Δεκαετίες τώρα ο νεοέλληνας «γαλουχείται» -μεταξύ άλλων- με δύο θεμελιώδη ακραία «δόγματα». Το ένα είναι αυτό του (εθνο)μηδενισμού και της αποδόμησης, ενώ το άλλο αφορά το μοντέλο του «ελληνάρα» ο οποίος, με μια [ψευδ]αίσθηση «φυσικής ανωτερότητας», δεν είναι υπεύθυνος ποτέ και για τίποτα, καθότι για όλα είναι υπόλογος πάντα κάποιος άλλος.
Αναλυτικότερα, βάσει της πρώτης προσέγγισης ο Ρωμιός είναι κάτι χειρότερο από τη μάστιγα του θεού επί της γης! Φταίει για ό,τι συμβαίνει και θα συμβαίνει εις τον αιώνα του αιώνος! Φταίει για την ένταση με την Τουρκία, για το Κυπριακό, το Μεσανατολικό, τα μνημόνια, την αποβιομηχανοποίηση, το Brexit και την [ενδεχόμενη] κατάρρευση της European Union…
Παράλληλα, σύμφωνα με τους εκφραστές αυτής της Σχολής, όλο το «εθνικό αφήγημα» («συλλογικό φαντασιακό») του Γένους ημών, αποτελεί μια φενάκη, μια (κακογραμμένη) συλλογή παραμυθιών γεμάτη μισαλλοδοξίες, ένα ζωογόνον ψεύδος… Οι λεγόμενες παραδοσιακές ελληνορθόδοξες αξίες τίθενται εν αμφιβόλω, ήθη κι έθιμα αιώνων μπαίνουν στο μικροσκόπιο και κατόπιν στο στόχαστρο, συλλήβδην! Εθνικές εορτές, λιτανείες, σημαιοστολισμοί, Τσικνοπέμπτες, μαγειρίτσες, οβελίες, κοκορέτσια, κωδωνοκρουσίες ενοχλούν, ακόμα και εκτός… ωρών κοινής ησυχίας! Αρκετά κεφάλαια της ημετέρας Ιστορίας θεωρούνται πλήρως rewritable («επανεγγράψιμα»), με αποτέλεσμα να φθάνουμε μέχρι τη «συνωστισμένη» προκυμαία της Σμύρνης το 1922 και, γιατί όχι;, μέχρι το …Ζάλογγο, όπου κάτι ακραιφνείς αντιφεμινίστριες σημείωσαν ακούσια πτώση από ύψος, λόγω ίσως της ολισθηρότητας των εκεί βράχων…
Πολλά τα αγαπημένα ρητορικά ερωτήματα (τσιτάτα) των αρνητών – αποδομητών: «αν γινόταν να συναντηθούν ένας Μαραθωνομάχος, με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Κολοκοτρώνη και τον Μίκη Θεοδωράκη, θα κοιτιόντουσαν σαν εξωγήινοι ε;». Βέβαια, λογικό είναι! Αφού, η οποιαδήποτε συνέχεια (γλωσσική, πολιτισμική, θρησκευτική) στην Ελληνική Ιστορία αμφισβητείται σφόδρα, πλέον! Βλέπετε, το σκοταδιστικό και θρησκόληπτο Βυζάντιο δεν άφησε τίποτα όρθιο… Εν αντιθέσει με την Οθωμανοκρατία που ακολούθησε και δίδαξε αλληλοσεβασμό καθώς και συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη άνθιση των τεχνών και των γραμμάτων…
Στον «αντίποδα» βρίσκεται το άλλο δόγμα, εξίσου επικίνδυνο και ίσως πιο μουλωχτό από το πρώτο. Πρόκειται για την αίσθηση μιας παγιωμένης διαχρονικής «ανωτερότητας»[;] των Ελλήνων. Ήτοι, εμείς δεν φταίμε για τίποτα! Για όλα φταίνε οι άλλοι! Εμείς είμαστε πάντα υπεράνω, πάντα αθώοι (not guilty)! Η ελληνικότητα φαντάζει κάτι σαν τεκμήριο αθωότητας, σαν ηθικό πλεονέκτημα… Οϊμέ! Στην ανάλυση των δεινών που μας έχουν βρει, σφυρίζουμε αδιάφορα, κοιτώντας -με πάθος και μεσογειακό ταμπεραμέντο- ανατολικά, δυτικά και βόρεια, αλλά ποτέ μέσα μας!
