0.
“Δεν θα πω πολλά απόψε” υποσχέθηκα στον εαυτό μου πριν βγω στον δρόμο. Κοίταξα μια τελευταία φορά, από το μεγάλο μου παράθυρο την αραιή κίνηση του Νοέμβρη στα βρεμένα κράσπεδα του Κέντρου. Κάτω η πλατεία, το Γηροκομείο, το άσυλο, οι άνθρωποι. Πάνω τους ο Θεός; Τρεις μέρες μόνο έχουν περάσει από την άφιξή μου κι ετοιμάζομαι να φύγω.
Πρόλαβα όμως ακριβώς ότι έπρεπε: Να ανοίξω και να κλείσω το σπίτι. Να επισκεφτώ τον τάφο του Ντάνυ. Να δω την κόρη μου να γεννάει το μωρό. Να δω τον άντρα μου στο σπίτι που έφτιαξε για να στεγάσει το νόημα που έδωσε στην ζωή του επιλέγοντας να ζει με έναν άλλον άντρα. Να δω την μητέρα του, αλλά και την μητέρα μου να γερνάνε πανευτυχείς παρέα, σε έναν Οίκο Ευγηρίας για μεγαλοαστές που απ’ έξω γράφει “Γαλήνη”. Να επισκεφτώ την μικρή μου κόρη στο Ίδρυμα. Να πιω ένα κατακόκκινο ποτήρι κρασί στου Μπερνς και να μιλήσουμε για την αναχώρησή μου, το Λουξεμβούργο και όλα όσα δεν θα έκαναν ανιαρή μια Διαθήκη.
Η πόρτα που θα έκλεινε σε λίγο πίσω μου, στην μονοκατοικία μου στον λόφο, θα έπαιρνε για πάντα από τα μάτια μου την θέα της πόλης μου από ψηλά. Και μαζί της θα έπαιρνε και την τελευταία μου απόπειρα να ανήκω σε αυτήν. Σε κανέναν δεν είπα πως ήρθα με αυτήν την ελπίδα: Να μείνω. Όλοι ξέρανε πως θα είμαι περαστική και βιαστική όπως πάντα.
1.
– Όχι, όχι Χριστούγεννα δεν θα κάνουμε μαζί, είπα χτες μόλις στην Μπρέντα που με παρακαλούσε με το βλέμμα να μην φύγω. Θα είμαι στην Ευρώπη.
– Σε φαντάζομαι, μαμά, μπροστά στο αγαπημένο σου παράθυρο, να μας κοιτάς όλους από ψηλά και σκέφτομαι πόσο άδεια θα είναι η Ευρώπη για σένα, χωρίς αυτό το παράθυρο, χωρίς το σπίτι μας, χωρίς εμάς, είπε.
– Έχω κι εκεί ένα παράθυρο που κοιτάζει το Κέντρο. Πιο χαμηλά, είναι η αλήθεια. Πιο κοντά στη γη. Αλλά το ύψος της αγάπης μου για σένα, Μπρέντα φτάνει μέχρι τον Θεό, της ψιθύρισα στο αυτί και κοίταξα έξω, τον βροχερό ορίζοντα.
– Για άλλους είναι πολύ μακριά ο Θεός, μαμά, και για άλλους πολύ κοντά. Ανησύχησα. Μιλούσε σαν να ήξερε. Γνώριζα πως οι άνθρωποι με την ασθένεια της Μπρέντα συχνά αναπτύσσουν ικανότητες που σε άλλους μοιάζουν υπερφυσικές. Γύρισα να την κοιτάξω.
Τα μάτια της έβλεπαν ότι κοιτούσα κι αναστέναξε:
– Πάντα διάλεγες τα καλύτερα, μαμά.
Η Μπρέντα αν δεν είχε αρρωστήσει θα ήταν μια μεγάλη λογοτέχνης. Φρόντισα να την αφήσουν με ειδική άδεια να βγει απόψε από το Ίδρυμα για να φάμε επιτέλους μια φορά όλοι μαζί στο δείπνο που είχε ετοιμάσει η Πρου στο νέο της σπίτι. Κανέναν τους πια η Μπρεντα δεν έβλεπε αρκετά. Κανείς δεν ήθελε αλλά και λόγω συνθηκών δεν τους επιτρεπόταν να επισκέπτονται ένα άσυλο φρενοβλαβών.
