Το δικαίωμα του παιδιού στο σώμα του και η αναγνώριση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης είναι δύο θέματα που χρήζουν συζήτησης. Τρεις Ελληνίδες συγγραφείς, μέσα από τα -πρωτίστως παιδικά- βιβλία τους, δείχνουν τον δρόμο στους γονείς για το πως θα επικοινωνήσουν στα παιδιά τους αυτά τα ζητήματα. Με απενεχοποιημένο και κατανοητό λόγο αποσκοπούν στη θωράκιση του παιδιού: Από το να λέει «Όχι» σε ό,τι δεν το κάνει να αισθάνεται άνετα, μέχρι να μιλά ανοιχτά στους δικούς του για οποιαδήποτε «κακοτοπιά» αντιμετώπισε.
Μόνο αν θέλω
της Γιώτας Κ. Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Μίνωας
Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας; Πιστεύετε τι οι μικροί αναγνώστες μπορούν να κατανοήσουν τα μηνύματα που το βιβλίο αυτό περνάει;
Η ιστορία μπορεί να διαβαστεί από παιδιά 4 ετών και πάνω και αφορά το δικαίωμα στο σώμα. Είναι γραμμένη σε α’ πρόσωπο, από την οπτική της μικρής ηρωίδας. Η Έλλη απολαμβάνει τις αγκαλιές από αγαπημένα πρόσωπα που τη σέβονται, αλλά δυσφορεί με τις πιεστικές αγκαλιές και τα φιλιά που της επιβάλλονται από συγγενείς και φίλους. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά της με τη γλώσσα του σώματος και τον λόγο, αλλά δεν φαίνεται να την λαμβάνουν υπόψη. Ώσπου, εφευρετική καθώς είναι, βρίσκει ένα τέχνασμα για να εισακουστεί και να εκφράσει το δικαίωμά της να λέει όχι σε αγκαλιές και φιλιά που δεν επιθυμεί για οποιονδήποτε λόγο.
Τα παιδιά ως αναγνώστες ταυτίζονται συνήθως με τον ήρωα της ιστορίας και τον ακολουθούν στη διαδρομή του. Και μάλλον τους είναι οικείο το πώς νιώθει η Έλλη, καθώς μπορεί να έχουν βρεθεί κάποια στιγμή στη θέση της. Η δική της στάση λειτουργεί προτρεπτικά ώστε να έχουν το θάρρος της γνώμης και της επιθυμίας τους.
Από ποια ηλικία μπορούμε να μιλήσουμε στο παιδί για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός του;
Από τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί, οι γονείς δείχνουν με τη συμπεριφορά τους τον σεβασμό στις επιθυμίες του και στις ανάγκες του. Από βρέφος. Αν το αντιμετωπίζουν ως υποκείμενο με ελεύθερη βούληση, διαισθάνονται την επιφυλακτικότητά του ή την απροθυμία του να συναινέσει στη διαχυτικότητα καλοπροαίρετων συγγενών και φίλων και αναγνωρίζουν το δικαίωμά του να πει όχι. Στο κάλεσμα για αγκαλιά και φιλί, το υποστηρίζουν λέγοντας «Μόνο αν θέλεις» και με αυτόν τον τρόπο του περνάνε το μήνυμα ότι το σώμα του ανήκει μόνο σε αυτό και σε κανέναν άλλον και ότι έχει δικαίωμα να το διαθέτει όπως αυτό επιθυμεί. Ένα παιδί που μεγαλώνει με αυτόν τον τρόπο μαθαίνει να βάζει τα όριά του σε ανεπιθύμητες συμπεριφορές από πολύ μικρή ηλικία χωρίς φόβο κι ενοχή.
Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι οι γονείς δεν προτρέπουν το παιδί τους να λέει «Όχι»; Έχει να κάνει με τον καθωσπρεπισμό που δεν έχουμε αποβάλει ακόμα ως κοινωνία;
Θεωρώ ότι αυτή η στάση στις νεότερες γενιές έχει αρχίσει ευτυχώς να αλλάζει. Οι γονείς που δεν προτρέπουν το παιδί τους να λέει όχι ενδέχεται να επαναλαμβάνουν ασυνείδητα συμπεριφορές του δικού τους οικογενειακού και ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Στο όνομα της ευγένειας και των καλών τρόπων έμαθαν να υπομένουν ανεπιθύμητα φιλιά, αγκαλιές κι αγγίγματα. Από ενοχή να μη δυσαρεστήσουν και προσβάλλουν τους γύρω τους. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι έτσι το παιδί τους δεν μαθαίνει να βάζει τα όριά του και να προστατεύει τον εαυτό του. Γιατί στην απευκταία περίπτωση που μπορεί να χρειαστεί να πει το όχι, δεν θα το κάνει, επειδή αυτό το όχι του δεν εισακούστηκε όταν έπρεπε από τους σημαντικούς άλλους στη ζωή του. Κι όμως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας ή να είμαστε ευγενικοί. Και καλό είναι να βοηθήσουμε το παιδί να τους ανακαλύψει.
Η Ρίνα αποφασίζει να μιλήσει
της Ελένης Δασκαλάκη, Εκδόσεις Σοκόλη
Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας; Αφιερώνετε ένα μεγάλο παράρτημα για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς. Πώς προτείνετε να γίνει η ανάγνωσή του;
Η ιστορία της Ρίνας απευθύνεται πρώτα-πρώτα σε παιδιά 4 έως 7 ετών. Ωστόσο, λόγω της ιδιαιτερότητας του θέματος, και καθώς υπάρχουν τα δύο σχετικά παραρτήματα, μπορεί να «δουλευτεί» και με μεγαλύτερα παιδιά, ηλικίας έως 11-12 ετών, ακόμη και σε ομάδες ενηλίκων.
Αυτό που θα πρότεινα στους γονείς είναι να το διαβάσουν πρώτα οι ίδιοι, το κείμενο και το παράρτημα για τους γονείς, ώστε να είναι προετοιμασμένοι για τυχόν ερωτήσεις και σχόλια του παιδιού τους.
Πιστεύετε ότι η συζήτηση γύρω από την παιδική σεξουαλική κακοποίηση φέρνει σε μεγαλύτερη αμηχανία τους γονείς απ’ ότι τα παιδιά;
Ως μαμά κι εγώ, θα έλεγα τους γονείς! Για τα παιδιά, αν τους συζητήσουμε ως «φυσιολογικό» ένα θέμα, έτσι θα το αντιληφθούν. Είναι η δική μας αμηχανία που περνά το μήνυμα ότι «εδώ συμβαίνει κάτι περίεργο» στα παιδιά.
Νομίζω πως ήρθε η ώρα ως κοινωνία να αρχίσουμε να μιλάμε πιο ανοιχτά για τη σεξουαλικότητα των παιδιών, τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Και ένα παραμύθι σαν τη Ρίνα είναι το κατάλληλο εργαλείο που θα μας βοηθήσει να θίξουμε θέματα και να ανοίξουμε συζητήσεις.
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, σας έχουν πλησιάσει θύματα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης ή άτομα από τον περίγυρο θυμάτων;
Αυτό έχει όντως συμβεί σε παρουσιάσεις του βιβλίου και είναι σοκαριστικό. Είναι επίσης ένας λόγος που νιώθω ότι ήταν σωστή η απόφαση του εκδοτικού οίκου Σοκόλη να συνοδεύομαι πάντα από ψυχολόγους στις παρουσιάσεις αυτές, οι οποίοι σε περιπτώσεις σαν αυτή που αναφέρετε, παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Έχει τύχει σε σχολείο να μας μιλήσουν γονείς για παιδιά που υποψιάζονται ότι παρενοχλούνται ή και δάσκαλοι για οικογένειες του σχολικού περιβάλλοντος. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν, με δεδομένα ή ενστικτωδώς, ότι κάτι συμβαίνει, αλλά δεν ξέρουν πώς να το διαχειριστούν. Έτσι η αφορμή της ανάγνωσης του παραμυθιού και η επαφή με τους ψυχολόγους είναι αυτό που χρειάζεται για να τους «λύσει» και να μπορέσουν να συζητήσουν τις ανησυχίες τους.
