Κτίρια που επέτρεψαν τη γνώση να ανθίσει, άνθρωποι που μετέδωσαν το όραμά τους και άλλαξαν τη διαδικασία της εκπαίδευσης, τον τρόπο διδασκαλίας ή έβαλαν το λιθαράκι τους ώστε να λυθεί το γλωσσικό ζήτημα, καθημερινοί άνθρωποι που ασχολούνται με την εκπαίδευση, τη μόρφωση και την παιδεία.
Είναι όλα αυτά ουσιαστικά για το (καθιερωμένο πλέον) αφιέρωμα της ΗΠΖ στην εκπαίδευση, τη μόρφωση, την παιδεία και τη γνώση; Για εμάς, ναι. Κάθε όνειρο -μικρό ή μεγάλο- θέλει μια φωλιά για να εκκολαφθεί και έναν άνθρωπο να αρχίσει να κινεί τα γρανάζια της φαντασίας και του μυαλού του.
Η γνώση είναι εργαλείο. Αξίζει σε όλους, αρκεί να διψούν για αυτήν. Δεν έχει ηλικία, καθώς όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών «Γηράσκω αει διδασκόμενος». Ανοίγει τα μυαλά σαν αλεξίπτωτα, φέρνει κοντά ανθρώπους και ιδέες, εξελίσσει ατομικά και συλλογικά. Σαν ποτάμι που πάει μόνο μπροστά και δεν αφήνει τα νερά να λιμνάσουν. Κι αν πολλές φορές η γνώση πολεμιέται γιατί δε συμφέρει κάποιους να την αποκτήσουν οι πολλοί, βρίσκει πάντα τον τρόπο της να ανθίσει. Σαν ένα μικρό χορταράκι που παλεύει να βγει στο φως ανάμεσα στα στενά πεζοδρόμια της πόλης.
Ρόζα Ιμβριώτη (1898-1977)
Η μεγάλη αυτή παιδαγωγός και δασκάλα του 20ου αι. αγωνίστηκε για τα γυναικεία δικαιώματα, για την ισότητα των ανθρώπων, για το δικαίωμα όλων στη μόρφωση, για ένα σχολείο, που θα συνδέει τον άνθρωπο με τη ζωή και θα τον ανεβάζει ηθικά και πνευματικά, για να γίνεται χρήσιμος κοινωνικά.
Η Ρόζα Ιμβριώτη (Ρόζα Ιωάννου) γεννήθηκε το 1898 στην Αθήνα. Τελείωσε το Αρσάκειο και έπειτα Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1928 μέχρι το 1930 συνέχισε τις σπουδές της στο Βερολίνο κοντά στον καθηγητή Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, Έντουαρτ Σπράνγκερ.
Μέσω της Αύρας Θεοδωροπούλου, γνωστής φεμινίστριας του Εκπαιδευτικού Ομίλου, και ενώ είναι ακόμη φοιτήτρια στην Φιλοσοφική, δίδαξε στο Κυριακό Σχολείο Εργατριών Λειτουργούσε κάθε Κυριακή και οι εργάτριες διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική σε μία εποχή που ο αναλφαβητισμός των γυναικών άγγιζε το 98%.
Ήταν υποστηρίκτρια του δημοτικισμού και μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Συνεργάστηκε με τον Θεοδωρόπουλο και τον Δημήτρη Γληνό στην σύνταξη των εκπαιδευτικών προγραμματικών διακηρύξεων του Συνδέσμου Ελληνίδων υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός που δημοσιεύθηκε το 1923 στο περιοδικό Ο Αγώνας της Γυναίκας.
