Πρωτοχρονιά 2025 Σύνταγμα. Νόμιζα πως η Αθήνα θα ήταν άδεια. Το παθαίνω αυτό συχνά. Να εκπλήσσομαι που ο κόσμος είναι έξω. Επειδή το σπίτι με ρουφάει πια, νομίζω πως αν κάνω την επανάσταση να βγω, θα είμαι μόνη. Και αν όχι μόνη, ίσως μαζί με ελάχιστους συν-τρελούς.
Η πρώτη μου αντίδραση σε αυτές τις αιφνιδιαστικές μου εξόδους είναι αρνητική. «Τι δουλειά έχουν αυτοί όλοι έξω;» Έπειτα από λίγο, πολύ λίγο, μαλακώνω. Χαίρομαι που ο κόσμος είναι έξω, που διασκεδάζει –γιατί το θεωρώ σίγουρο πως διασκεδάζει αν είναι έξω–, που ξεκλέβει χρόνο για να βρεθεί, να περπατήσει, να ξεφύγει. Πονηρά βγήκα έξω σήμερα. Καχύποπτα. Ήθελα να κάνω αυτοψία. Να πάω από το σημείο της μίας γιορτής σε αυτό της άλλης. Στην πλατεία Συντάγματος ακόμα αποσυναρμολογούσαν τη σκηνή και φόρτωναν. Το δέντρο έστεκε μπροστά από σίδερα και φορτηγά. Δεν ήταν το μεγαλύτερο δέντρο που έχω δει (τι θέμα αυτό πια με τα μεγέθη ακόμα και των δέντρων!). Τη μέρα φαίνονται όλα τόσο κακόγουστα και θλιβερά. Το βράδυ τα λαμπάκια καλύπτουν την ασχήμια, γίνονται όλα πιο παιχνιδιάρικα και γιορτινά.
Το μάτι μου έπεσε πάνω στις σειρές από φως που δούλευαν ακόμα πάνω στο δέντρο κι αυτό δεν το έκανε πιο γοητευτικό, αλλά ενεργοποίησε την γκρίνια μου. Μια ρυτίδα στο μεσόφρυο έγινε πιο βαθιά, σκεπτόμενη τις συστάσεις που ίσως ξανάχουμε για περιορισμό στη χρήση των κλιματιστικών και των ανεμιστήρων το καλοκαίρι – (θυμήθηκα και τα άλλα που είδα γύρω από την Τεχνόπολη). Γύρισα αλλού να κοιτάξω. Ο κόσμος στηνόταν για φωτογραφίες μπροστά σε κακόγουστες κατασκευές. Είναι που μεγάλωσε το παιδί μου και δεν το στήνω εκείνο για φωτογραφίες; Είναι που μεγάλωσα εγώ; Το μάτι μου πέφτει πάνω σε μπάλες σπασμένες. Πού πάνε τα στολίδια όταν πεθάνουν; Τόσα μέτρα φθηνής γιρλάντας; Τόσο φελιζόλ φτιαξιδομένο; Θλίβομαι – για λίγο.
Από το Σύνταγμα ως στην Ομόνοια μία κατηφόρα η Πανεπιστημίου που αυτή την ηλιόλουστη Πρωτοχρονιά δεν ξεχωρίζει από άλλες μέρες. Η Ομόνοια το κέντρο της πόλης, χωρίς να είναι πια. Μια ξεχασμένη βασανισμένη κόρη. Άλλοτε με τα σιντριβάνια της, άλλοτε όχι. Τώρα πάντως διανύει την «υγρή» της περίοδο. Στην περίμετρό της, με γυρισμένη πλάτη στο χορό των νερών, κάθονται οι άντρες. «Άντρες χωρίς γυναίκες». Κάτι θα έγραφε για αυτούς ο Μουρακάμι. Άντρες που έχουν αφήσει πίσω τις γυναίκες. Άντρες που δύσκολα θα βρούνε εδώ γυναίκες. Άντρες βυθισμένοι σε οθόνες-παρηγοριά. Κι η μουσική αταίριαστα χριστουγεννιάτικη. Και η μυρωδιά δημόσιου ουρητηρίου να τυλίγει άλλο δέντρο εδώ και άλλα στολίδια. Επιστροφή να πάρω την Πατησίων από την αρχή. Δεν είναι να μπλέκεις σε στενά εδώ. Οι μυρωδιές οξύνονται. Το ανακαινισμένο ΜΙΝΙΟΝ, που μόνο ΜΙΝΙΟΝ δεν είναι, έρχεται ως υπενθύμιση πως όλα αλλάζουν. Γίνομαι για λίγο παιδί που χαζεύει τη γωνιακή βιτρίνα. Και η el greco και η mattel με έχουν κάνει να μένω με το στόμα ανοιχτό. Δεν θέλω τίποτα ακριβώς. Θέλω μόνο να βλέπω. Γιατί αυτή την ομορφιά της εορταστικής βιτρίνας, δεν θες να τη χαλάσεις, δεν τολμάς να θες να την ακουμπήσεις. Σαν ιερό τέμπλο. Σαν μινιατούρα disneyland. Λες μόνο ευχαριστώ που το ζεις. Για λίγο είμαι οχτώ.
