Προσαρμογή κειμένου – Σχόλια : Δημήτρης Φιλελές, © 2020
Ακούστε το διήγημα εδώ:
Μες στα πολλά τα βάσανα της φτώχειας μας, να και τούτο: Τρυπήσανε τα τσαρούχια μου.
Της μάνας μου δεν της είπα τίποτε. Της έφταναν οι άλλες έγνοιες που ‘χε, χήρα κι απροστάτευτη γυναίκα, να ξενοδουλεύει και να βγάζει το ψωμί των παιδιών της. Ξήλωσα από το αναγνωστικό μου της περασμένης χρονιάς – της β’ Δημοτικού – τα χοντρά χαρτόνια – πετσιά τα λέμε στον τόπο μου – που ήταν δεμένο το βιβλίο, τα ‘κοψα με το σουγιά μου στο σχήμα των τσαρουχιών μου και τα ‘βαλα από μέσα πάτους, για να προφυλάγω τα πόδια μου από τα στουρνάρια
[1], τα χιόνια και τα νερά.
Και τι καλά που είχαν έρθει! Ούτε ο τσαρουχάς ο καλύτερος δεν θα τα ‘φτιαχνε έτσι, σκέφτηκα. Θα περάσω τώρα όλο το χειμώνα κι η μάνα μου δεν θα στενοχωρηθεί. Το κατόρθωμα αυτό σκέφτηκα να το πω και της μάνας μου το βράδυ, σαν θα γύριζε από το χωράφι. Και με το νου μου έπλαθα τα παινέματα που θα μου ‘κανε και τα φιλιά της και τα χάδια της. «Προκομμένο κι έξυπνο παιδί μου, να μου ζήσεις. Από σένα καρτερώ στη φτώχεια μου ανασασμό
[2]. Πότε να μου μεγαλώσεις!»
Και με το νου μου πάλι έβανα τη χαρά της, γιατί βρέθηκε τρόπος να πετσώνουμε τα τσαρούχια μας με τα «πετσιά» των παλιών βιβλίων μας ή των βιβλίων των παιδιών της γειτονιάς. Εγώ θα ξεγελούσα τα παιδιά να μου τα δίνουν. Μα δεν θα τους έλεγα τι τα θέλω. Και θα ‘κανα τη δουλειά μου. Ας χιόνιζε όσο ήθελε, τα τσαρούχια θα τα ‘χαμε γερά, κι εγώ κι η μάνα κι η Λένη κι ο Κωστούλας.
Ούτε και της Λένης, της μεγαλύτερής μου αδελφής, της είπα τίποτε. Ήθελα να το πω εγώ πρώτος της μάνας μου κι εγώ πρώτος τα παινέματά της να πάρω. Μα ούτε και του Κωστούλα, του μικρότερού μου αδελφού, πάλι, είπα τίποτε. Ε, αυτός ήταν μικρός κι από τέτοια δεν καταλάβαινε. Κι είχε γούστο να ‘λεγε ύστερα πως αυτός τη βρήκε αυτή τη μηχανή. «Μηχανή» έλεγα την εφεύρεση μου. «Κάνε τη δουλειά σου, είπα, Θάνο μου, κι άσ’ τον αυτόν, που δεν καταλαβαίνει. Εγώ είμαι ο έξυπνος κι ο προκομμένος. Απόψε θα μου το ξαναπεί η μάνα».
Απάνω σ’ αυτές τις συλλογές, με χαρά μου άκουσα την καμπάνα του σχολείου να σημαίνει για τ’ απογεματινό το μάθημα. Κι ήταν να μη χαρώ; Ας είχε έξω όσες λάσπες ήθελε. Εγώ τα τσαρούχια μου τα ‘χα διορθώσει με τη «μηχανή» μου. Μα εξόν απ’ αυτό, καθώς έχω παρατηρήσει, όλοι οι άνθρωποι ανυπομονούν να χρησιμοποιήσουν κάτι που έφτιαξαν. Βάλτε τώρα με το νου σας πόση θα είναι η ανυπομονησία, όταν το έργο αυτό είναι γέννημα του μυαλού τους.
Γρήγορα γρήγορα άρπαξα τη σάκα μου με τα βιβλία, βγήκα στο διάδρομο που είχα κρυμμένα τα τσαρούχια μου, για να μην τα δουν η Λένη κι ο Κωστούλας, τα φόρεσα με χαρά στην καρδιά, κι ενώ τα κοίταζα και τα καμάρωνα, κατέβηκα τη σκάλα. Όταν έφτασα στη θύρα, κοίταξα με περιφρόνηση τις λάσπες, που σαν αδιάβατος βούρκος απλώνονταν πέρα πέρα στο δρόμο, και με μεγάλη αποφασιστικότητα χύθηκα να τις πατήσω. Να δουν πως δεν τις έχω πια ανάγκη! «Κι αν είστε σεις στον κόσμο, κυρα-λάσπες, είμαι κι εγώ με τα πετσιά μου», σκέφτηκα. Και πλάτσα πλούτσα τις πάταγα με πείσμα.