Το 1924 διδάσκει στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, Φιλοσοφία της Ιστορίας. Η πρώτη «πρωτιά» της Ιμβριώτη εμφανίζεται εδώ (καθώς θα ακολουθήσουν κι άλλες), αφού είναι η πρώτη γυναίκα που δίδαξε σε Ανώτερο Πνευματικό Ίδρυμα. Εξαιτίας μίας συζήτησης στο μάθημά της για το βιβλίο του Γ. Κορδάτου για την Επανάσταση του 1821, κατηγορήθηκε για υλιστική διδασκαλία. Η κατηγορία αυτή αποτέλεσε για τους Μαρασλειακούς την κατάλληλη αφορμή για να ξεκινήσουν γενικευμένη επίθεση εναντίον του δημοτικισμού στην εκπαίδευση αλλά και για να οδηγήσουν στα δικαστήρια τους πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης (εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με πρωτοβουλία του Δ. Γληνού και του Α. Δελμούζου) και την Ιμβριώτη με την κατηγορία ότι δίδασκε αντεθνικά. Το 1926 ο Πάγκαλος την απέλυσε.
Το 1934 γίνεται γυμνασιάρχης στο Κιλκίς και μία δεύτερη πρωτιά ακολουθεί· γίνεται η πρώτη γυναίκα γυμνασιάρχης στην Ελλάδα.
Επί δικτατορίας Μεταξά, ο δικτάτορας την καλεί και της λέει, «Δεν θέλω να σε απολύσω, αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω κιόλας κοντά στα παιδιά. Θα μου κάνεις τα ελληνόπουλα κομμουνιστές. Διάλεξε τι άλλο μπορείς να κάνεις, αλλά προς θεού, μακριά από τα ελληνικά νιάτα». Η ευφυής Ιμβριώτη όμως του αντιπροτείνει κατευθείαν, «Εγώ μπορώ να ιδρύσω ένα σχολείο για παιδιά με νοητική υστέρηση. Εσύ αρκεί να το στηρίξεις οικονομικά».
Έτσι παίρνει και την τρίτη πρωτιά αφού υπήρξε πρωτοπόρος της ειδικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Το 1937 ίδρυσε το Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών που λειτούργησε από τον Μάρτιο του 1937 μέχρι και τον Οκτώβριο του 1940 στην Καισαριανή και το οποίο αποτέλεσε την πρώτη επίσημη προσπάθεια στην Ελλάδα για τη συστηματική αγωγή των παιδιών με νοητική υστέρηση.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Το 1943 συμμετείχε στο Κεντρικό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ και το 1944 πηγαίνει στην Ελεύθερη Ελλάδα και σχεδιάζει μαζί με τους συνεργάτες της, Κώστα Σωτηρίου και Μιχάλη Παπαμαύρο, το πρόγραμμα της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (γνωστή και ως «Κυβέρνηση του βουνού) για μία «Δημοκρατική Παιδεία». Το 1944 διευθύνει το Παιδαγωγικό Φροντιστήριο της Τύρνας στα Τρίκαλα. Γράφει και το αναγνωστικό «Αετόπουλα».
Το 1948 εξορίστηκε στο Τρίκερι. Από ΄κει, το 1950, μεταφέρθηκε μαζί με πολλές άλλες γυναίκες εξόριστες στην Μακρόνησο και στη συνέχεια ξανά πίσω στο Τρίκερι μαζί με όσες αρνήθηκαν να υπογράψουν. Ακόμη και στην εξορία η Ιμβριώτη δεν σταμάτησε να τελεί τα εκπαιδευτικά της καθήκοντα. Έβαλε σε εφαρμογή ένα μορφωτικό εκπολιτιστικό πρόγραμμα εκπαίδευσης των γυναικών μαζί με μία ομάδα άλλων διδασκαλισσών και καθηγητριών οι οποίες είχαν επίσης εκτοπιστεί λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ. Η παιδαγωγός κατά τη διάρκεια της εξορίας βασανίστηκε ανελέητα επανειλημμένα προκειμένου να καμφθεί το ηθικό και των άλλων κρατουμένων. Αλλά εκείνη έδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή στα βασανιστήρια και τις πιέσεις και δεν αποκήρυξε τις ιδέες της.
