Το έργο του Αυστραλού θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Άντριου Μπόβελ (Andrew Bovell) με τίτλο “Ο Κήπος με τις Αλήθειες” (Things I Know to be True) σκηνοθετεί στο θέατρο Μουσούρη ο Σταμάτης Φασουλής.
Έκανε πρεμιέρα το Μάιο του 2016 στο Dunstan Playhouse της Αδελαΐδας (πόλη στην οποία διαδραματίζεται το έργο), με το ανέβασμά του στο Lyric Hammersmith του Λονδίνου να ακολουθεί το 2017, ενώ στην Αμερική παίχτηκε στο Milwaukee Repertory Theatre το 2019. Η οικογένεια Πράις είναι εξαμελής και ζει στην Αδελαΐδα. Ο πατέρας έχει συνταξιοδοτηθεί πρόωρα και ασχολείται πλέον κυρίως με τον κήπο και τα τριαντάφυλλά του, η μητέρα δουλεύει ακόμα ως νοσηλεύτρια, ενώ τα τέσσερα παιδιά τους, δύο αγόρια και δυο κορίτσια, παίρνουν το δρόμο τους και ακολουθούν ο καθένας τη δική του ζωή. Η μικρότερη όλων, η Ρόζι φεύγει στην Ευρώπη για να γνωρίσει τον κόσμο, τον έρωτα και να ανεξαρτητοποιηθεί, αλλά το τόλμημά της τελειώνει κάπως άδοξα, όταν ερωτεύεται λάθος άντρα, ο οποίος την πληγώνει και την εγκαταλείπει. Επιστρέφει έτσι στη βάση της στην Αυστραλία για να συναντήσει την οικογένειά της, το κάθε μέλος της οποίας έχει τις δικές του ανησυχίες και ανασφάλειες και τα δικά του προβλήματα. Όλες οι σημαντικές συγκεντρώσεις της οικογένειας και οι κουβέντες τους έχουν γίνει στον προσεγμένο κήπο του σπιτιού κι εδώ θα συνεχίσουν να αποκαλύπτονται μυστικά, αλήθειες, επιθυμίες, ανομολόγητες αμαρτίες. Ο καθένας θα έχεις τις καλές και τις κακές του στιγμές, αυτές που θα προκαλέσουν χαμόγελο κι εκείνες που θα φέρουν το δάκρυ, θα διηγηθεί στη σκηνή μια μικρή ιστορία που θα του αλλάξει τα μέχρι τώρα δεδομένα της ζωής του και τελικά θα σκορπίσουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η ενότητα της οικογένειας θα δοκιμαστεί έντονα, κάποιες σχέσεις θα δείξουν ότι είναι έτοιμες να διαρραγούν δια παντός, αλλά στο τέλος κάτι θα φέρει και πάλι την οικογένεια κοντά και τα μέλη της μαζί και ενωμένα. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη και δεν είχε προβλήματα, με το λόγο να έχει ροή και συνέχεια μέχρι το τέλος.
Ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθετεί το εγχείρημα σκιαγραφώντας ένα προς ένα τα μέλη της οικογένειας και αναλύοντας διεξοδικά τις ισορροπίες των μεταξύ τους σχέσεων και τις εξαρτήσεις τους. Αν και ξεκινά κάπως κοινότοπα, γρήγορα ανεβάζει το ρυθμό του, όσο οι ιστορίες (και οι αντίστοιχες εικόνες) διαδέχονται η μία την άλλη, οπότε αρχίζουν οι ανατροπές. Οι αποκαλύψεις που γίνονται σ’ αυτήν την πορεία έχουν κατά βάση δραματική υφή, συναισθηματικές εξάρσεις, τριβές μεταξύ των χαρακτήρων, αλλά δε λείπουν οι κωμικές στιγμές που αποφορτίζουν έστω και για λίγο το κλίμα, δίνοντας στο κοινό τις απαραίτητες ανάσες. Οι χαρακτήρες είναι γήινοι, υπαρκτοί, καθημερινοί τύποι, με πάθη, αδυναμίες, κρυμμένα μυστικά και καταπιεσμένες ευαισθησίες σε σημείο που εύκολα μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους. Τίποτα δε μοιάζει υπερβολικό και τα ψυχολογικά τους διλήμματα και σκαμπανεβάσματα, οι χαρές και οι λύπες τους, τους κάνουν άμεσα αναγνωρίσιμους και δίνουν στο θεατή αφορμές και αιτίες να τους κατανοήσει και να ταυτιστεί μαζί τους. Ο χωρισμός, η ανατροφή των παιδιών, η αναζήτηση μιας καλύτερης εργασιακής τύχης στο εξωτερικό, η νεοπλουτίστικη τάση για επίδειξη, η ερωτική κούραση μετά από πολλά χρόνια συμβίωσης είναι καταστάσεις που όλοι μπορεί να βιώσουμε και αυτές θίγονται με μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση κι ευαισθησία που ενεργοποιεί δημιουργικά το συγκινησιακό αισθητήριο του θεατή, χωρίς να το προσβάλλει.