Μα είχα και μια μικρή λύπη. Το σχολείο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου και θα ‘φτανα γρήγορα. Κι έτσι δεν θα χαιρόμουν το θρίαμβό μου πολλή ώρα.
«Μπα, είπα, η καμπάνα τώρα χτύπησε. Το μάθημα θ’ αργήσει. Και δεν πάω από τούτο τον άλλο δρόμο, που είναι και μακρινότερα, κι έτσι να περπατήσω πιο πολύ; Από τούτον περνούν και τα σφαχτά του χωριού κι έχει περισσότερες λάσπες. Και δεν πα’ να ‘χει; Τι ανάγκη έχω; Παπούτσια φοράω». Και πήρα το μακρινότερο το δρόμο. Μια στιγμή στάθηκα. Μια καλή σκέψη είχε κατεβεί στο κεφάλι μου. Στάθηκα να τη συλλογιστώ με άνεση. «Α, έτσι θα κάνω!» φώναξα με χαρούμενη φωνή, βουτηγμένος μες στις λάσπες. Και πάλι ξανάφερα στο νου μου εκείνο που μου ‘χε κατέβει ξαφνικά.
« Όχι, δεν θα πω τίποτε της μάνας. Κι αν το πω, θα χαρεί, θα με παινέσει, θα με φιλήσει κι ύστερα τέλειωσε. Θα της κάνω εγώ δουλειά που να μην έχει πού να με βάλει. Θα της πετσώσω τα τσαρούχια απόψε, δίχως να ξέρει τίποτε. Και το πρωί, σαν τα φορέσει, να τα δει και να τα θαυμάζει. Καλά που μου ‘ρθε στο νου μου», είπα και ξεκίνησα πηδώντας από τη χαρά μου. «Θ’ απορήσει και θα μ’ αγαπάει πιο πολύ κι από τη Λένη κι από τον Κωστούλα.»
**********
Εκείνο το δειλινό είχαμε αριθμητική. Μα πού, εμένα ο νους μου δε σάλευε από την εφεύρεση μου. Καμιά προσοχή στο μάθημα. Δεν έβλεπα την ώρα να νυχτώσει, για να γυρίσει η μητέρα μου να της «πετσώσω τα τσαρούχια».
Ο δάσκαλός μου, φαίνεται, θα με κατάλαβε πως αλλού ήμουν κι αλλού είχα το νου μου. Εύκολο πράγμα αυτό. Γι’ αυτό, παιδιά, σας συμβουλεύω να ‘χετε πάντα το νου σας στο μάθημα, γιατί με το αντίθετο και ζημιώνεστε, μα και χωρίς άλλο θα σας πιάσει ο δάσκαλός σας και δεν είναι καθόλου όμορφη μια επίπληξη
[3].
Φαίνεται, που λέτε, πως θα με κατάλαβε ο δάσκαλος και με ρώτησε ξαφνικά – σαν τώρα το θυμούμαι:
– Οκτώ συν έξι, Παπαχαρίση;
– Είκοσι δύο! απάντησα εγώ δυνατά δυνατά και μ’ άλλη χαρά τώρα, γιατί θα ‘παιρνα και καλό βαθμό για την ωραία μου απάντηση. Μα η επίπληξη του δασκάλου: «τον κακό σου τον καιρό, πρόσεχε, δεν έχεις το νου σου εδώ» και τα χάχανα των συμμαθητών μου μ’ έβγαλαν από την απατηλή ελπίδα του καλού βαθμού που πρόσμενα.
Ντροπιασμένος από την επίπληξη του δασκάλου κι από τα γέλια των συμμαθητών μου και λυπημένος μήπως μου βάλει ο δάσκαλος κακό βαθμό, έσκυψα το κεφάλι.
Μα γρήγορα ξαναγύρισε στο μυαλό μου η πρώτη σκέψη για το ανεπάντεχο που θα σκάρωνα της μάνας μου και βρήκα τρόπο να παρηγορηθώ. « Έκανα κι εγώ ένα λάθος μια φορά, σκέφτηκα, και θα μου βάλει κακό βαθμό; Μπα, δεν πιστεύω. Γιατί δεν τον έγραψε αμέσως στον κατάλογο; Αυτοί που γέλασαν; Αν τους κόβει, ας κάνουν τέτοιες μηχανές, σαν αυτές που κάνω εγώ!»
