Οι μικρές ιστορίες ταιριάζουν στο καλοκαίρι γιατί έχουν μικρή διάρκεια και μέσα τους χωράνε ολόκληροι κόσμοι. 8 άνθρωποι, λοιπόν, συναντήθηκαν υπό τον ήλιο και έγραψαν για εμάς και εσάς αυτά τα μικρά διηγήματα με θέμα το καλοκαίρι, ο καθένας και η καθεμία από τη δική του/της σκοπιά και πένα. Τους ευχαριστούμε όλους/όλες μαζί και τον καθένα/καθεμία ξεχωριστά για αυτές τις εμπνευσμένες λέξεις που βάλανε στη σειρά και μας φέρανε ένα βήμα πιο κοντά στον ήλιο!
Ο εν τοις ουρανοίς
Πετάχτηκε βαρύς απ’ το μισοΰπνι, βλαστημώντας τα χωράφια και τη φτώχεια του τη μαύρη. Κάθισε στην άκρη του κρεββατιού να βάλει το παντελόνι κι η γυναίκα του από δίπλα στέναξε κι άλλαξε πλευρό. Σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι και μουρμούρισε: «Φταίω εγώ μετά που δεν σε πιστεύω; Αν υπήρχες θα με λυπόσουν, νιόπαντρο άνθρωπο, να φεύγω μες στη νύχτα για να ποτίσω τα στάρια». Ήταν μια συνήθειά του κι αυτή, να μιλάει σε ένα θεό που δεν πίστευε κατά βάθος, παρόλο που καθημερινά άνοιγε κουβεντολόι μαζί του και μόνιμα του παραπονιόταν.
Έριξε πάνω του ένα κραυγαλέο παπαγαλί πουκάμισο, απόκτημα της UNRRA*, έζεψε το αλογάκι, φόρτωσε και τα σιφώνια* στο κάρο του και ξεκίνησε.
Νύχτα μαγική στον κάμπο ολούθε. Καλοκαιράκι και ξαστεριά. Χιλιάδες λυχναράκια ολόφωτα στο θόλο τ’ ουρανού. Σήκωσε το κεφάλι, τα θαύμαζε και παραμιλούσε, «Αχ βρε κιαρατά, καλά περνάς αυτού, πασάς είσαι ’συ και τον έρμο τον Αποστόλη στις τρεις τα ξημερώματα τον τσινάς με τη βουκέντρα στον κώλο να ποτίσει, λες και πέθαναν οι άλλες οι ώρες».
Το χωραφάκι του ήταν μακριά, στην άκρη του κάμπου, κι αυτό το τάκα τάκα απ’ το χτύπημα των πετάλων στο χωματένιο δρόμο τον νανούριζε για τα καλά. Κρέμασε το κεφάλι και παραδόθηκε σ’ ένα μαρτυρικά ηδονικό νάρκωμα· τρανταζόταν με δύναμη κάθε που το σαράβαλό του συναντούσε κροκάλες και λακκούβες, ξυπνούσε και ξανακοιμόταν στο φτερό, αποχαυνωμένος.
Ένα δυνατό χλιμίντρισμα τον έκανε ν’ ανοίξει παραζαλισμένος τα μάτια. Μετά τα γούρλωσε. Μετά τα ξανάκλεισε και τα ξανάνοιξε, έκπληκτος μ’ αυτό που έβλεπε. Ένα αερικό! Ένα αιθέριο, ξωτικό πλάσμα, λουσμένο στο αστρόφως, περπατούσε αργά αργά σύρριζα στα σταροχώραφα, πέντε μέτρα μακριά απ’ το κάρο του. Μια ξανθομαλλούσα, με μακρύ άσπρο φουστάνι που το ανέμιζε το βραδινό αεράκι και το τύλιγε γύρω απ’ τα γόνατά της. Η καρδιά του άρχισε να βροντάει κι όταν πλησίασε λίγο ακόμη κι άκουσε και το σιγανό της τραγούδισμα, ανατρίχιασε σύγκορμος. «Αμάν Βαγγελίστρα μου», σκέφτηκε και ξεροκατάπιε, «μου τα λέγανε και δεν τα πίστευα. Αλαφροΐσκιωτους τους έλεγα και ξωπαρμένους… α! να τώρα! Για να μάθω να το βουλώνω». Ώσπου να τελειώσει τη σκέψη του, το ξωτικό γύρισε και τον κοίταξε κι ο Αποστόλης κόντεψε να πάθει αποπληξία απ’ το λαχτάρισμα. Τα θαμπά μάτια της ήταν αδειανά και τον κοιτούσαν δίχως να τον βλέπουν, σαν να περνούσαν μέσα απ’ το σώμα του και να κοίταζαν πέρα μακριά στα σκοτάδια, κάτι που αυτός δεν μπορούσε να δει. Έμεινε άλαλος, καρφωμένος στη θέση του. Δεν τολμούσε ούτε να ανασάνει, σίγουρος πια πως το αερικό ήταν δαιμόνιο κι ο σατανάς έπαιζε μαζί του. Σήκωσε το χέρι του αυτόματα κι έκανε το σταυρό του· «Πάτερ ημών», του ήρθε σφήνα στο μυαλό, «ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω… αγιασθήτω τι; τι λέει; …το θέλημά σου;… όχι, όχι, άλλο λέει… τον άρτο;… όχι, παρακάτω είναι ο άρτος,… αχ τι λέει, τι λέει; α ρε Αποστόλη τούβλο! Άκου Θεέ, ντιπ δεν το θυμάμαι… Εσύ βόηθα όσο μπορείς, θα με φάει ζωντανό η λάμια». Σκέψεις, τρόμος, πανικός όλα ένα κουβάρι στο κεφάλι του κακομοίρη του Αποστόλη, τόσο που δεν είδε τον άντρα με το φανάρι που στέκονταν δίπλα στο κάρο του. Μόλις τον αντιλήφθηκε έβγαλε φωνή δυνατή που τρόμαξε τον άγνωστο, ξάφνιασε μέχρι και το ανεμικό:
«Σκάσε, πανάθεμά σε σερσέμη*, θα μου την ξυπνήσεις και θα πάρει φόβο»
«Ποια;»
«Τη θυγατέρα μου. Δε βλέπεις;… Πορπατάει στον ύπνο της. Άντε βάλε ένα χεράκι να την ταιριάξουμε», του είπε ο άντρας και του έδειξε ένα χειροκίνητο κακοπαθημένο καρότσι αφημένο λίγο πιο πέρα.
«Σχώρνα με κουμπάρε, δεν μπορώ», είπε ο Αποστόλης κατακόκκινος από ντροπή, «είμαι κατουρημένος μέχρι τα ποδήματα!»
*
UNRRA: (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) Αμερικανική Βοήθεια. Οργανισμός περίθαλψης πληγεισών χωρών την περίοδο 1945-1947.
Σιφώνια: Σωλήνες μεγάλης διαμέτρου από σκληρό πλαστικό.
Σερσέμης: Χαζός, ανόητος.
Το διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας , βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Οι χαρακτήρες είναι φανταστικοί, εκτός από το «αερικό». Πρόκειται για τη μάνα μου, «ξακουστή» υπνοβάτιδα της εποχής και της περιοχής.