Οι μικρές ιστορίες ταιριάζουν στο καλοκαίρι γιατί έχουν μικρή διάρκεια και μέσα τους χωράνε ολόκληροι κόσμοι. 8 άνθρωποι, λοιπόν, συναντήθηκαν υπό τον ήλιο και έγραψαν για εμάς και εσάς αυτά τα μικρά διηγήματα με θέμα το καλοκαίρι, ο καθένας και η καθεμία από τη δική του/της σκοπιά και πένα. Τους ευχαριστούμε όλους/όλες μαζί και τον καθένα/καθεμία ξεχωριστά για αυτές τις εμπνευσμένες λέξεις που βάλανε στη σειρά και μας φέρανε ένα βήμα πιο κοντά στον ήλιο!
Το τελευταίο καλοκαίρι
Παρόν
Ο άνδρας με τα σγουρά μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους κοίταζε το ηλιοβασίλεμα. Εκεί που η φύση ζωγραφίζει πορφυροκόκκινες πινελιές, έστεκε με τα πόδια γυμνά στην άκρη της θάλασσας. Έβλεπε τον ήλιο ως άλλο βουτηχτή να βουτά στο πέλαγος να ξεδιψάσει, φωτίζοντας απόκοσμα τα νερά του. Τον έβλεπε να φιλάει τις κορυφογραμμές, νιώθοντας παράλληλα το νερό να μουσκεύει τα κάτω άκρα από το παντελόνι του. Καμία αντίδραση. Το ανοιχτό πουκάμισο ανέμιζε παρέα με το καλοκαιρινό αεράκι που το παρέσερνε, όπως και τη μνήμη.
Λίγα χρόνια πριν
Η Μένια βγήκε από το νησιώτικο σπιτάκι με τα γαλάζια παραθυρόφυλλα και τις δαντελένιες κουρτίνες. Το φως του ήλιου παιχνίδιζε ανάμεσά τους. Ο κήπος ανθισμένος. Ευωδιαστές τριανταφυλλιές, πολύχρωμα γεράνια, μικρές γαρυφαλλιές, δέντρα με λαχταριστούς καλοκαιρινούς καρπούς, έδιναν την αίσθηση ενός επίγειου παράδεισου. Το δωματιάκι που είχε νοικιάσει στο νησί ήταν το καταφύγιό της. Μακριά από όλους εκείνους που την πλήγωσαν και που προτίμησε τη φυγή από το να τους αντιμετωπίσει. Μακριά από τον Άκη και τον υπεροπτικό και ανάγωγο πατέρα του, μακριά από τον έρωτά τους. Ένας έρωτας που δεν ευδοκίμησε, λόγια που δεν ειπώθηκαν κι άλλα τόσα που την πίκραναν και την εξευτέλισαν.
—Κυρ’ Αγγελική, φεύγω. Σε μια ωρίτσα θα είμαι πίσω να απολαύσω το γλυκό. Θα είμαι στο φάρο, αναφώνησε γεμάτη χαρά η νεαρή κοπέλα, ανεβαίνοντας στο ροζ ποδήλατο, με ένα τεράστιο χαμόγελο στα ελαφρώς βαμμένα χείλη της.
Το μικροσκοπικό λευκό φόρεμα ερχόταν σε αντίθεση με την ηλιοκαμένη επιδερμίδα της κάτω από το τεράστιο ψάθινο καπέλο. Τα μαλλιά της ατίθασα, ερωτοτροπούσαν με τον άνεμο. Έμοιαζε με εξωτική καλλονή.
Είχε γυρίσει πλέον σελίδα σε ένα βιβλίο που αποδείχτηκε κακογραμμένο.
Στο καλάθι του ποδηλάτου ήταν η ακουαρέλα και οι ξυλομπογιές με τις οποίες ζωγράφιζε τον ελεύθερο χρόνο. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ζητούσαν να αγοράσουν τα μικρά αριστουργήματά της, όχι μόνο σε ένδειξη θαυμασμού, μα γιατί άξιζε η αγορά τους.
Ο κάτασπρος φάρος με τα μπλε παραθύρια, επιβλητικός στο πέτρινο ύψωμα, γυάλιζε, καθώς ο ήλιος έριχνε εκτυφλωτικά το φως του. Σε ’κείνο το σημείο του νησιού ζωγράφιζε τις ομορφιές της φύσης. Το ηλιοβασίλεμα, τα αφρισμένα κύματα, τους γλάρους που βουτούσαν στο νερό. Κάποιες φορές ζωγράφιζε τον Άκη, μα αμέσως έσκιζε το χαρτί σε μικρά κομμάτια.
«Πόσο δίκιο είχε ο καπετάν Κωνσταντής», σκέφτηκε η Μένια, ενώ κοίταζε το απέραντο γαλάζιο. Ξαφνικά πάγωσε. Κόντεψε να λιποθυμήσει και η φωνή της φυλακίστηκε στο στεγνό λαιμό. Ο Άκης φώναζε το όνομά της. Όχι, δεν ήταν παραίσθηση, ήταν εκεί, ολοζώντανος. Την παρακαλούσε να κατέβει. Παράτησε τον πατέρα του γιατί ήθελε να είναι μαζί της, γιατί ήθελε να την παντρευτεί. Το νεαρό κορίτσι ξέχασε μεμιάς όλα τα δυσάρεστα. Η ακουαρέλα τής έπεσε από τα χέρια και οι ξυλομπογιές κύλησαν στο δάπεδο του φάρου.
Κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλοπάτια για να συναντήσει τον Άκη, μα ο Χάρος παραμόνευε λίγο πριν την έξοδο.
Ένα στραβοπάτημα και βρέθηκε ανάσκελα. Το πίσω μέρος του κεφαλιού της άνοιξε από την πτώση, η αναπνοή της κόπηκε, οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν, τα βλέφαρα έκλεισαν και όλα χάθηκαν στη δίνη του θανάτου.
Παρόν
Ο Άκης συνέχιζε να κοιτάζει τον ήλιο, που πλέον χανόταν πίσω από το βουνό. Τα πόδια βαριά, κρύα, όπως κι η ψυχή του. Άνοιξε το βελούδινο κουτάκι με το διαμαντένιο δαχτυλίδι, που τόση ώρα κρατούσε στα χέρια, και το πέταξε στη θάλασσα. Κοίταξε το φάρο για τελευταία φορά, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, κι έφυγε.