Το φιλοσοφικό υπόβαθρο των παιδαγωγικών αντιλήψεων της επικεντρώνεται στα εξής: Απόλυτη και αληθινή ισότητα όλων των παιδιών στην παιδεία, όποια κι αν είναι η κοινωνική τους προέλευση. Απόλυτη ισότητα των δύο φύλων. Απόλυτη ισότητα των διαφόρων εθνοτήτων, που τυχόν κατοικούν μέσα στην περιοχή του κράτους. Δωρεάν παιδεία και επιπλέον βοήθεια στους άπορους μαθητές. Χωρισμό του κράτους από την Εκκλησία. Δημοκρατικοποίηση και ορθολογισμό του περιεχομένου της παιδείας. Στενή σύνδεση της μόρφωσης με την παραγωγική δουλειά και τη ζωή, δημοκρατική οργάνωση της σχολικής κοινότητας.
Κώστας Σωτηρίου (1889-1966)
Ο Κ. Σωτηρίου γεννήθηκε το 1889 στο Μαρκόπουλο Αττικής. Αρχικά σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και στο Διδασκαλείο Μέσης Παιδείας. Στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στη Ζυρίχη, τη Λωζάνη και την Γενεύη πάνω στην αστική ψυχολογία της εποχής του.
Ήταν μαθητής και συνεργάτης του Δημήτρη Γληνού του οποίου τη δουλειά συνέχισε. Η μαθητεία του κοντά στον Γληνό τον οδήγησε στο να αποχωριστεί τις συντηρητικές ιδέες με τις οποίες είχε μεγαλώσει. Από υποστηρικτής της καθαρεύουσας, γίνεται δημοτικιστής. Μιλάει στην δημοτική στα μαθήματα που παρακολουθούσε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης ενώ πολλοί συνάδελφοί του τον κατηγορούν για αυτήν την επιλογή του αλλά ο δάσκαλός του, Γληνός, τον υποστηρίζει σε αυτήν του την απόφαση. Υποστηρίζει μία παιδεία που θα είναι προς όφελος του λαού και της κοινωνίας, χωρίς διακρίσεις.
Ο ίδιος αναφέρει στο «Γλώσσα και Παιδεία» (της Επιθεώρησης Τέχνης, 1963): «Παιδεία με την πλατιά έννοια είναι ο φωτισμός, η ολόπλευρη μόρφωση του λαού με την επιστήμη, με την τεχνική, με την τέχνη. Παιδεία με τη στενή έννοια είναι η εκπαίδευση, η μόρφωση που δίνει το σχολείο από το νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήμιο, στη νέα γενιά».
Στην διάρκεια του Μεσοπολέμου γράφει, μεταφράζει, αρθρογραφεί και εκδίδει παιδαγωγικές εκδόσεις. Την ίδια περίοδο διδάσκει ψυχολογία-παιδοψυχολογία στην «Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή» του Γληνού.
Το 1924 ο Γληνός του αναθέτει να γίνει καθηγητής Ψυχολογίας στους σπουδαστές της Μαράσλειου Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
Το 1928, μετά τη νίκη του Βενιζέλου στις εκλογές, τοποθετείται διευθυντής στο Διδασκαλείο Θηλέων Πειραιώς, τη «Ράλλειο», και εκεί θα επιδιώξει να υλοποιήσει τις αρχές του, μέχρι και το 1935, όπου απολύεται.
Διευθύνει το περιοδικό «Παιδαγωγική» το οποίο αποτελεί έναν ελεύθερο χώρο έκφρασης του αντιδικτατορικού πνεύματος μέχρι και το 1940 οπότε και αναστέλλεται η λειτουργία του.
Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η συμβολή του στα χρόνια της κατοχής. Μαζί με άλλους πρωτοπόρους δασκάλους και παιδαγωγούς προσέφεραν κάθε είδους βοήθεια για την μόρφωση του κόσμου και των νέων. Μαζί με την Ρόζα Ιμβριώτη και άλλους διανοούμενους εκπαιδευτικούς εξέδιδαν το περιοδικό «Νέα Γενιά» και κατεύθυναν πνευματικά και παιδαγωγικά την ΕΠΟΝ. Επίσης, μαζί με τον Μιχάλη Παπαμαύρο διευθύνει το «Παιδαγωγικό Διδασκαλείο Καρπενησίου». Το έργο τους εκεί ήτανε πολύ δύσκολο καθώς έπρεπε μέσα σε δύο με δυομιση μήνες να βγάλουν την ύλη που διδασκόταν στις δημόσιες Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Ο Σωτηρίου εμψυχώνει τους πάντες λέγοντας: « Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. Οι Ρωμιοί πάντα στα ταμπούρια τα ΄χουν τα σχολειά ».
Τα λόγια του Τάσου Βαφειάδη για τον Κ. Σωτηρίου είναι διαφωτιστικά σε σχέση με τις ιδέες που είχε για την παιδεία:
«Ζητούσαμε πληροφορίες για τη διδασκαλία του στο Διδασκαλείο. Για τη σχολική πράξη στην πράξη, όχι με τα λόγια στο περιοδικό. Το πρόβλημα έμπαινε – μπαίνει και σήμερα – έτσι: θα δίνουμε έτοιμη πνευματική τροφή στα παιδιά; Και αυτά θα παπαγαλίζουν; Δε θα τα οδηγήσουμε στη γνώση με την ατομική τους έρευνα; Η απάντηση του: ‘‘Η προσπάθειά μου είτανε πάντοτε να οδηγήσω τα παιδιά να παρατηρούν, για να τους ξυπνήσω τη δίψα για την έρευνα.
Στο πρώτο μου μάθημα στο Διδασκαλείο Θηλέων είπα στα κορίτσια: ‘Λοιπόν, εγώ μόνο θα μιλώ από την έδρα και σεις θ’ ακούτε με σταυρωμένα τα χέρια; Θα είστε μουγγές; Και ύστερα θα παπαγαλίζετε για να πάρετε βαθμό; Όχι, δε θα δουλέψουμε έτσι’. Και οργάνωσε δυό Φροντιστήρια: το ένα θεωρητικό, όπου τα κορίτσια έφερναν για συζήτηση τις αναλύσεις που έκαναν σε διάφορα παιδαγωγικά συγγράμματα. Το άλλο πρακτικό, για τα προβλήματα του δασκάλου.
Το πρώτο πρόβλημα που έβαλε ήταν: Η Ελενίτσα αργεί να έρθει το πρωί στο σχολείο. Τι θα κάνετε; Αν παπαγαλίζετε, θα σας πω πόσες ποινές υπάρχουν. Θα τις ξέρετε και θα τις εφαρμόζετε. Δεν το θέλω. Να, εδώ είναι η βιβλιοθήκη. Διαβάστε. Ορίστε και δυό εισηγήτριες. Να συζητήσουμε όλη η τάξη. Στο τέλος θα πω κι εγώ τη γνώμη μου. Έγινε η εισήγηση για τις ποινές στο σχολείο. Ακολούθησε η συζήτηση. Στο τέλος πετάχτηκε μια μαθήτρια: «Κύριε διευθυντά, εγώ δε συμφωνώ με τις απόψεις που υποστηρίξατε». Η απάντηση του Σωτηρίου: «Εσένα που δε συμφωνείς, σου βάζω 10, άρισα. Πες μου τώρα τη γνώμη σου». Η δουλειά είχε μπει σε καλό δρόμο, συμπεραίνει ο Σωτηρίου. Οργάνωσε και λογοτεχνικό φροντιστήριο, για την ανάλυση λογοτεχνικών έργων.
