Είναι ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα και απέναντί μου έχω τον κύριο Χαράλαμπο Χειράκη, Επίτιμο Γενικό Επιθεωρητή της Πολεμικής Αεροπορίας και μικρασιάτη πρόσφυγα 2ης γενιάς.
Τα σπίτια μας γειτονεύουν και στο πήγαινε-έλα της μέρας συναντιόμαστε πολλές φορές, πάντα στο ίδιο σημείο, πότε λέγοντας μια ωραία καλημέρα και πότε λίγα από τα καθημερινά που μπορούν να απασχολούν μια γειτονιά.
Η ιστορία του είναι η ιστορία όλων μας — με λίγες παραλλαγές. Είναι η ιστορία των μικρασιατών προσφύγων που με χίλια βάσανα κατάφεραν να στεριώσουν στην Καισαριανή και να φτιάξουν μια νέα ζωή, χωρίς όμως να ξεχνούν ποτέ τις αλησμόνητες πατρίδες τους.
«Το 1922 ο πατέρας μου Νικόλαος Χειράκης (από τον Κουκλουτζά) ήταν 10-11 ετών», μας διηγείται ο κύριος Χαράλαμπος. «Όταν έγινε ο Διωγμός, μαζί με τη μητέρα του και τις δύο του αδελφές κρύφτηκαν για 2-3 μέρες στη Σμύρνη, μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου (ανήμερα του Σταυρού) που κατάφεραν να μπουν σε καράβι. Μετά από πολλές αρνήσεις να υποδεχτούν πρόσφυγες σε διάφορα νησιά, έφτασαν στον Πειραιά. Η οικογένεια περιπλανήθηκε πολλές μέρες, αναζητώντας τον πατέρα τους, που είχε μείνει πίσω για να φροντίσει τα ζώα.
Δύο μήνες μετά τον βρήκαν, αλλά δυστυχώς σε λίγο καιρό πέθανε, κι ο Νικόλαος ανέλαβε την προστασίας της οικογένειας. Είχαν ήδη εγκατασταθεί σε σκηνές στον Συνοικισμό της Καισαριανής, δουλεύοντας σκληρά για την επιβίωση. στην αρχή έφτιαχνε πλίνθους με μεροκάματο 5-10 δραχμές κι έπειτα μάζευε χόρτα και σαλιγκάρια από τον Υμηττό και τα Μεσόγεια, που τα έβαζε σε μία κοφίνα στον ώμο του και πήγαινε στην Αθήνα να τα πουλήσει. Αργότερα, δούλεψε παραγιός σε μπακάλικο κι έτσι μάζεψε χρήματα και αγόρασε ένα πλινθόκτιστο σπίτι μισό-μισό με μια άλλη οικογένεια».
Και η μητέρα σας πώς έφτασε;
«Μια παρόμοια διαδρομή ταλαιπωρίας και κακουχίας έφερε στην Καισαριανή και τη μητέρα μου Βασιλεία (από το Ντενιζλή). Το 1934 παντρεύτηκαν και ο πατέρας μου πραγματοποίησε το μεγάλο του όνειρο. Αγόρασε άλογο με σούστα και επέκτεινε τις πωλήσεις των προϊόντων σε πολλές συνοικίες των Αθηνών. Τα οικονομικά τους άρχισαν να ανθίζουν για την εποχή εκείνη. Το 1937 άνοιξε μανάβικο-μπακάλικο –το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα από τα εγγόνια του– στην οδό Λυδίας, όπου εργάστηκαν ακατάπαυστα κι έφτιαξαν μια αγαπημένη και αξιοπρεπή οικογένεια».
Πώς περνούσαν τον χρόνο τους οι πρόσφυγες;
«Οι λίγες ελεύθερες ώρες που είχαν ήταν κυρίως αφιερωμένες στη διατήρηση των αναμνήσεων και των εθίμων από τις αλησμόνητες πατρίδες. Μαζεύονταν παρέες-παρέες και αναπολούσαν τα παιδικά τους χρόνια, τραγουδούσαν και αντάλλασσαν επισκέψεις κυρίως με τους συγγενείς τους σε άλλες προσφυγικές συνοικίες (Φιλαδέλφεια κ.λπ). Τις αργίες με καλό καιρό ανηφορίζανε για το μοναστήρι της Καισαριανής, όπου έστρωναν κουρελούδες και με τα ωραία μικρασιάτικα εδέσματα έστηναν γλέντια.
