Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε έναν τόπο ένας ζητιάνος. Κανείς δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομά του και από που κράταγε η σκούφια του μα όλοι τον γνώριζαν σε κείνα τα μέρη. Ήτανε λένε αψηλός σαν κυπαρίσσι και το κορμί του το κράταγε ορθό σαν το δεντρί που στέκεται κόντρα στον αέρα που φυσάει.
Τα ποδάρια του λιανά που κρύβανε δύναμη, είχανε περπατήσει όλους τους τόπους, κείνους που κατοικούνε οι άνθρωποι και κείνους που διαφεντεύουν τα θεριά. Είχε διαβεί μέσα σ’ όλους τους καιρούς, κάτω απ’ τον ήλιο που όλα τα ψήνει και τα λιώνει, μέσα στις βροχές που καταστρέφουνε με πλημμύρες τους κόπους των ανθρώπων, άκουσε τα ουρλιαχτά και του ανέμου τους ψιθύρους και τα χνάρια του αποτυπώθηκαν σ’ όλων των ειδών τα χώματα. Οι ντόπιοι του κάθε τόπου τον φώναζαν «ζητιάνο» κι οι περαστικοί κι οι ταξιδιώτες, που στα ταξίδια τους τον απαντούσαν, τον έλεγαν «αυτός που ξέρει όλους τους δρόμους».
Τα μάτια του αστράφτανε και ψάχνανε πάντα το γιατί, με ένα βλέμμα να μετράει την πάστα των ανθρώπων. Είχαν αντικρίσει όλα κείνα που σε κάνουν να απομένεις άλλες φορές με στόμα ανοιχτό από θαυμασμό κι άλλες φορές από ντροπή να κατεβάζεις το κεφάλι… Στον ώμο του το δεξί κρέμονταν, αδειανό τις πιο πολλές φορές, ένα σακούλι τρύπιο, που μέσα του είχε μαζέψει κουβέντες απ’ τα στόματα και τις καρδιές του κόσμου άλλες φορές ζεστές, τις πιο πολλές πιο κρύες σαν τη νύχτα της ερήμου, κι αυτός ο ίδιος ας μην έβγαζε λέξη απ’ τα χείλια του. Ζούσε απ’ αυτά που του έδιναν οι άλλοι, πότε λίγα και πότε περισσότερα μα πιότερο τον θρέφαν, λένε οι ιστορίες, και περπατούσε και πήγαινε και περπατούσε και διάβαινε κι άφηνε πίσω του τις έγνοιες των ανθρώπων και σε καινούργια χώματα νέες συναντούσε…
Λένε πως μια μέρα βρέθηκε σε τόπο μακρινό να διαβαίνει τους δρόμους μιας πολιτείας που την είχε κι άλλοτε ματακούσει μα τα μέρη της δεν τα είχε περπατήσει ποτέ μέχρι τότε. Άφησε πίσω του τις πλατείες που βούλιαζαν από του κόσμου τα συναπαντήματα, πέρασε μέσα στη φασαρία απ’ το αλισβερίσι που φωλιάζει στα παζάρια, στ’ αυτιά του έφτασαν φωνές των πουλητάδων και των πραματευτών. Περπάτησε ώρες πολλές στα στενοσόκακα ανάμεσα στις σκιές, τα ποδάρια του γνώρισαν χώματα απ’ άλλη σκόνη. Σε μια στιγμή βρέθηκε ξαφνικά σε έναν δρόμο που το ένα σπίτι ήταν καλύτερο απ’ το άλλο. Βάλθηκε το στόμα του να χάσκει κι έφερε στο νου του ανθρώπους που χάνονταν ξεχασμένοι απ’ τους πολλούς, κι άλλους που κεραμίδι εξόν από τούτον δω τον ουρανό στο κεφάλι τους δεν έβαλαν.
Την ώρα που η ματιά του βάλθηκε να ξεκοκαλίζει ένα σπίτι που ξεχώριζε ανάμεσα στα θαυμαστά, άνοιξε ξάφνου ένα παραθύρι του. Από μέσα πρόβαλε ένας άντρας. Γύρισε και κοίταξε άγρια τον ξένο που στεκόταν μπροστά στο σπιτικό του. Καθόλου δεν του άρεσε που η ματιά του ζητιάνου αγκάλιαζε δικό του πράμα και του φώναξε: «Τι ζητάς, ξένε, και τι γυρεύεις σε τούτη εδώ τη γειτονιά; Τι κοιτάς;» Ο ζητιάνος μαζεύτηκε και δε μίλησε.
Ο άντρας απ’ το παράθυρο φώναξε ξανά κι άρχισε τώρα να θυμώνει: «Ποιος είσαι και τι θέλεις; Γιατί δεν απαντάς; Τι θες;» Ο ζητιάνος βάλθηκε να κοιτάζει, δίχως να αποκρίνεται, κείνον τον άντρα που ούρλιαζε μπροστά του από ψηλά. Ο άντρας θύμωσε ακόμα περισσότερο: «Ποιος είσαι; Πες μου! Ποιος είσαι του λόγου σου;» ακούστηκε η φωνή του κι απλώθηκε σ’ όλη τη γειτονιά απ’ άκρη σ’ άκρη. Τα παραθύρια τριγύρω κίνησαν ν’ ανοίγουν και κάμποσα κεφάλια φάνηκαν όλο περιέργεια να βγαίνουν από μέσα.
Ο ζητιάνος, ο περαστικός, σήκωσε το κεφάλι του και τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του άντρα που φώναζε χωρίς σταματημό: «Ποιος είσαι; Ποιος είσαι! Γιατί δε μιλάς! Απάντησε, ποιος είσαι Μιλιά δεν έχεις; Ποιος είσαι;» Τότε ήταν που μίλησε ο ξένος για πρώτη φορά μετά από καιρό και είπε μετρώντας τις κουβέντες του: «Δεν με νοιάζει που δε με ξέρεις, ούτε με στενοχωρά που δε γνωρίζεις του λόγου σου ποιος είμαι. Φτάνει που ξέρω, ποιος είμαι, εγώ…»
Discussion about this post