουσικές με τα κρυμμένα τους μυστικά, και τόσα άλλα.
Υπάρχει μια ιστορία, που δεν έχετε μοιραστεί ποτέ μέσα από στίχους ή σε συναυλίες και θα θέλατε να τη μοιραστείτε «εδώ»;
Κάτι που συνέβη πρόσφατα, στις 14 Νοεμβρίου, στο σπίτι μας στο Μεγάλο Καζαβίτι της Θάσου. Είχαμε γιορταστικό τραπέζι τιμώντας τον ένα απ’ τους δυο παρευρισκόμενους κουμπάρους μας, τον Φίλιππα, που είχε την ονομαστική του γιορτή. Αφού είχαμε καλοφάει και καλοπιεί, ο έτερος κουμπάρος Λάκης, είδε μια μεγάλη μύγα στο παράθυρο και πριν προλάβω να αντιδράσω – είχα δει πως δεν προλάβαινα να αντιδράσω – έδωσε μια στο τζάμι για να τη σκοτώσει. Το τζάμι έγινε κομμάτια. Τα έχασε και – τί να πει; – είπε: «πάντως η μύγα έφυγε». Για να μην μπαίνει το κρύο καρφώσαμε με πινέζες ένα κομμάτι πλαστικό. Ευτυχώς το παράθυρο είναι τσερτσεβές, με δυο κανάτια που ανεβοκατεβαίνουν και το κάθε κανάτι χωρίζεται με λεπτές ξύλινες δοκίδες σε τέσσερα μέρη. Έσπασε μόνο το ένα. Και, σημαντικό, δεν κόπηκε.
«Πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλὴ ροδιὰ ποὺ μάχεται τὴ συννεφιὰ τοῦ κόσμου;»
Οπωσδήποτε. Τυχαία ζω εδώ και εικοσιεπτά χρόνια και έκανα τα παιδιά μου με μια Τριανταφυλλίδου;
*Όλες τις φωτογραφίες μας παραχώρησε ο Αργύρης Μπακιρτζής από το προσωπικό του αρχείο.