**********
Στο διάλειμμα θύμωνα μ’ όλα τα παιδιά, γιατί δεν κοίταζαν τα τσαρούχια μου και δε με ρωτούσαν τίποτε. «Ναι, κι αν με ρωτήσουν, ξέρεις, εγώ θα πω», έλεγα πάλι με το νου μου. Και κοίταζα λαίμαργα ποιος έχει χοντρότερα «πετσιά» στο βιβλίο του. «Μωρέ, θα σας ξεγελώ και θα κάνω τη δουλειά μου χωρίς να ξέρετε τι τα θέλω», συλλογιζόμουν.
Σκέφτηκα να κάνω αρχή και να ζητήσω από την ώρα εκείνη από κανέναν φίλο μου κανένα «ζευγάρι πετσιά», μα όχι, πάλι σκέφτηκα· αν καταλάβαιναν;… Έπειτα η «Ιερά Ιστορία» της Λένης – αυτή δεν πήγαινε πια στο σχολείο – είχε κάτι χοντρά πετσιά, που ήταν αθάνατα. Σαν τελείωναν όσα πετσιά βρίσκονταν στο σπίτι, ύστερα θ’ άρχιζα να ξεγελώ και κανένα συμμαθητή μου. «Αφού έχω, είπα τελευταία, γιατί να παρακαλέσω;”
**********
Όταν τελείωσε το σχολείο, γύρισα στο σπίτι. Μα τώρα πήρα τον πιο σύντομο δρόμο. Βιαζόμουν να πάω να βρω εκείνη την «Ιερά Ιστορία» της Λένης με τα χοντρά πετσιά τ’ αθάνατα.
Καθώς περπατούσα βιαστικά βιαστικά, ένιωσα ένα κρύο πράμα στο πέλμα
[4] του αριστερού μου ποδιού. Πριν καλοσκεφτώ τι ήταν, άλλο παρόμοιο κρύο πράμα στο δεξιό το πέλμα.
«Μπα, σκέφτηκα, έχει νερά ο δρόμος και μπήκαν στα τσαρούχια μου από το πάνω μέρος.»
Κι άφησα αμέσως το θριαμβευτικό μου περπάτημα μες στις λάσπες κι άρχισα να περπατώ από πέτρα σε πέτρα. Μα τώρα ένιωθα να μου τρυπούν οι πέτρες τα δάχτυλα. «Τι γίνεται;» ξανάπα πάλι. Και με κρύα καρδιά κοίταξα τα τσαρούχια μου από το κάτω μέρος.
Τα χαρτόνια είχανε σκιστεί κι ανάμεσα από τις σχισμές κρυφοκοίταζαν τα δάχτυλα.
Να σας πω την αλήθεια, εκείνη τη στιγμή δεν καλοθυμάμαι τι είπα και τι πέρασε από το νου μου. Ένας σφάχτης[5], το θυμάμαι πολύ καλά, μου έσφιξε την καρδιά και πικραμένος γύρισα στο σπίτι. Μια παρηγοριά μονάχα είχα: Σαν περάσει κι ο Μάρτης με τον κακό καιρό, συλλογιζόμουν, θα ‘ρθει ο Απρίλης με τον καλό. Δεν θα με πειράζει κι αν έχω τα τσαρούχια μου σπασμένα. Κι όταν έφτασα στο σπίτι, τα ‘κρυψα, για να μην τα δει η μάνα μου.
**********
Έφυγε ο Μάρτης με τα όψιμα
[6] τα χιόνια του και τις κρύες τις βροχές, κι ήρθε ο Απρίλης με τις ανθισμένες μυγδαλιές, με τις ηλιόφωτες μέρες του, με τ’ άνθισμα των πρώτων λουλουδιών και με τα χελιδόνια, τους καλούς της Άνοιξης μαντατοφόρους. Άργησε η Άνοιξη, άργησαν κι αυτά. Κι εγώ μες στα παιχνίδια ξέχασα την ξυπολησιά μου. Ξέχασα και την εφεύρεσή μου. Και με τους φίλους μου λογάριαζα πόσες μέρες ήταν ακόμα για το Πάσχα. Δώδεκα μέρες θα έκλεινε τότε το σχολείο και δώδεκα μέρες θα χορταίναμε παιχνίδια. Κι ο καθένας της παρέας μου έλεγε πάλι πόσα αυγά γέννησαν οι κότες του «για την Πασχαλιά» και τι καλά τους έταξαν από το σπίτι πως θα τους πάρουν «για την Πασχαλιά». Λίγες μέρες έλειπαν ακόμα για το Πάσχα όταν μπόρεσα να πω στους συντρόφους μου με χαρά κι εγώ:
– Κι εμένα η μάνα μου θα μου πάρει καινούρια τσαρούχια, κόκκινα, κεντημένα και με φούντες. Θα πάρει και της Λένης και του Κωστούλα. Μάζεψε λεφτά από τις δουλειές που κάνει. Κι αν φτάσουν τα λεφτά, θα πάρει και δικά της, είπε.