Ρώτησα τηλεφωνικά την Πρου:
– Έχεις νεογέννητο, μήπως προτιμάς να μην έρθει η αδελφή σου στο δείπνο; Είναι σε χώρο πολύ εκτεθειμένο για την Δημόσια Υγεία.
– Δεν φοβάμαι, μαμά. Θα μεγαλώσω το παιδί μου, χωρίς τον πατέρα του. Δεν μπορώ να στερούμαι αυτούς που αγαπώ επειδή ο κόσμος μας απλά σαπίζει. Να έρθει η Μπρέντα.
– Να το πούμε και στις γριές; την ρώτησα με μια ειρωνεία, που η Πρου θα καταλάβαινε.
– Εννοείς στον μπαμπά και τον φίλο του; Ή στις γιαγιάδες; με αποστόμωσε.
Τελικά σε λίγο θα βρισκόμασταν όλοι μαζί, όπως μας άξιζε. Λατρεύω την Πρου. Αν έμενα εδώ θα την φόρτωνα με ένα ακόμη βαρύ γεγονός και η Πρου ξέρει καλά πόσο δεν θέλω κανείς να γίνεται βάρος σε κανέναν. Το ταξί με περίμενε από κάτω.
– Στο Κέντρο, είπα στον γοητευτικό νεαρό οδηγό φορώντας την μάσκα μου. Κοιτώντας με από τον καθρέφτη, έβαλε κι εκείνος την δική του, και σκέφτηκα πόσα προνόμια αποκτούν πια τα μάτια μέσα σε ένα μασκοφορεμένο πλήθος μελλοθανάτων.
Στο τελευταίο δείπνο με όλους μαζί σε λίγο, θα έχω ήδη νοσταλγήσει την Place Victor Hugo, στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού. Ούτε αυτό το σπίτι θα δω ξανά. Ναι είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είναι καλό να μην μιλάει κανείς πολύ σε αυτό το τραπέζι. Με τα μάτια και μόνο να μιληθούν, όσα δεν πρέπει να ειπωθούν. Έτσι κι αλλιώς τα στόματά μας πια είναι οι μάσκες μας. Κι αυτό ίσως για τα αφίλητα, τα πικραμένα χείλη και να είναι σωτήριο.
2.
Τις μάσκες αυτές λοιπόν, αφήσαμε για λίγο δίπλα στο πιάτο μας για να σηκώσουμε τα μαχαιροπήρουνα, όλοι μας.
– Οι Χειμώνες, πάντα σου απαγόρευαν να είσαι μαζί μας μαμά, μου είπε η Πρου. Φέτος που κανένα θέατρο όμως δεν θα λειτουργήσει, πουθενά στον κόσμο, γιατί δεν μένεις περισσότερο; Θα νοιώθω κι εγώ μια ασφάλεια με το μωρό.
Όλοι κοιτάχτηκαν με όλους. Εγώ προσπαθούσα να ξεκοκαλίσω αργά το ψάρι στο πιάτο μου. Την σιωπή έσπασε ο Μπέρνς.
– Πολύ εντυπωσιακό το καινούργιο σπίτι στο κέντρο, Πρου, έχει τόσα παράθυρα που νομίζεις πως είσαι καταμεσίς στην πλατεία. Κι ολόγυρα πηγαινοέρχονται περαστικοί. Άσε που δεν θα νοιώθεις και μόνη σου εδώ. Σοφή επιλογή…
– Είναι ωραίο να αισθάνεσαι πως μπαίνει όλη η πόλη μες το σπίτι απ’ τα παράθυρά σου, Πρου. Και νεκρούς ζωντανεύει αυτή η αίσθηση, είπε η Μπρέντα κοιτώντας την πλατεία.
– Και η “Γαλήνη” απέχει μόλις 500 μέτρα. Άνετα η Βάλερι κι εγώ θα μπορούμε να σε επισκεπτόμαστε, στον απογευματινό μας περίπατο, σχεδόν καθημερινά, είπε η γιαγιά στην εγγονή και κοίταξε την συμπεθέρα, που συμφώνησε μπουκωμένη με κάτι σπαράγγια στον ατμό.
