Συστατικά στοιχεία των πόλεων. Τα βλέπουμε καθημερινά, ζούμε με αυτά. Συνυφασμένα με το αστικό τοπίο σε σημείο απόλυτο. Υπήρχαν πριν από εμάς και ελπίζουμε να συνεχίσουν και μετά.
Μια λέξη τη φορά, την ξεδιπλώνω, την κυκλώνω και την παρουσιάζω.
Λέξη δεύτερη: το παγκάκι
παγκάκι (το) ουσ. [υποκορ. του πάγκος] πάγκος, απλή κατασκευή, από ξύλο ή πλαστικό που τοποθετείται σε υπαίθριους χώρους (πάρκα, στάσεις λεωφορείων κτλ.) και χρησιμεύει ως κάθισμα
πάγκος (ο) ουσ. [ < μσν. μπάγκος < ιταλ. Banco] έδρανο, θρανίο || (ειδ.) το κάθισμα του κωπηλάτη || τραπέζι μαραγκών ή τσαγκαράδων || έπιπλο όπου το ταμείο καταστήματος (καφενείου ή άλλου)
Ποιος δεν έχει κάτσει στη ζωή του σε παγκάκι; Άλλο ένα δεδομένο της πόλης μας… ή μήπως τελικά δεν είναι και τόσο; Για να δούμε.
Τα παγκάκια είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του αστικού εξοπλισμού, συνήθως τοποθετημένα σε δημόσιους χώρους, όπως πάρκα, πεζόδρομους, πλατείες, άλση, δρόμους, πεζοδρόμια. Εξυπηρετούν βασικά την ανάγκη για ανάπαυση, προσφέροντας ένα σημείο καθίσματος σε εξωτερικούς χώρους. Η ιστορία τους είναι μακρά και συνδέεται με την εξέλιξη της δημόσιας υποδομής και της αστικής ζωής. Ταυτόχρονα, τα παγκάκια χρησιμοποιούνται σε αυλές σπιτιών και κήπους, πάλι ως σημεία ξεκούρασης, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και ως μέρη της ευρύτερης διακόσμησης.
Τα πρώτα παγκάκια εμφανίστηκαν ως μέρος των δημόσιων χώρων στην αρχαιότητα. Ήδη από την αρχαία Ρώμη υπήρχαν δημόσιοι χώροι με σημεία για καθίσματα, αν και δεν ήταν όπως τα σύγχρονα παγκάκια. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, τα δημόσια παγκάκια άρχισαν να παίρνουν πιο οργανωμένη μορφή σε πλατείες και αγορές, καθώς η έννοια της δημόσιας συνάθροισης έγινε πιο κεντρική στις κοινωνίες.
Τα συνηθέστερα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται είναι το ξύλο, το σίδερο, η πέτρα και το μάρμαρο. Τα τελευταία χρόνια έχει προτεθεί και το πλαστικό – αλίμονο…
Αναγέννηση και αστικοί κήποι: Κατά την Αναγέννηση, οι δημόσιοι κήποι και τα πάρκα άρχισαν να γίνονται πιο διαδεδομένα στις ευρωπαϊκές πόλεις. Τότε εμφανίστηκαν περισσότερα παγκάκια, κατασκευασμένα συχνά από ξύλο και σίδερο.
19ος αιώνας και βιομηχανική επανάσταση: Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με την άνοδο της βιομηχανικής επανάστασης και την αστικοποίηση, τα παγκάκια έγιναν πιο συνήθη στις πόλεις της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Σε αυτήν την περίοδο, η κατασκευή τους από μέταλλο έγινε πιο διαδεδομένη.
20ός αιώνας: Με την περαιτέρω ανάπτυξη των δημόσιων πάρκων και χώρων, τα παγκάκια εξελίχθηκαν σε διάφορα στυλ και υλικά. Ο σχεδιασμός τους άρχισε να ποικίλει περισσότερο, με σκοπό να προσαρμοστεί στις ανάγκες και την αισθητική κάθε περιβάλλοντος.
Τα παγκάκια βέβαια, εκτός από τον προφανή τους ρόλο, αυτόν της ανάπαυσης, έχουν αποκτήσει ένα επιπλέον επίπεδο σημασίας: αυτόν της κοινωνικής συναναστροφής.
Το παγκάκι, σαν άλλη εστία, είναι αυτό το αντικείμενο που όπου κι αν βρίσκεται συγκεντρώνει γύρω του ανθρώπους. Δημιουργούν έναν τόπο όπου οι άνθρωποι μπορούν να κάθονται, να συζητούν, να παρατηρούν το περιβάλλον τους.
Στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, εκτός από την έλλειψη φαντασίας σχετικά με τον σχεδιασμό των παγκακίων, πάσχουμε μάλλον και από παγκακική αλλεργία, αφού όσο περνάνε τα χρόνια τόσο λιγότερα παγκάκια βλέπουμε μέσα στην πόλη. Ενώ αποτελούν ένα βασικό στοιχείο του δημόσιου χώρου και συχνά θεωρούνται δείκτης της φροντίδας και του προσεγμένου σχεδιασμού μιας πόλης, αναπλάσεις πλατειών και ελάχιστες καινούριες που δημιουργούνται πλέον, φαίνεται να αποφεύγουν την τοποθέτηση παγκακίων όπως ο διάολος το λιβάνι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κεντρικότερη και πολύπαθη πλατεία της πρωτεύουσας, η πλατεία Ομονοίας, η οποία κατά την τελευταία της ανάπλαση μας εμφανίστηκε δίχως ίχνος καθίσματος. Όταν τα παγκάκια απουσιάζουν, οι χώροι γίνονται απλά περάσματα και όχι τόποι διαμονής. Η έλλειψή τους ενισχύει τους γρήγορους ρυθμούς αυτής της πόλης, την αποκοπή από τον δημόσιο χώρο και βίο, την αίσθηση της συνεχούς κίνησης χωρίς κανένα περιθώριο (ανά)παύσης, αράγματος, ρεμβάσματος. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, τα εναπομείναντα παγκάκια, σπανίως φροντίζονται όπως θα έπρεπε από το κράτος – φθαρμένα, βρόμικα, κουτσουλημένα, ξεχαρβαλωμένα. Ακόμη, όταν τοποθετούνται καινούρια παγκάκια, το σύγχρονο ντιζάιν τα θέλει πιο μίνιμαλ, άρα, τι θα αφαιρέσεις από το παγκάκι ώστε όμως να εξακολουθεί να είναι παγκάκι; Μα φυσικά την πλάτη του… Τι άλλο όμως αφαιρείς αν αφαιρέσεις την πλάτη του; Μα φυσικά την όσο πιο άνετη ξεκούραση του αναβάτη.
Αρκεί να παρατηρήσουμε έναν δημόσιο χώρο στον οποίο υπάρχουν παγκάκια και έναν από τον οποίο απουσιάζουν – πόσο πιο άδειος, αφιλόξενος και απρόσιτος μοιάζει. Το παγάκι είναι εκείνο το στοιχείο που σε προσκαλεί, σε φωνάζει, σε χρειάζεται – όταν βλέπεις ένα άδειο παγκάκι δε νιώθεις ότι πρέπει να πας να το γεμίσεις; (Τι; Όχι; Μόνο εγώ; Ας είναι…) Και ασφαλώς το χρειάζεσαι κι εσύ, για να πάρεις μια ανάσα, να πιεις έναν καφέ, να δέσεις τα κορδόνια σου.
Το παγκάκι-αρχέτυπο για την ελληνική πραγματικότητα είναι ένα παγκάκι με ξύλινο κάθισμα και πλάτη, και μεταλλικά πόδια, βαμμένο πράσινο ή κόκκινο. Εικόνες τέτοιων παγκακίων έχουν χαραχτεί για τα καλά στη συλλογική μας μνήμη: μανάδες στις παιδικές χαρές ενόσω τα πιτσιρίκια τρέχουν πέρα δώθε· μεγαλύτεροι πιτσιρικάδες, όταν οι κούνιες έχουν πλέον αδειάσει από τους μικρότερους, αραχτοί σε αυτά τα ίδια παγκάκια των μανάδων, με τη χαρακτηριστική στάση πάνω τους –την οποία προσωπικά σιχαίνομαι αλλά δεν παύει να είναι γεγονός– καθισμένοι στην πλάτη του παγκακίου και πόδια στο κάθισμα, κάνοντας τα πρώτα τους τσιγάρα· ηλικιωμένοι σε πλατείες και πάρκα, στηρίζοντας τα πόδια τους σε μαγκούρα, να συζητάνε, να παίζουν τάβλι· νεαρά ζευγαράκια να ερωτοτροπούν δημοσίως· ένα σουβλάκι στο χέρι σε ένα παγκάκι ή μία μπύρα· σκηνές από ελληνικές ταινίες, κυρίως από ραντεβού· παγκάκια στα οποία κοιμούνται οι άστεγοι αυτής της πόλης· ένα παγκάκι στο Ζάππειο· ένα παγκάκι στο πεδίον του Άρεως· ένα παγκάκι με έναν μόνο αναβάτη στη μία άκρη του… Και χιλιάδες ακόμα σχηματισμοί και μεταμορφώσεις, ανάλογα τις διαθέσεις των μετόχων.
Το παγκάκι-αρχέτυπο για την ελληνική πραγματικότητα είναι ένα παγκάκι με ξύλινο κάθισμα και πλάτη, και μεταλλικά πόδια, βαμμένο πράσινο ή κόκκινο.
Ακολουθεί μνεία στο παγκάκι;… Ή στον έρωτα;
Όμως, το πραγματικό παγκάκι-έργο-τέχνης, είναι ένα. Είναι αυτό το άπειρα χαραγμένο, σκαλισμένο και γραμμένο με ιστορίες ολόκληρες αγάπης.
Το παγκάκι το λαξευμένο από βαθιά μονογράμματα. Όλη η αλφαβήτα έχει περάσει από πάνω του, με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς της, μαζί με συν και ίσον και καρδιές και l.f.e. Το παγκάκι, απάγκιο εφηβικών ερώτων. Σκέφτομαι το χέρι, μ’ ένα κλειδί στο χέρι, να παλεύει με το ξύλο. Σκέφτομαι τα χαραγμένα σημάδια, βαθύτερα ή ρηχότερα – ανάλογα με τη δύναμη και την υπομονή του ερωτευμένου. Ο έρωτας όμως, λένε, όλα τα νικά.
Τα παγκάκια είναι οι ιέρειες των δημόσιων χώρων. Τα παγκάκια δημιουργούν τον δικό τους χωροχρόνο μέσα στο αστικό σύμπαν. Τα παγκάκια δεν κάνουν διακρίσεις. Δέχονται πάνω τους τους πάντες και ποτέ δε θα σχολιάσουν το ποιόν σου.
Ιδού και το ομώνυμο τραγουδάκι από τον Κ. Βήτα. Δίχως λόγια, ό,τι πρέπει για να ακούσεις με τα ακουστικά σου πάνω σε ένα παγκάκι και την πόλη να φτιάχνει το δικό της βίντεο κλιπ.