Όταν το Μέγα Σάββατο το βράδυ εκείνης της χρονιάς πέσαμε να κοιμηθούμε λίγες ώρες ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα της Λαμπρής, δε μπορούσα να κλείσω μάτι.
Το καντήλι μπροστά στο εικόνισμά μας έφεγγε με μια μικρή φλόγα σαν άστρο μακρινό. Ο ανασασμός της μητέρας μου και των δύο αδελφών μου έδειχνε πως είχαν αποκοιμηθεί πια. Όλα θαμπά ξεχωρίζουν μες στο δωμάτιο με το λίγο φως του καντηλιού. Να στον τοίχο, κρεμασμένα από καρφιά στη σειρά, τέσσερα ζευγάρια τσαρούχια. Μας προσμένουν να τα φορέσουμε και να πάμε στην εκκλησιά, μόλις χτυπήσει η καμπάνα. Αργά τα ‘φερε μια γειτόνισσα που ‘χε πάει στο διπλανό χωριό. Όλη την ώρα έχω τα μάτια μου πάνω τους. Να τα δικά μου. Τι καλά που μου ‘χαν έρθει όταν τα φόρεσα. Και γιατί να τα κοιτάζω από μακριά; Δεν τα παίρνω να τα ξαναδώ από κοντά; Και σηκώθηκα. Σιγά σιγά μπήκα, τα ξεκρέμασα, και πάλι πίσω στο στρώμα μου μαζί με τα τσαρούχια. Κόκκινα, με ωραία κεντίδια και με φούντες πολύχρωμες. Ας τα φορέσω κιόλας, είπα, να ξαναδώ πώς πάνε. Αυτή η δουλειά, φόρεσε και κοίταξε, βάσταξε ώσπου κουράστηκα κι έγειρα να κοιμηθώ.
Όταν χτύπησε η καμπάνα, δε με ξύπνησε ο ήχος της ο χαρμόσυνος, ο πασχαλιάτικος, που με τόση λαχτάρα κάθε χρόνο τον προσμένω σαν ένα καλό μήνυμα στον ύπνο μου. Δίχως άλλο θα είχα αργήσει να κοιμηθώ, κι έτσι έπεσα σε ύπνο βαθύ. Μα μες στου ύπνου τη νάρκη, χίλια όνειρα με τριγυρνούσαν και μου φέρναν το καθένα κι από μια χαρά. Η εκκλησιά γεμάτη από κόσμο. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες. Κι εγώ ανάμεσα τους περνώ με την έγνοια μη στάξουν κεριά στα τσαρούχια μου. Κι όλοι τα κοιτάνε.
Όταν γύρισα στο σπίτι, είδα πως κάτω είχαν λερωθεί από τα χώματα του δρόμου. Κάθισα στο κατώφλι της πόρτας να τα καθαρίσω. Παίρνοντας με το δάχτυλο σάλιο από το στόμα, τρίβω τα χώματα και τις σκόνες. Κι αυτά λίγο λίγο καθαρίζονται. Και ξαναγίνονται κόκκινα σαν πρώτα. Η μάνα μου με φωνάζει να πάω να φάμε. «Φάτε, δεν πεινώ», απαντώ κι εξακολουθώ τη δουλειά μου.
Μες στον ύπνο μου ακούω γέλια πάνω από το κεφάλι μου και τη φωνή της μάνας μου, που με καλούσε να ξυπνήσω. Άνοιξα τα μάτια. Η Λένη δεν μπορεί να κρατήσει τα γέλια. Κι η μάνα μου γελούσε και μου ‘λεγε:
– Τι τα βαστάς τα τσαρούχια στην αγκαλιά; Δικά σου είναι. Δε στα παίρνουμε. Σήκω γρήγορα να προλάβουμε το «Δεύτε λάβετε φως»!
Αθανάσιος Παπαχαρίσης
[1] τα στουρνάρια = οι σκληρές και κοφτερές πέτρες.
[2] ο ανασασμός = η ανακούφιση.
[3] η επίπληξη = η έντονη παρατήρηση, η κατσάδα.
[4] το πέλμα = η πατούσα.
[5] ο σφάχτης = ο διαπεραστικός πόνος.
[6] όψιμος = ο αργοπορημένος.