– Και τι δεν είναι δίπλα σου, Πρου, ακόμη και το γραφείο του μπαμπά σου, είναι στα τρία λεπτά, είπε ο Λέιτον, ο αγαπημένος του άντρα μου. Θα ερχόμαστε με τον Πητ. Ε; Πητ;
Όλοι στράφηκαν στον άντρα μου. Έπρεπε κάτι να πει. Όταν ο Πήτερ έπρεπε κάτι να πει, η Γη σταματούσε για λίγο. Αυτά τα δευτερόλεπτα αμηχανίας τα γνώριζα τόσο καλά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Και το δικό του πιάτο ήταν ακόμη σχεδόν γεμάτο από το ψάρι του, όπως και το δικό μου. Αντίθετα με του Λέιτον που είχε αδειάσει.
– Όλοι θα βοηθήσουμε, μισoμουρμούρισε ο Πητ.
– Να σου βάλω λίγο ψάρι ακόμη Λέιτον, ρώτησε η μαμά μου που είχε αποφασίσει πως ήταν μετά την Πρου, εκείνη το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς, κι όχι εγώ.
– Ευχαριστώ, Κόνστανς, είπε ο Λέιτον, αλλά καλό είναι να μην βαρύνω άλλο το στομάχι μου, είναι και αργά.
Ο Μπερνς που φυσικά είχε φροντίσει για το σωστό χρυσόξανθο κρασί, που ταιριάζει με την ψαροφαγία, σήκωσε με μια ατόφια επισημότητα το ποτήρι του.
– Sauvignon Blanc, φυλαγμένο στην κάβα μου δεκαετίες, για την πιο όμορφη νεαρή μαμά της πόλης και την διάσημη μητέρα της. Μας εύχομαι αυτή η Πανδημία που δοκιμάζει τον Πολιτισμό μας και τις ανθρώπινες αξίες να αντιμετωπιστεί, άμεσα. Και να ανοίξουν τα Θέατρα παντού στον Κόσμο και πάλι, μέχρι την επόμενη Άνοιξη, αγαπητή μου Βίλμα.
– Τι να τα κάνουμε τα θέατρα, ανοιξιάτικα; Θα είναι γεμάτα κρούσματα. Την βόλτα μας να μπορούμε να κάνουμε, Μπερνς, έξω και φτάνει, ξανάπε ρηχά η μάνα μου.
– Εμάς, πάντως, στο τρελάδικο δεν μας επιτρέπουνε τις βόλτες, ούτε στο προαύλιο γιαγιά, είπε η Μπρέντα. Εσάς, πως σας αφήνουν; Η τρίτη ηλικία δεν πρέπει να προσέχει πιο πολύ; Δεν είστε οι γέροι, οι πιο επικίνδυνοι να μας κολλήσετε όλους;
– Στην Βάλερι κι εμένα, πάντως, μας επιτρέπουν ακόμη τους περιπάτους, Μπρέντα. Είμαστε καλά κορίτσια. Τηρούμε τα μέτρα και προσέχουμε.
– Εμάς πάλι, καλά κορίτσια δεν μας λες. Οι πόρτες μας σφραγίζουν από το ένα χάραμα, στο άλλο. Είμαστε ισοβίτισσες, εκεί μέσα. Λυπάμαι Πρού, που δεν μπορώ να βοηθήσω εσένα και το μωρό. Νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρύ από το να μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς πατέρα.
Ο Πήτερ ξερόβηξε κι ο Λέιτον βιάστηκε να του δώσει μια πετσέτα και να πάρει το λόγο:
– Έτσι κι αλλιώς, άτομα με μανιοκατάθλιψη, δεν πρέπει να πλησιάζουνε βρέφη, είπε.
– Ούτε ομοφυλόφιλοι πρέπει, ούτε γριές. ΟΑΚ* δεν είστε κι εσείς; ξεστόμισε η Μπρέντα.
Η Βάλερι πνίγηκε με την μπουκιά της. Άρχισε να βήχει πάνω στο πιάτο της. Ο Μπερνς μας έκανε νόημα να βάλουμε όλοι τις μάσκες μας. Το μωρό άρχισε να κλαίει, η Πρου πήγε μέσα βιαστικά και το δείπνο έληξε λίγο μετά.
3.
Αυτοκίνητα περίμεναν από κάτω την Μπρέντα για το Ίδρυμα, τις γιαγιάδες για την “Γαλήνη”, εμένα για το Αεροδρόμιο. Οι τρεις άντρες αποχώρησαν μαζί μας, περίπου ταυτόχρονα. Μέσα στο Ταξί σκεφτόμουν την Πρου, να φέρνει βόλτα το σαλόνι με τα ψηλά παράθυρα, όλη νύχτα και να κλαίει.