Συχνά έλεγε: Ήθελα τα παιδιά να μορφωθούν και να αποκτήσουν πρακτικές δεξιότητες. Όμως όχι για τον εαυτό τους. Όχι για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους. Τι να τα κάνουν όλα αυτά, αν δεν διαθέτουν τη μόρφωση και τις ικανότητές τους για το καλό των άλλων, του συνόλου, της κοινωνίας».
Δημήτρης Γληνός (1882-1943)
«Η κοινωνικότητα, πού ολοένα αυξαίνει μέσα στον πολιτισμό επιβάλλει στην παιδεία να καλλιεργή συστηματικά το πνεύμα τής ομαδικής εργασίας, τής ευθύνης, τής κοινωνικής αλληλεγγύης, του καθολικού ανθρωπισμού»
«Η παιδεία πρέπει να προπαρασκευάζη όλους τούς πολίτες, αγόρια και κορίτσια, με απόλυτη, οργανικά εκφρασμένη, αμεροληψία και ισότητα και αντίστοιχα με τις φυσικές ικανότητές τους, για τη ζωή και με τη ζωή»
«Mε κόπο και αγωνία άνοιξα το δρόμο, ένα μονοπάτι για την αλήθεια, για το φως. Έγινα στα δεκαοχτώ μου χρόνια δημοτικιστής, στα εικοσιπέντε μου χρόνια φωτίστηκα για το κοινωνικό ζήτημα, χρειάστηκε είκοσι χρόνια αγώνα για να μπορέσω να πω την αλήθεια που είχα μέσα μου…».
Ο Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1882, από φτωχή οικογένεια με καταγωγή από την Άνδρο. Σπούδασε με οικονομική βοήθεια στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στη συνέχεια, φιλολογία στην Αθήνα. To 1908 παντρεύτηκε την Άννα Χρόνη και με την οικονομική στήριξη του πεθερού του ο Γληνός έφυγε με τη σύζυγό του για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιένα και κατόπιν στη Λειψία. Στη Γερμανία, η γνωριμία του με τον Γ. Σκληρό είχε αποφασιστική επίδραση στη μετέπειτα πορεία του. Αλληλογραφώντας και με τον Ίωνα Δραγούμη και άλλους δημοτικιστές μετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910).
Το 1914 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως», διευθύνοντας και το περιοδικό «Αγωγή» του εν λόγω συνδέσμου. Συνεργαζόμενος δε με τους Μανόλη Τριανταφυλλίδη και Αλέξανδρο Δελμούζο συμμετείχε στην Εκπαιδευτική Επιτροπή που συγκρότησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στόχος ήταν η εξέταση του θέματος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και η υποβολή προτάσεων.
Έτσι, προχώρησε σε σύνταξη εκπαιδευτικών νομοσχεδίων το 1913 (αφού πρώτα περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα για να καταγράψει τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος), διάταγμα Προσωρινής Κυβέρνησης (1917) για την εισαγωγή της δημοτικής στα σχολεία (έγινε έτσι ο πρωτεργάτης της λεγόμενης «γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης»), οργάνωση της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1924-26).
Το 1926 εκτίμησε πως η δυνατότητα προώθησης και στερέωσης μιας ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μέσω των κρατικών μηχανισμών ήταν μηδαμινή και αποφάσισε να απομακρυνθεί οριστικά από τα δημόσια αξιώματα. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», με το οποίο συνεργάστηκαν τακτικά σημαντικοί διανοούμενοι, όπως οι Καζαντζάκης, Βάρναλης, Κορδάτος, Στρ. Σωμερίτης, η Ρόζα Ιμβριώτη κ.α.
