«Εγώ έχω κι άλλα πράγματα που αγαπώ», λέγεται η δεύτερη ποιητική συλλογή της γυναίκας που τιμήθηκε για την πρώτη της με Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Ποίηση του Αναγνώστη. Η Μυρσίνη Γκανά, πέρα από κόρη αγαπημένου, κορυφαίου ποιητή, πέρα από μητέρα, πέρα από μεταφράστρια είναι, για μένα, ο άνθρωπος που συνέλαβε και έγραψε αυτούς τους στίχους: «Μαζί μόνο φοράω/το δικό μου δέρμα». Χωρίς να έχω διαβάσω όσο εμβριθώς θα ήθελα το τελευταίο της βιβλίο, στην συζήτηση που μπορείτε να διαβάσετε εδώ, την ρωτώ ποια είναι επιτέλους αυτά τα «άλλα πράγματα», τι κάνει με τις μέρες και τις νύχτες της, αν την αγχώνει η προσδοκία του κοινού από μια καλλιτέχνιδα με βροντερό επώνυμο, τι ονειρεύεται για το φετινό καλοκαίρι.
Φτιάξαμε μαζί μια συνέντευξη η οποία έχει νομίζω αυτή την παλ φρεσκάδα που αναδίδει η ποίηση της Μυρσίνης.
Πώς είναι να είσαι η Μυρσίνη και πώς να είσαι η…Γκανά; Μίλησε μου μια στιγμή για τον σπουδαίο σου πατέρα, αλλά κυρίως, για το πώς είναι να είσαι το παιδί αυτού του ανθρώπου.
Πρέπει να πω ότι αυτή είναι η ερώτηση που μου προκαλεί αμηχανία από τότε που ήμουν παιδί. Ίσως επειδή ως παιδί, η ποίηση ή η όποια αναγνώριση του πατέρα σου ως ποιητή δεν έχει καμία σημασία, αν προσπαθήσεις να διαβάσεις τα ποιήματα δεν τα καταλαβαίνεις, οπότε αποφασίζεις πως όλο αυτό είναι κάτι που δεν σε αφορά.
Ο πατέρας μου ήταν πάντα ο μπαμπάς μου, που μας έλεγε ιστορίες όταν γύριζε από τη δουλειά, που τον κοροϊδεύαμε επειδή ήταν από χωριό, ενώ εμείς πρωτευουσιάνοι, που κάποτε μου υπαγόρευσε ολόκληρο το Γεφύρι της Άρτας από το τηλέφωνο επειδή το χρειαζόμουν για το σχολείο και δεν έβρισκα το βιβλίο στο σπίτι. Πολλά, πολλά χρόνια αργότερα, μπόρεσα να διαβάσω τα ποιήματά του ως αναγνώστρια και όχι ως παιδί του, προσπαθώντας να κάνω ότι δεν τον ξέρω. Δεν πιάνει προφανώς…
Πότε διάβασες για πρώτη φορά ποίηση στην ζωή σου; Και πότε έγραψες για πρώτη φορά; Θυμάσαι;
Σίγουρα δεν θυμάμαι πότε διάβασα ποίηση για πρώτη φορά. Στο σπίτι μας τα βιβλία ήταν πάντοτε πολλά, μπορούσαμε σε οποιαδήποτε ηλικία να πάρουμε κάτι από το ράφι και να το διαβάσουμε. Ωστόσο νομίζω ότι άργησα να αρχίσω να διαβάζω ποίηση συστηματικά, ήμουν πάντα φανατική των μυθιστορημάτων. Όσο για τη γραφή… Πέρα από τα ποιήματα που έγραψα, όπως η συντριπτική πλειοψηφία στην εφηβεία, δεν ασχολήθηκα ξανά μέχρι πολύ πρόσφατα, για την ακρίβεια μέχρι το 2016, που ήταν σαν να έσπασε ένα φράγμα ξαφνικά και ξεχύθηκαν ποιήματα.
Πώς είναι μια τυπική σου ημέρα; Εκτός από την γραφή, τι άλλο καταλαμβάνει χώρο μες στον χρόνο σου;
Δεν έχω ωράριο εργασίας για την ποίηση. Δεν κάθομαι να γράψω κάθε μέρα, μπορεί να περάσουν εβδομάδες ολόκληρες όπου δεν γράφω ούτε έναν στίχο, και τότε, φυσικά, ανησυχώ ότι στέρεψα, τελείωσε, δεν θα ξαναγράψω ποτέ. Τελικά κάτι συμβαίνει, κάποιο ποίημα έρχεται και ηρεμώ για λίγο, μέχρι την επόμενη φορά. Ο χρόνος μου μοιράζεται ανάμεσα στη δουλειά, τις μεταφράσεις δηλαδή, την κόρη μου, τους φίλους, το διάβασμα. Η πανδημία που ζούμε έχει σαφώς διαταράξει κάθε έννοια ρουτίνας και συνήθειας, οπότε φοβάμαι ότι δεν μπορώ να περιγράψω μια τυπική μέρα. Το βέβαιο είναι ότι περιλαμβάνει πάντα πολύ περπάτημα.
Σε ποια γειτονιά της πόλης μένεις και τι λατρεύεις σε αυτήν;
Ζω κοντά στον σταθμό του μετρό της Πανόρμου, και παρόλο που δεν χρησιμοποιώ πια το μετρό, μου αρέσει πολύ που υπάρχει αυτός ο εύκολος τρόπος μετακίνησης κοντά μου. Ακόμα περισσότερο μου αρέσει που βρίσκομαι κοντά στο κέντρο της Αθήνας, που είναι η μοναδική γειτονιά που πραγματικά λατρεύω, και που μπορώ να πηγαινοέρχομαι στη δουλειά και στα σημεία συνάντησης με φίλους με τα πόδια. Λατρεύω το ότι είναι πραγματική γειτονιά, με κόσμο στους δρόμους, μαγαζιά, ζωή που κινείται διαρκώς.