Ο Ντάνυ, ήταν έναν καλός σύντροφος για την κόρη μου. Ήταν γιατρός κι ένα από τα πρώτα άτυχα θύματα της Πανδημίας. Άφησε πίσω του μια ετοιμόγεννη σύζυγο και μια λαμπρή καριέρα. Επίσης θυμήθηκα πως εκτιμούσε πολύ το καλό θέατρο και είχε πει με χιούμορ στην Πρου, πως το να έχει για μαμά μια διεθνή ηθοποιό ήταν ένας από τους λόγους που της ζήτησε να παντρευτούν.
– Και γιατί δεν έκανες πρόταση γάμου στην μαμά μας, τον ρώτησε τότε, στο γαμήλιο πάρτι, ωμά σχεδόν η Μπρέντα. Μπορεί και να δεχόταν, Ντάνυ. Την μαμά, πάντοτε την φλέρταραν μικρότεροι της άντρες, σκέψου πως όταν παντρεύτηκε τον μπαμπά μας τον περνούσε ήδη μια δεκαετία.
– Και ιδού τα αποτελέσματα, Μπρέντα, είπε η Πρου τρυφερά, δεν νομίζω πως είναι μια καλή ιδέα για όλους μας να προξενεύεις τον άντρα μου στην μαμά μας ε; Μαμά;
– Πόσο τρελές είναι οι εγγονές μας, Κόνστανς, είπε ψιθυριστά η Βάλερι στην μαμά μου.
– Νομίζω κακώς αφήσαμε τότε, τον γιο σου να παντρευτεί την κόρη μου, Βάλερι, απάντησε η μαμά και κούνησαν το κεφάλι τους συνωμοτικά σαν να ήξεραν, μόνο εκείνες, πολύ καλά, από προέρχεται το κακό στον Κόσμο.
Η Πανδημία δεν είχε ακόμη ξεσπάσει και τα στόματα των ανθρώπων γελούσαν. Γελάσαμε όλοι πολύ κι εγώ κοίταξα τον Πήτερ που είχε γίνει κατακόκκινος. Πήγα να του κάνω μια αγκαλιά αλλά το πράσινο βλέμμα του Λέιτον με σταμάτησε.
Ο γάμος της κόρης μου, έγινε κατακαλόκαιρο κι όλοι φορούσαμε ρούχα ελαφρά, μεταξωτά και λινά. Ο κήπος της μονοκατοικίας μου στον λόφο, που δεν θα ξανάβλεπα, υποδέχτηκε το πάρτι, μετά την τελετή. Οι καλεσμένοι δεν ήταν πολλοί. Η Πρου έλαμπε μέσα στο λευκό ταφταδένιο της φουστάνι. Και η Μπρέντα φορούσε ένα κόκκινο μακρύ φόρεμα που της χάρισα όταν έγινε δεκαοκτώ. Εγώ φορούσα μπλε. Να κρύβομαι, όσο μπορούσα, μέσα στην αυγουστιάτικη νύχτα. Ο Ντάνυ όμως με βρήκε. Πριν διαλυθεί η γιορτή ανέβηκε τις σκάλες και με βρήκε μόνη μπροστά στο παράθυρο να πίνω κρασί.
– Βίλμα, σε ψάχνω ώρα, θέλει ο Μπερνς να μας βγάλει μια οικογενειακή φωτογραφία, δεν γίνεται να λείπεις. Η Μπρέντα μου το σφύριξε πως θα είσαι εδώ. Αυτό είναι λέει το αγαπημένο σου κρησφύγετο.
Μπροστά σε αυτό το παράθυρο, τόλμησα να ενώσω τα χείλη μου με τα δικά του. Αυτός ο νεαρός μελαχρινός γιατρός που μόλις είχε παντρευτεί την μεγάλη μου κόρη, ήξερα πως με επιθυμεί όσο τίποτα στον κόσμο. Το φιλί μας ήταν μακρύ, συρτό, υγρό και σιωπηλό. Κατεβήκαμε μετά και φωτογραφηθήκαμε όλοι μαζί. Εκεί τους άφησα το άλλο πρωί να κοιμούνται όλοι και συνόδεψα με το ταξί μου την Μπρέντα πίσω στο Ίδρυμα πριν πάω, όπως τώρα, στο αεροδρόμιο. Τον Ντάνυ, τον ξανάδα, σε μια φωτογραφία στο μνήμα του, τις προάλλες. Τα μάτια μου που δεν επιτρέπω πια να κλαίνε, παρά μόνο για τις ανάγκες ενός ρόλου, τα άφησα ελεύθερα να στάζουν πάνω στο μαρμάρινο γείσο του τάφου του.
