Οι μικρές ιστορίες ταιριάζουν στο καλοκαίρι γιατί έχουν μικρή διάρκεια και μέσα τους χωράνε ολόκληροι κόσμοι. 8 άνθρωποι, λοιπόν, συναντήθηκαν υπό τον ήλιο και έγραψαν για εμάς και εσάς αυτά τα μικρά διηγήματα με θέμα το καλοκαίρι, ο καθένας και η καθεμία από τη δική του/της σκοπιά και πένα. Τους ευχαριστούμε όλους/όλες μαζί και τον καθένα/καθεμία ξεχωριστά για αυτές τις εμπνευσμένες λέξεις που βάλανε στη σειρά και μας φέρανε ένα βήμα πιο κοντά στον ήλιο!
Άνωση ή αλλιώς Καλοκαίρι
Είχε γίνει πια σαράντα χρονών. σχεδόν από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, δούλευε. Δούλευε πολύ. Ως ελεύθερη κόρη στα κοπάδια της οικογένειας, που ήταν πολλά, αλλά και μέσα στο σπίτι για τη φροντίδα όλων — που ήταν κι αυτοί πολλοί. Έξι αδέλφια, γονείς, γιαγιά και παππούς. Μετά γάμος, τέσσερα κορίτσια, πεθερά, πεθερός και πολλά χωράφια. Σκεφτόταν καμιά φορά, άμα έβρισκε χρόνο μια ανάσα λεύτερη να πάρει, ότι και το αίμα της χώμα και κοπριά θα μύριζε μάλλον.
Στεκόταν τότε λίγο λυπημένη, πολύ κουρασμένη, και ονειρευόταν· ένα πράγμα μόνο· τη θάλασσα. Από τη δευτέρα δημοτικού ακόμη, μέχρι και σήμερα, το ίδιο όνειρο είχε. Έπειτα από κείνο το ποίημα που δεν κατάφερνε πια να θυμηθεί τον ποιητή του αλλά τα λόγια του την μάγεψαν, η θάλασσα έγινε το κρυφό της μεράκι. Ήθελε, έστω μια φορά, να την δει. Να την χαϊδέψει, να την δοκιμάσει.
«Φέτος θα του το ζητήσω», σκέφτηκε και έσκυψε πάλι στο κατάξερο από την κάψα χώμα. Το βράδυ ο άντρας της είχε καλή διάθεση και αφού πάλεψε πολύ με τους φόβους της, προσφέροντάς του μια πιατέλα φρεσκοκομμένα φρούτα, του το ξεφούρνισε.
—Θέλω να με πας στη θάλασσα.
Το έβγαλε από μέσα της και ανακουφίστηκε. Εκείνος την κοίταξε έκπληκτος και αφού άδειασε με την ησυχία του όλη τη πιατέλα, την ρώτησε με απορία:
—Δεν την έχεις δει ποτέ;
Έσκυψε εκείνη το κεφάλι και το κούνησε αρνητικά· για κάποιο λόγο που δεν ήξερε, ντρεπόταν.
—Την Κυριακή θα πάμε, της είπε κι έπεσε για ύπνο.
Αυτή η Κυριακή άργησε πιο πολύ από κάθε άλλη — αλλά τελικά ξημέρωσε. Τους πήρε ένας θείος, που είχε ένα παλιό, κόκκινο αγροτικό. Σε κάθε στροφή έτριζε και στρίγκλιζε, «Σαν την κυρα-Γιαννούλα τη γειτόνισσα όποτε μάλωνε με τον άντρα της», σκέφτηκε και χαμογέλασε. Εύκολα χαμογελούσε σήμερα. Πριν βγει ο ήλιος καλά καλά, έφτασαν στα ΚΤΕΛ. Ανέβηκαν στο λεωφορείο για Θεσσαλονίκη και σε δυο ώρες περίπου ήταν εκεί. Άλλες δυο φορές είχε πάει αλλά και τις δυο δεν ήταν για καλό. Με ένα πολύ άρρωστο παιδί στην αγκαλιά, έτρεχαν στους γιατρούς.
Τώρα ήταν αλλιώς. Πήραν ένα ακόμη λεωφορείο, το οποίο ήταν γεμάτο κόσμο, όρθιο και χαρούμενο. Οικογένειες, παρέες με νέα παιδιά, ακόμη και παππούδες και γιαγιάδες, τραγουδούσαν, γελούσαν. Όλοι έδειχναν τόσο ξέγνοιαστοι! Η ζέστη είχε πια αρχίσει για τα καλά, όταν σταμάτησε και άδειασε εντελώς μέσα σε δυο λεπτά.
Έμειναν τελευταίοι. Την πήρε από το χέρι και κατεβήκαν. Άρχισαν να τσαλαβουτάνε μέσα στη ζεστή άμμο και ο ήλιος τής θόλωνε το βλέμμα. Από τη λαχτάρα της δεν έβλεπε τίποτα. Ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο, σαν χαλί με χρωματιστές κινούμενες κουκίδες έσκασε μπροστά της ξαφνικά και ένα αεράκι, που μύριζε κάτι άγνωστο στους υποδοχείς της μύτης της, την μέθυσε περίεργα. Ανέπνευσε βαθιά και ζαλίστηκε από την ομορφιά. Η χωματίλα είχε εξαφανιστεί και στη θέση της είχε θρονιαστεί σε δευτερόλεπτα μια δροσερή αλμύρα που ήξερε πώς την λένε: αύρα είναι το όνομά της και το θυμόταν από το ποίημα-όνειρο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε. Δεν χωρούσε μέσα στο βουνίσιο της μυαλό όλο αυτό. Έβγαλε βιαστική τα παπούτσια της, ξέχασε τον άντρα της και περπάτησε πάνω της. Σαν το Χριστό ένιωθε. Την αισθάνθηκε σαν μια μεγάλη αγκαλιά που την προσκαλούσε και δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Τυλίχτηκε μέσα της και εξαφανίστηκε. Όμως μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Ήξερε ότι θα την εναποθέσει απαλά πάνω στο βελούδινο της σώμα. Κι έτσι έγινε. Την σήκωσε τόσο τρυφερά που ένιωσε να πετάει και μετά την χάιδευε με τα νεροδάχτυλά της.
Τίναξε το κεφάλι ψάχνοντας το τρομαγμένο βλέμμα του άντρα της.
—Μη φοβάσαι, άλλοι το λένε άνωση, εγώ καλοκαίρι, φώναξε.
Γέλασε αυτός τόσο φωτεινά που το πρόσωπο του έγινε ένα ακόμη καλοκαίρι.