Ήσουν μόνο ένα παιδί
της Εύας Κασιάρου, Εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη
Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας; Πώς προτείνετε να γίνει η ανάγνωσή του, δεδομένου ότι αποτελεί θέμα-ταμπού για μεγάλους και παιδιά ακόμα και σήμερα;
Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά από ηλικίες 12 και πάνω. Απευθύνεται και σε ενήλικες και πιστεύω ότι θα έπρεπε να το διαβάσουν οι γονείς για να δουν τα συμπτώματα των παιδιών που βιώνουν κακοποίηση, να τα αναγνωρίσουν και να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Θα μπορούσαν να το διαβάσουν και μικρότερα παιδιά, αρκεί να έχουν πρώτα συζητήσει με τους γονείς τους το θέμα για να είναι δίπλα τους κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.
Διαβάζοντας το βιβλίο «Ήσουν μόνο ένα παιδί» διαπίστωσα την ύπαρξη δύο κεφαλαίων («Η ιστορία της κυρίας Αναστασίας» και «Η κυρία Αναστασία διηγείται»), στα οποία ένα μέρος των αφηγούμενων γεγονότων αλληλεπικαλύπτεται. Τι θέλατε να επιτύχετε με αυτήν την αφηγηματική τεχνική;
Έχω χωρίσει το βιβλίο σε δύο μέρη. Στην ιστορία της γιαγιάς Αναστασίας και στη διήγηση της γιαγιάς Αναστασίας. Ήθελα να δείξω με αυτό το τέχνασμα πως το βλέπουμε εμείς σαν θεατές και πώς βιώνει ένα τέτοιο γεγονός ένα παιδί. Να βάλω στο στόμα του παιδιού όλη την αλήθεια χωρίς φόβο.
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, σας έτυχε να σας πλησιάσουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης και να μοιραστούν μαζί σας την προσωπική τους περιπέτεια; Πώς αντιμετωπίσατε την κατάσταση;
Κάθε φορά που γίνεται παρουσίαση του βιβλίου με πλησιάζουν γυναίκες που θέλουν να μου διηγηθούν τη δική τους ιστορία, και αρκετές από αυτές την βγάζουν από μέσα τους για πρώτη φορά. Νιώθω σαν εξομολογητής εκείνη τη στιγμή. Τα συναισθήματά μου είναι θετικά και αρνητικά. Θετικά, γιατί επιτέλους μπορούν να εκφράσουν το βίωμά τους, και αρνητικά, γιατί βλέπω στα μάτια τους την οδύνη που έζησαν. Ακόμα και πριν την συγγραφή του βιβλίου, όταν διέδωσα στην παρέα μου ότι θα ασχοληθώ με αυτό το θέμα «άνοιξαν στόματα». Όλοι είχαν κάποια ιστορία που είχαν ακούσει ή που συνέβη σε κοντινό τους πρόσωπο ή ακόμα και στους ίδιους.
Για τη συγγραφή του βιβλίου ήρθατε σε επαφή με ειδικούς, ψυχίατρο και ποινικολόγο, οι οποίοι έχουν αντιμετωπίσει λόγω δουλειάς ανάλογα περιστατικά. Πώς βιώσατε την όλη διαδικασία για την ολοκλήρωση του βιβλίου σας;
Τόλμησα να σκιαγραφήσω την ιστορία μου με όλους τους κινδύνους που μπορεί να περικλείει ένα τέτοιο θέμα. Διάβασα αρκετά. Παρόλα αυτά δε μπορούσα να διαπραγματευτώ τις ψυχολογικές, νομικές και κοινωνικές παραμέτρους, γι’ αυτό ζήτησα τη βοήθεια ενός ψυχολόγου και ενός ποινικολόγου. Όταν έγραφα την ιστορία, βίωνα και εγώ μαζί με την γιαγιά Αναστασία τον Γολγοθά που περνούσε. Ένιωθα όλα τα συναισθήματά της. Και πρέπει να ομολογήσω ότι μου ήταν αβάστακτα αυτά που ζούσε. Ευτυχώς ο κύριος Αγγελίδης, ο ψυχίατρος, με βοήθησε αρκετά να ακολουθήσω τα βήματά της και μετά να αποφορτιστώ.
Τρία βιβλία-όπλα για τα παιδιά, αφύπνιση για τους γονείς!