Ποια πράγματα αγαπάς, γενικώς; Κι όταν λες “κι άλλα πέρα από σένα”, τι εννοείς;
Στο ποίημα από το οποίο έχει προκύψει ο τίτλος της συλλογής λέει «Εγώ έχω κι άλλα πράγματα που αγαπώ/πέρα από σένα». Είναι όλα πράγματα μικρά, τυχαίες αναμνήσεις, εικόνες, οι στιγμές που νιώθουμε πραγματική, αγνή ευτυχία. Αγαπώ γενικώς την αίσθηση ότι είμαι ζωντανή, ότι όλα είναι πιθανό να συμβούν ανά πάσα στιγμή, ότι υπάρχει τεράστια ομορφιά, και αγάπη, και καλοσύνη, και είναι επιλογή μας να στεκόμαστε σ’ αυτά και όχι σε ό, τι άσχημο και δυσάρεστο μπορεί να μας συμβαίνει. (Και φυσικά, είναι πολλά). Και ακόμα περισσότερο, αγαπώ τους ανθρώπους που δίνουν νόημα και αξία στη ζωή.
Από τα Πέρα Μέρη ως την τελευταία συλλογή, τι έχει συμβεί στην γραφή σου;
Πραγματικά, δεν ξέρω αν μπορώ να το κρίνω εγώ καθαρά αυτό. Ελπίζω να υπάρχει περισσότερο βάθος, καλύτερη επεξεργασία του συναισθήματος, αλλά η ίδια ειλικρίνεια. Βιώνω αλλαγές και αναταράξεις, πιστεύω ότι αυτά που γράφω αντανακλούν και την όποια αλλαγή στον τρόπο σκέψης μου.
Τι προσδοκά ο κόσμος από την Μυρσίνη, νομίζεις; Ποιες τυχόν προσδοκίες δεν έχεις καμία διάθεση να εκπληρώσεις;
Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι ο κόσμος προσδοκά κάτι από μένα, ούτε να ζήσω ή να γράψω βάσει των όποιων προσδοκιών. Πιστεύω ότι είμαι υπεύθυνη μόνο για τις προσδοκίες που έχω εγώ για τον εαυτό μου, να μην μου επιτρέπω ευκολίες, να μην επαναπαύομαι, να είμαι καλός άνθρωπος.
Τι περιμένεις εσύ από το φετινό καλοκαίρι; Θα ξεπλύνει τα τραύματα της καραντίνας το ελληνικό αλάτι;
Το μόνο που περιμένω από το φετινό καλοκαίρι είναι να καταφέρω να κοιμηθώ πολύ και να συναντηθώ όσο περισσότερο γίνεται με ανθρώπους που αγαπώ. Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί ίσως να μην επιτρέψει την επούλωση τραυμάτων, φοβάμαι ότι το καλοκαίρι θα συνεχίσει να είναι τραυματικό, μπορεί ακόμα περισσότερο από την καραντίνα, μια που τώρα καλούμαστε να διαχειριστούμε διαφορετικά ένα σωρό μικρές καθημερινές συνήθειες, προσποιούμενοι ότι ζούμε κανονικά, και χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα για το πότε θα τελειώσουν όλα αυτά. Υπάρχει μια τεράστια αμφιθυμία που ίσως σε βάθος χρόνου να κάνει μεγαλύτερο κακό απ’ όσο θα μας έκαναν τέσσερις μήνες καραντίνας μαζεμένοι, μετά τους οποίους όλα θα ήταν πραγματικά όπως τα ξέραμε.
Γιατί επιμένουν οι ποιητές, Μυρσίνη, να αναζητούν ορισμούς της ίδιας της ποίησης; Και του έρωτα, φυσικά…Πράγματα αδύνατα, σωστά;
Ο έρωτας είναι κάτι που όποιος το ζει προσπαθεί να το ορίσει, να το οριοθετήσει, να το περιγράψει, επειδή είναι κάτι τόσο έντονο που μας κάνει να νιώθουμε ότι χάνουμε το μυαλό μας. Εκεί παλεύουμε μέσα από ορισμούς να επιβάλλουμε κάποια λογική, αλλά και να μιλήσουμε στον άλλο, να του εξηγήσουμε, ελπίζοντας πάντα, φυσικά, να νιώθει κι εκείνος το ίδιο.
Γι’ αυτό και διαβάζουμε περισσότερο ποίηση όταν είμαστε ερωτευμένοι, θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι έχουν νιώσει κι άλλοι έτσι, από τη μια για την παρηγοριά που δίνει η σκέψη ότι δεν είμαστε οι μόνοι που υποφέρουν και από την άλλη ίσως για να μπορέσουμε να μειώσουμε την ένταση του συναισθήματός μας, να καταφέρουμε να πούμε «να, πέρασαν κι άλλοι από κει, κι επέζησαν, θα τα καταφέρω κι εγώ».
Όσο για τους ορισμούς της ποίησης από τους ποιητές, μπορώ να απαντήσω μόνο για τον εαυτό μου. Η στιγμή της δημιουργίας ενός ποιήματος, όταν ξαφνικά αρχίζουν να συνδέονται εικόνες, λέξεις, αισθήματα, με τρόπο τέτοιο που να δίνεται ικανοποιητική λύση σε κάτι που με βασανίζει, έστω και για λίγο, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ από πού έρχεται όλο αυτό, τι είναι, τι εξυπηρετεί. Είναι ακριβώς σαν τον έρωτα, προσπαθώ να το περιγράψω για να το τιθασεύσω.