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου υποδύεται τη Φραν, την πολυμήχανη μάνα που καταλαβαίνει τα πάντα και αποτελεί για χρόνια τον κυματοθραύστη της οικογένειας. Με λόγο ευθύ και άμεσο, συχνά φλερτάροντας με την τραχύτητα και την σκληρότητα γίνεται το σημείο αναφοράς κάθε μέλους της οικογένειάς της, αλλά και το καταφύγιό τους. Δημιουργεί μια σύνθετη περσόνα μητέρας, που από τη μία προσπαθεί να πατρονάρει τα παιδιά της προς την κατεύθυνση που θεωρεί σωστή γι’ αυτά, ενώ από την άλλη γίνεται οικειοθελώς το λιμάνι σε κάθε τους φουρτούνα. Η ερμηνεία της έχει τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και μια εσωτερική ισορροπία, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη στόφα της μεγάλης θεατρίνας από την οποία είναι φτιαγμένη. Ο Σταμάτης Φασουλής στο ρόλο του Μπομπ, του κουρασμένου, σχεδόν παραιτημένου από τη ζωή πατέρα, πλάθει έναν αδύναμο πάτερ φαμίλιας που τα γεγονότα δείχνουν να τον ξεπερνούν. Χωρίς να αποφεύγει κάποια αχρείαστα κομπιάσματα στην εκφορά του λόγου και κάποιες στερεοτυπικές σκηνικές αντιδράσεις, ανταπεξέρχεται χωρίς προβλήματα στις απαιτήσεις του ήρωά του και τις συναισθηματικές του διακυμάνσεις. Τη Ρόζι, τη μικρή κόρη του ζευγαριού παίζει η Βίκυ Διαμαντοπούλου, δείχνοντας ακομπλεξάριστη στη σκηνή και συνθέτοντας με συνέπεια και ωριμότητα μια νεαρή κοπέλα που ενώ επιθυμεί τον απογαλακτισμό της από την οικογένειά, ανακαλύπτει ότι δεν είναι ακόμα έτοιμη γι’ αυτόν και επιστρέφει στην ασφάλειά της. Η Ματίνα Νικολάου είναι η Πιπ, η μεγαλύτερη κόρη, η οποία νιώθει παγιδευμένη στο γάμο της και αποφασίζει να χωρίσει και να ψάξει την τύχη της στον Καναδά. Ο λόγος της ήθελε λίγο περισσότερο χρώμα και ένταση, ενώ δείχνει να κρατά ανεξήγητα αποστάσεις από τη συναισθηματική της φόρτιση, η οποία ελάχιστα αποτυπώνεται στη σκηνή. Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος ερμηνεύει τον Μαρκ, το μεγαλύτερο γιο (καθώς και τη Μία). Ξεκινά κάπως χαμηλότονα την παράσταση, αλλά βρίσκει τα πατήματά του, ανεβάζει ρυθμούς και αποδίδει με ευαισθησία, συνέπεια και εσωτερικότητα έναν βαθιά καταπιεσμένο χαρακτήρα (χαρακτηριστικό το γρέζι-λυγμός στη φωνή του) που αναζητά την ταυτότητά του πριν να είναι αργά γι’ αυτόν. Ο Παναγιώτης Γαβρέλας ως Μπεν, ο μικρότερος γιος, διέπεται από μια μεγαλομανία και τάση επίδειξης. Λίγο πιο φωνακλάς από τον αδερφό του, υπερκινητικός, πιο ενθουσιώδης, αλλά και σε πλήρη σύγχυση, όταν η καταστροφή του χτυπά την πόρτα. Δε χάνει το μέτρο και αποδίδει με σαφήνεια τις ιδιαιτερότητες του ρόλου του.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη αναπαριστά με απλό και λειτουργικό τρόπο έναν προσεγμένο κήπο μιας αστικής μονοκατοικίας, αν και θα προτιμούσα αντί για πλαστικά τριαντάφυλλα να χρησιμοποιούνταν αληθινά. Τα προσεγμένα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη απεικονίζουν αρκετά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός από τους ήρωες, ενώ η μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου είχε μια έντονα νοσταλγική και ρομαντική (προ)διάθεση. Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ με κάποιες ασάφειες στα ανοιχτά τους πλάνα, αλλά και με σωστές εστιάσεις στα πρόσωπα στους μονολόγους του καθενός από τους ήρωες.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Μουσούρη παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου έργου με στιγμιότυπα της ζωής μιας επιφανειακά χαρούμενης, αλλά στην πραγματικότητα με βαθιά ψυχολογικά τραύματα οικογένειας. Τα πάθη και τα ψέματα των μελών της ξεδιπλώνονται σαν διαδοχικές ριπές ενός ανέμου που σαρώνει τους ήρωες και κάνει εμφανή τη βαθιά ανάγκη τους να μοιραστούν τα συναισθήματά και τις πληγές τους με τους άλλους. Οι ανατροπές τους φέρνουν αντιμέτωπους με την αλήθεια που εν πολλοίς φαντάζει αδυσώπητη, αλλά τους οδηγεί σε αποφάσεις και συμβιβασμούς. Ένα γλυκόπικρο κείμενο, με ήρωες οικείους, προσεγγίσιμους, όπου ο καθένας μας μπορεί να αναγνωρίσει στοιχεία της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Η σκηνοθετική προσέγγιση παρά τις μικρές αρρυθμίες, διατηρεί μια ισορροπία μεταξύ συγκίνησης και αστείου, έχει δυναμική και πλησιάζει με αμεσότητα και τόλμη το θεατή. Οι πολύ καλές ερμηνείες (με κορυφαία αυτή της κυρίας Παπακωνσταντίνου) συντείνουν στο ποιοτικό τελικό αποτέλεσμα ενός εγχειρήματος που έχει απήχηση στο θεατή.