Ξαναγίνομαι μεγάλη και βιάζομαι να φύγω, γιατί ενοχλώ έναν κύριο που αδειάζει το περιεχόμενο της κύστης του πιο δίπλα. Οι μνήμες της περιοχής για μένα έχουν παγώσει από την εποχή των φοιτητικών και νεανικών μου χρόνων. Ακαδημίας, Ναυαρίνου, πλατεία Κάνιγγος, φοιτητικές εκδόσεις, φωτοτυπάδικα για σημειώσεις, λεωφορεία. Όσο περπατάω στην ήρεμη Πατησίων, τόσο μεγαλώνω. Η πόλη αλλάζει, αλλά και εγώ αλλάζω. Μέχρι να φτάσω στο Πεδίον του Άρεως έχω βαρύνει και από σκέψεις δέκα κιλά. Το Πολυτεχνείο ντράπηκα να το περιεργαστώ. Δεν το αξίζω. Σαν γκόμενος που του αφιερώνω ποτά και καψουροτράγουδα και όταν τον συναντώ τυχαία αλλάζω δρόμο, γιατί ξέρω και ξέρει πως εγώ τον παράτησα. Και φτάνω στην πύλη της Κολάσεως και την περνώ. Συνδεδεμένοι εμείς με άπειρα αόρατα σωληνάκια τροφοδοτούμε και ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, σήματα 4g και 5g και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Αειφόρος ανάπτυξη, πράσινη ανάπτυξη, τεχνολογική ανάπτυξη… Πώς γίνεται με τόση ανάπτυξη εγώ να νιώθω ότι συνθλίβομαι; Ο κόσμος βγήκε στο πάρκο, δεν έκατσε μέσα, γύρω από το τραπέζι, μπροστά στην τηλεόραση. «Έτσι όπως κάνεις, του χρόνου δεν θα έχεις δώρα», ακούγεται μια μάνα. Το παιδί ουρλιάζει. Το παίρνουν βιαστικά. Η μάνα κρατάει ένα μπαλόνι, ο πατέρας το παιδί και μία σακούλα στο χέρι. Λυπάμαι το παιδάκι. Έχει γυαλίσει το μάτι του από την κατανάλωση ζάχαρης και όλα τα χρωματιστά και ακριβά «τίποτα» που βλέπει. Λυπάμαι τους γονείς. Βγήκαν για μία βόλτα κι έχουν χαλάσει και τα λεφτά και τη διάθεσή τους.
Η protergia χαμογελά από το stand του χορηγού και τους εύχεται καλή χρονιά. Πλατεία Συντάγματος-Πεδίον του Άρεως. 35 λεπτά απόσταση. Δύο πλατείες που μετατράπηκαν για λίγο σε στρατόπεδα. Θυμήθηκα τις άλλες πλατείες κάποια χρόνια πριν. Πλατεία Συντάγματος-Καλλιμάρμαρο. 15 λεπτά απόσταση. Περισσότερο απομακρυσμένοι οι άνθρωποι. Σε ποια πλατεία θα μεγαλώσεις κι αυτό μια τυχαιότητα είναι. Τα παιδιά δε νοιάζονται, μόνο χώρο για να παίξουν θέλουν. Εμείς τα δηλητηριάζουμε θέλοντας να τους κάνουμε μύστες της σοφίας μας. Ζούμε την εποχή των απόλυτων απόψεων. Απόλυτες απόψεις που εκφράζονται απόλυτα. Μεγάλες ομάδες, μικρές ομάδες, υποομάδες, συλλογικότητες, σύλλογοι, group, αιτήματα για ακολούθηση, like, καρδούλες και φατσούλες θυμού… Ιδρώνω. «Θέλετε να σας βάψουμε το πρόσωπο;» Με το ζόρι ακούω την κοπέλα, μα κάθομαι σαν υπνωτισμένη. Βλέπω δίπλα μου τη Μαρία Αλιφέρη. Απέναντι, στα τετράγωνα των αστέρων, τεράστια emoji θυμωμένα φωνάζουν. Ένα λέει μια ιστορία, αλλά δεν ακούω καλά. Η Μαρία γυρίζει, με κοιτάζει και χαμογελαστά ρωτάει «συμφωνείτε ή διαφωνείτε;». Και εγώ έχω ιδρώσει. «Δεν ξέρω!»… «Συμφωνείτε ή διαφωνείτε;»… «Δεν ξέρω», λέω ακόμα πιο αγχωμένα και συνεχίζει η Μαρία, όλο και πιο έντονα, και εγώ φωνάζω «Δεν ξέρω… ίσως… μπορεί… δεν ξέρω, έχω αμφιβολίες… μήπως…». Και κοιτάζω κάτω και βλέπω μία καταπακτή έτοιμη να ανοίξει και να με ρουφήξει. «Τελειώσαμε! Σας αρέσει;». Η κοπέλα μου δίνει έναν καθρέφτη να δω πώς με έβαψε. Φεύγω χωρίς να πω τίποτα, ενώ εκείνη φωνάζει «καλή χρονιά». Βγαίνω έξω από το πάρκο. Έχω χαλάσει το εικοσάευρο, γλείφω ένα ζαχαρωτό που δεν μου αρέσει καθόλου, έχω δέσει στο χέρι ένα φουσκωτό παραμορφωμένο ελαφάκι και το μέτωπό μου γράφει «protergia» με πολλά αστεράκια και στρασάκια στα μάγουλα.