Οι μικρές ιστορίες ταιριάζουν στο καλοκαίρι γιατί έχουν μικρή διάρκεια και μέσα τους χωράνε ολόκληροι κόσμοι. 8 άνθρωποι, λοιπόν, συναντήθηκαν υπό τον ήλιο και έγραψαν για εμάς και εσάς αυτά τα μικρά διηγήματα με θέμα το καλοκαίρι, ο καθένας και η καθεμία από τη δική του/της σκοπιά και πένα. Τους ευχαριστούμε όλους/όλες μαζί και τον καθένα/καθεμία ξεχωριστά για αυτές τις εμπνευσμένες λέξεις που βάλανε στη σειρά και μας φέρανε ένα βήμα πιο κοντά στον ήλιο!
Στιγμές
«Θα είμαστε από ’κει σε είκοσι λεπτά! Μάζεψε την τσάντα και τον πισινό σου και κατέβα!»
Η Ειρήνη προσπάθησε μάταια να κρύψει το χαμόγελό της διαβάζοντας το μήνυμα στο κινητό της. Η μικρή τσάντα με τα άκρως απαραίτητα ήταν ήδη έτοιμη από την προηγούμενη, αλλά ο πισινός της ήταν εγκλωβισμένος από τα τρία παιδιά της.
—Γιώργο, πρέπει να κατέβω! Έρχονται τα κορίτσια!
Η πρόταση για παγωτό από τον πατέρα τους, που μόλις μπήκε στο καθιστικό, ήταν αρκετή για να την απελευθερώσει από τον παιδικό κλοιό. Έβαλε το κινητό στην τσάντα της, φόρεσε τα γυαλιά ηλίου και ενώ ξεγλιστρούσε αθόρυβα προς την έξοδο, τους έστειλε ένα πεταχτό φιλί με το χέρι της.
Το μπορντό κάμπριο με τις τρείς κολλητές της την περίμενε ήδη στην απέναντι πλευρά του πεζοδρομίου. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε διάπλατα και με χορευτικές κινήσεις η Ειρήνη μπήκε μέσα.
—Για πού είμαστε; Ρώτησε περιστρέφοντας το κεφάλι της προς τις υπόλοιπες.
Η Νίκη που ήταν στο τιμόνι έπιασε ένα νόμισμα.
—Θα το κάνουμε όπως κάποτε. Κορώνα στεριά, γράμματα νησί.
Το νόμισμα στριφογύρισε στον αέρα, αλλά προσγειώθηκε κάπου ανάμεσα στα καθίσματα και χάθηκε.
—Και τώρα; αναφώνησε με έκπληξη η Κατερίνα που βρισκόταν πίσω.
Η οδηγός δυνάμωσε την ένταση στο ραδιόφωνο και έβαλε μπρος.
—Τώρα φιλενάδες, προσδεθείτε. Το μόνο που υπόσχομαι είναι ότι θα έχουμε τον ήλιο μπροστά και τον άνεμο πίσω μας.
Όλες μαμάδες και φίλες από παλιά και με πολλαπλές υποχρεώσεις, δεν είχαν τον χρόνο να ζήσουν για λίγο ξέγνοιαστα. Στην ουσία, είχαν χαθεί στην ανιαρή καθημερινότητα, όπου η μόνη διέξοδος ήταν το τηλέφωνο και σπανιότερα κάποια έξοδος για καφέ. Έτσι οι άντρες τους αποφάσισαν να τους κάνουν ένα δώρο. Ένα τριήμερο μακριά απ’ όλα. Μόνες τους. Έτσι για αλλαγή. Έτσι απλά για την αλητεία και μόνο. Και όπως ήταν αναμενόμενο, τέτοια δώρα είναι πάντα καλοδεχούμενα με ενθουσιασμό.
Τα κοριτσίστικα επιφωνήματα σκέπασαν ελαφρώς τη στριγγλιά των ελαστικών, καθώς ξεκίνησε το αμάξι. Το για πού, δεν το ξαναρώτησε καμιά τους. Κουβέντες ξεδιπλώθηκαν και χάθηκαν στον αέρα, γέλια ξεπετάγονταν ολοένα και συχνότερα. Ιστορίες από το παρελθόν ζωντάνεψαν ξανά και ειπώθηκαν σαν παραμύθια. Κάποιες παραλίες γέμισαν από τους ήχους της κιθάρας της Κατερίνας και σε κάποια μπαράκια ακόμα πίνουν τα σφηνάκια που είχε φτιάξει η Όλγα. Και αν δεν ήταν οι ελαφρές ρυτίδες στα μέτωπά τους που μαρτυρούσαν ότι πια δεν ήταν κοριτσόπουλα, θα μπορούσαν ίσως να ισχυριστούν ότι υπάρχει μαγεία σε αυτόν τον κόσμο που κάνει το χρόνο να γυρίζει πίσω. Αυτό όμως που πραγματικά γύρισε πίσω, ήταν η κλεμμένη ανεμελιά. Η αθωότητα που χάθηκε κάπου στην πορεία και ξαναβρέθηκε, έστω και για λίγο, σε μια διαδρομή χωρίς προορισμό. Ήταν οι στιγμές.