Ο Γληνός εκδηλώνεται ανοιχτά υπέρ των σοσιαλιστικών ιδεών το 1927, όταν στον εκπαιδευτικό όμιλο συγκρούονται δύο ομάδες: η σοσιαλιστική που είναι και πλειοψηφούσα με επικεφαλής τον ίδιο και η αστική με επικεφαλής τους Δελμούζο – Τριανταφυλλίδη.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Γληνός στράφηκε καθαρότερα προς το μαρξισμό. Συνεργάστηκε με το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», καθώς και με την εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Το καλοκαίρι του 1934, μαζί με τον Κώστα Βάρναλη, επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, μετά από πρόσκληση της ένωσης των Σοβιετικών συγγραφέων. Οι εντυπώσεις του από το ταξίδι δημοσιεύτηκαν σε πολλές συνέχειες στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος». Το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής.
Στη διάρκεια της 4ης Αυγούστου γνώρισε τη φυλακή και τις εκτοπίσεις αλλά και την πιο γόνιμη, από συγγραφική άποψη, περίοδο της ζωής του. Το 1940 δημοσιεύθηκε η μετάφραση του πλατωνικού Σοφιστή από τον Γληνό. Η εισαγωγή του σε αυτήν την έκδοση θεωρείται από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεοελληνικής γραμματείας.
Στη διάρκεια της Κατοχής ο Γληνός πρωταγωνίστησε στις διεργασίες για την ίδρυση του ΕΑΜ και συνέταξε το ιδεολογικο-πολιτικό μανιφέστο «Τί είναι και τί θέλει το ΕΑΜ». Ο θάνατος τον βρήκε τα Χριστούγεννα του 1943, έπειτα από μια εγχείρηση και ενώ ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Ελεύθερη Ελλάδα, προκειμένου να ηγηθεί της κυβέρνησής της.
Σ’ ένα βιογραφικό του σημείωμα -γραμμένο το 1936- ο Δ. Γληνός αξιολογούσε ως εξής τη ζωή και το έργο του: «Οι κεντρικές πράξεις της ζωής μου είναι τρεις: 1) Η Θεσσαλονίκη και η δημοτική γλώσσα στα σκολειά. 2) Η διάσπαση του εκπαιδευτικού ομίλου και η διακήρυξη του 1927. 3) Ο κομμουνισμός».
Το πολύπλευρο έργο του Δημήτρη Γληνού είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας όχι μόνο αν κριθεί με τα μέτρα της Ελληνικής κοινωνίας: το International Bureau of Education της UNESCO συμπεριέλαβε τον Γληνό μεταξύ των 100 πιο σημαντικών διανoουμένων, πολιτικών, δημοσιολόγων κ.λπ. όλου του κόσμου, που με το στοχασμό και τη δράση τους είχαν σημαντική συμβολή στην υπόθεση της εκπαίδευσης από την εποχή της αυγής του ανθρώπινου πολιτισμού έως τις μέρες μας.
Αλέξανδρος Δελμούζος (1880-1956)
Ο Α. Δελμούζος γεννήθηκε στην Άμφισσα. Σπούδασε στην Αθήνα και στην Γερμανία Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο της Ιέννας. Επηρεάστηκε βαθιά από το κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης της εποχής του και αφιερώθηκε πλήρως στον εκσυγχρονισμό της τότε ελληνικής εκπαίδευσης η οποία ήταν εξαιρετικά συντηρητική και αντιπαραγωγική. Ήταν κύριος εκπρόσωπος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και από τους πρώτους εισηγητές της Παιδαγωγικής επιστήμης στην Ελλάδα.
Το 1908 και σε ηλικία μόλις 28 χρονών, διορίστηκε διευθυντής στο Παρθεναγωγείο του Βόλου όπου και ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την δημοτική γλώσσα και τις αρχές του σχολείου εργασίας, επηρεασμένος από τα γερμανικά προοδευτικά παιδαγωγικά ρεύματα, αλλά και τις σοσιαλιστικές επιρροές. Το 1924 ανέλαβε την διεύθυνση του Μαράσλειου Διδασκαλείου στην Αθήνα.