»Τα απογεύματα οι γυναίκες έβγαιναν με τις καρέκλες έξω από τα σπίτια τους και περνούσαν 2-3 ώρες με… κοινωνική επίλυση θεμάτων. Οι δρόμοι τότε ήταν από χώμα και 2-3 φορές την εβδομάδα πέρναγε η υδροφόρα του δήμου –η σουλαντηστήρα όπως τη λέγαμε– και κατάβρεχε το χώμα για να πέσει η σκόνη. Η μυρωδιά του φρεσκοπλυμένου χωματόδρομου ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα.
»Τα πιο ωραία αυτοσχέδια γλέντια εγινόντο στα λεγόμενα προσφυγικά τετράγωνα που βρίσκονταν βόρεια από τον κεντρικό δρόμο προς το ρέμα. Στη μέση αυτών των τετραγώνων δέσποζε η κοινόχρηστη τουαλέτα, η οποία μερικές φορές γινόταν αιτία μικρών καυγάδων σχετικά με την καθαριότητά της.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην Καισαριανή; Τι αναμνήσεις έχετε από τότε;
«Γεννήθηκα το 1950. Τότε όλα σχεδόν τα παιδιά είχαν και υποχρεώσεις. Εκτός, λοιπόν, από μαθητής στο Δημοτικό στου Βενιζέλου, βοηθούσα και τον πατέρα μου στο κατάστημα. Όμως πάντα υπήρχε και χρόνος για παιχνίδι και ποδόσφαιρο στις αλάνες της Καισαριανής, για κυνηγητό στο σκοπευτήριο και στο ρέμα ή με διαφορα παιχνίδια που φτιάχναμε μόνοι μας (πατίνια κ.λπ.). Όσο για τους αγκώνες και τα γόνατα που ήταν μονίμως ματωμένα, κανείς δεν ρωτούσε και κανείς δεν έδινε σημασία.
Κάτι που θυμάστε έντονα από τα παιδικά ή εφηβικά σας χρόνια;
«Ο βραδινός ύπνος! Τα καλοκαιρινά βράδια οι περισσότεροι κάτοικοι της Καισαριανής κοιμόντουσαν έξω στις αυλές ή στα ταρατσάκια όλοι μαζί, στρωματσάδα, με τις πόρτες ανοιχτέ,ς χωρίς κανέναν φόβο για την προσωπική, οικογενειακή ή περιουσιακή ασφάλειά τους.
»Επίσης, οι μυρωδιές των φαγητών που μαγείρευαν οι νοικοκυρές και μοσχοβολούσαν οι γειτονιές, μαζί με τις φρεσκοβαμμένες πεντακάθαρες αυλές και τις έντονες μοσχοβολιές από τα γιασεμιά και τα πανέμορφα λουλούδια τους».
Σε σχέση με τα παλιά χρόνια, πώς σας φαίνεται ο τρόπος που ζουν τα νέα παιδιά σήμερα;
«Μπορεί να λέμε όλοι οι παλαιότεροι “τι ωραίες εποχές τότε, τι αγνός κόσμος τότε, τι ανέμελα χρόνια τότε”, με τα οποία και συμφωνώ, όμως δεν θα παραβλέψω και την ανάπτυξη της πόλης μας, η οποία βελτίωσε τον τρόπο ζωής μας και έκανε ευκολότερη την επιβίωση και διαβίωση των κατοίκων. Αναγκαστικά, λοιπόν, η ανάπτυξη της πόλης έφερε και τη νεολαία μας σε άλλες αντιλήψεις, ίσως πιο σύγχρονες και πιο ριζοσπαστικές.
Είναι όμως καθήκον και υποχρέωση των παλαιοτέρων και κυρίως των οικογενειών τους να δίνουν τις σωστές κατευθύνσεις, ώστε αυτές οι νέες και ριζοσπαστικές ιδέες να χτίζονται με υγιείς βάσεις και με γνώμονα τη δίκαια και σωστή αξιολόγηση και κριτική. Εντύπωση μου κάνουν σήμερα οι τάσεις κυρίως της νεολαίας στην άρνηση και απόρριψη να ακολουθήσουν κάποια τεχνικά επαγγέλματα, τα οποία στη σημερινή εποχή είναι περιζήτητα και κυρίως αρκετά οικονομικά προσοδοφόρα».