– Έρχεστε συχνά στην πόλη που σας γέννησε; Με ξάφνιασε ο νεαρός που τσέκαρε το διαβατήριό μου στο αεροδρόμιο. Αν δεν διάβαζε το όνομά μου μάλλον δεν θα μπορούσε να με αναγνωρίσει με την μάσκα στο πρόσωπο.
– Τώρα που κλείνουν τα σύνορα προς την Ευρώπη, θα αργήσω πολύ να επιστρέψω. Εξάλλου δεν υπάρχει τίποτα πιο αβέβαιο από το μέλλον πια, του είπα ζεστά.
– Η πτήση για Λουξεμβούργο, θα φύγει στην ώρα της, είστε τυχερή.
Δεν ήθελα να του πω πως πέφτει έξω, την στιγμή που υπέγραφα μπροστά στα φωτεινά του μάτια το τελευταίο μου αυτόγραφο. Έχει δίκιο η Μπρέντα, αρέσω στους νεώτερους.
4.
– Οι ασθενείς μπορούν να επιλέξουν τον τρόπο και το χρόνο που θα τελειώσει η ζωή τους και οι γιατροί που αναλαμβάνουν να ικανοποιήσουν το αίτημά τους προστατεύονται από τη δίωξη. Υπάρχουν αυστηροί νομικοί όροι για τη διασφάλιση της διαφάνειας και του ελέγχου των ιατρικών διαδικασιών για τον οικειοθελή τερματισμό της ζωής.
Πριν από τη διενέργεια της πράξης επιβάλλεται ο γιατρός να διεξαγάγει αρκετές συνεντεύξεις με τον ασθενή, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη. Οι ανάλογες αιτήσεις μπορεί να κατατεθούν από οποιονδήποτε έχει μια ανίατη ασθένεια και η αιτία της ανίατης κατάστασης είναι αδιάφορη. Ο ασθενής πρέπει να έχει συναινέσει εγγράφως και για να θεωρηθεί νόμιμο το αίτημά του, πρέπει να έχει πλήρη συνείδηση κατά τη στιγμή της αίτησης, την κατάλληλη ηλικία και τη νομική ικανότητα να λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις, να έχει λάβει την απόφαση για την Ευθανασία χωρίς εξωτερική πίεση και να πάσχει από ανίατη ιατρική κατάσταση, χωρίς προοπτική βελτίωσης…
Όταν τελείωσε το τυπικό του λογύδριο, ο εφημερεύων γιατρός που με υποδέχτηκε υπέγραψα και πέρασα πίσω από τις Κλειστές Πόρτες του Κεντρικού Νοσοκομείου.
Με τον Μπερνς μιλήσαμε μόλις προσγειώθηκα στο πιο αδιάφορο αεροδρόμιο της Ευρώπης.
– Πως είναι το Λουξεμβούργο;
– Άδειο!
– Τι καιρό κάνει; με ρώτησε ο αγαπημένος μου φίλος, με ένα βραχνό σπάσιμο στην φωνή.
– Η βροχή με ακολουθούσε πετώντας πάνω από τον ωκεανό και με συνόδευσε ως εδώ, Μπερνς, του είπα.
– Ψέματα!
– Κι όμως, κοιτώντας έξω από το παράθυρο ανάμεσα στα σύννεφα, είχα την αίσθηση, πως το Μελόδραμα, είναι το μόνο είδος Θεάτρου, που για να το απολαύσεις, επιβάλλεται να βρέχει. Συνέχεια. Είναι Νοέμβριος κι εδώ, όπως κι εκεί Μπέρνς.
– Θα μου λείψεις, Βίλμα.
– Λες, να μου λείψεις κι εσύ, Μπερνς; Μακάρι… Τότε θα υπάρχει ελπίδα.
*ΟΑΚ: Ομάδες Αυξημένου Κινδύνου