Το 1929 διορίστηκε καθηγητής της Παιδαγωγικής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θέση που διατήρησε ως το 1937, οπότε αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό την πίεση του καθεστώτος του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της πανεπιστημιακής του θητείας ο Δελμούζος συνέβαλε στην ίδρυση και διετέλεσε επόπτης του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου.
Στο σχολείο αυτό ο Δελμούζος επιχείρησε να διαμορφώσει και να εφαρμόσει από κοινού με τους εκπαιδευτικούς που είχε επιλέξει (Τατάκης, Θέμελης, κ.α.) παιδαγωγική στάση που στηριζόταν σε βασικές αρχές της παιδαγωγικής μαθητοκεντρικής του θεωρίας, όπως ήταν ο δημοτικισμός, η πατριδογνωσία και η νεοελληνική παράδοση, η σύνδεση του νεοελληνικού πολιτισμού με τον αρχαίο ελληνικό, η βιωματική μάθηση, η αυτενέργεια και η ανάληψη πρωτοβουλιών από μέρους των μαθητών, η ενίσχυση των δραστηριοτήτων της Σχολικής Ζωής, η ενεργοποίηση των μαθητών μέσω του Σχολείου Εργασίας, η σύσταση μαθητικών κοινοτήτων, η διδασκαλία με ομάδες, η προσφορά ενισχυτικής διδασκαλίας τα απογεύματα, κλπ.
Συμμετείχε στην σύνταξη του Αλφαβητάριου και του αναγνωστικού της Γ’ Δημοτικού «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Το όραμα του Αλέξανδρου Δελμούζου, πρωτοποριακό για την εποχή του, ήταν ένα σχολείο με επίκεντρο τον μαθητή, σε αντίθεση με το συντηρητικό, στείρο και άκαμπτο δασκαλοκεντρισμό του τότε. Με κινητήρια δύναμη τη βαθιά του αγάπη για το παιδί, προσπάθησε να αλλάξει την ελληνική παιδεία τόσο εξωτερικά (π.χ. τις μεθόδους διδασκαλίας) όσο και εσωτερικά (π.χ. το πνεύμα της).
Για εκείνον, η Εκπαίδευση είχε βαθιά ανθρωπιστική διάσταση και σκοπός της είναι να δημιουργεί Ανθρώπους, ηθικά και πνευματικά ολοκληρωμένους και ελεύθερους.
Πίστευε ότι πρέπει το άτομο να εξουσιάζει το σώμα του και τις πράξεις του, να κρίνει τα προβλήματά του και να ζει ασκώντας το σωστό επάγγελμα, καλυτερεύοντας πάντα τον εαυτό του και τον τόπο όπου ζει. Γι’ αυτό και προετοίμαζε τους μαθητές του για να γίνουν ενεργοί πολίτες και χρήσιμα πρόσωπα για την κοινωνία, καθώς θεωρούσε ότι η παιδεία δεν γίνεται να είναι ξεκομμένη από το υπόλοιπο κοινωνικό περιβάλλον.
Ακόμα εργάστηκε για ένα εκπαιδευτικό σύστημα παροχής ίσων ευκαιριών μάθησης σε όλους τους μαθητές, λαμβάνοντας υπόψη και αξιοποιώντας τις ατομικές κλίσεις, ώστε κάθε παιδί να έχει τη μόρφωση που του ταιριάζει, ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική του θέση. Με λίγα λόγια, επιχείρησε να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός δημοκρατικού σχολικού περιβάλλοντος, ανοιχτού προς την κοινωνία, όπου το παιδί θα καλλιεργούσε τον νου και την προσωπικότητά του.
Η ψυχή πηγαίνει στον Άδη χωρίς να κουβαλάει τίποτε άλλο πέρα από την παιδεία της και την αγωγή της.
Πλάτων, 427-347 π.Χ., Φιλόσοφος
Όπου ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μία φυλακή.
Βίκτωρ Ουγκώ, 1802-1885, Γάλλος συγγραφέας