Και υπό αυτή την οπτική γωνία, οι ατάκες δεν λείπουν: «Αφού οι Βρυξέλλες γνώριζαν ότι τους κλέβαμε, γιατί δεν μας τραβήξανε το αυτί πιο νωρίς οι κουτόφραγκοι, ε;», «αφού η Φρανκφούρτη έβλεπε ότι οι επιδοτούμενες ελιές που δηλώναμε σε Κρήτη και Πελοπόννησο δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν ούτε σε τρεις Σικελίες, γιατί κάναν το κορόϊδο οι αρμόδιοι και φούσκωσε ο… λογαριασμός;».
Αγαπημένη θεματική ενότητα των «ελληναράδων» είναι οι αόρατες αδελφότητες, οι σκοτεινές στοές όπου εξυφαίνονται μακρόπνοα σχέδια κάποιων illuminati εναντίον των απογόνων του Σωκράτη, του Ηράκλειτου και του Σπαρτιάτη Βασιλιά Λεωνίδα… Ως γνωστόν, για τον υπερδανεισμό Κράτους και νοικοκυριών, καθώς και για το υπερκαταναλωτικό μοντέλο (είδωλο – τοτέμ) που ασπαστήκαμε διαχρονικά, φταίει -κατ’ αποκλειστικότητα- η παγκόσμια τραπεζική (σιωνιστική) προπαγάνδα & συνομωσία… Εμείς δεν ξέρουμε, δεν είδαμε, απλά υπογράφαμε και εισπράτταμε. Η έννοια της συνυπαιτιότητος ας απασχολήσει μόνον τους φοιτητάς της Νομικής, εκεί στην τομή των οδών Σόλωνος και Μασσαλίας…
Πέρα από την πλάκα όμως, ο ελληνικός κόμπος δείχνει να φτάνει στο χτένι της Ιστορίας!
Ο καιρός του «δια ταύτα» φαίνεται να είναι εγγύς για τον τόπο και τον Λαό… Η εκκρεμότητα μιας βαθειάς εθνικής αυτοκριτικής παραμένει και είναι ιλιγγιώδης! Βέβαια, η χρυσή τομή είναι δύσκολο να εντοπιστεί με ακραίες και αφοριστικές προσεγγίσεις. Τόσο τα εθνο-ενοχικά σύνδρομα και οι ελληνο-φοβικές εμμονές, όσο και η «πατριωτική» ανευθυνότητα «Υπεράνθρωπων» Γραικών [θεματοφυλάκων του λαϊκισμού, της αναξιοκρατίας και της φαυλότητας], δεν επιτρέπουν να κοιτάξουμε κατάματα τα προβλήματα και τις «ιδιαιτερότητές» μας.
Εξάλλου, ας λάβουμε υπόψη ότι τα πράσινα και μπλε καφενεία, όσο κι αν [αντ]άλλαξαν χρώματα, δεν γλύτωσαν το λουκέτο και πέρασαν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας… Ο κύκλος του [διαταραγμένου] διπόλου «αριστερά – δεξιά» έχει κλείσει. Αυτό δεν είναι καλό ή κακό, απλά αποτελεί γεγονός. Ίσως ήγγικεν η ώρα για μια «Συντακτική Εθνοσυνέλευση» σε επίπεδο Λαϊκής Συνείδησης… Τι ακριβώς θέλουμε να είμαστε την επόμενη μέρα; Ποια πρέπει να είναι η θέση – προοπτική της Ελλάδας στο τόσο κοντινό [και ίσως ανατριχιαστικό] «αύριο»;
Η είσοδος στην «Άνοιξη την ακριβή» θα είναι μια δύσκολη υπόθεση, καθότι εξακολουθεί να θέλει δουλειά πολλή «για να γυρίσει ο Ήλιος…».
Στην ήπια αλλά γενικευμένη «αντεπίθεση» του αισιόδοξου και αρραγούς υγιούς πατριωτισμού είναι όλοι [οι ειλικρινώς πρόθυμοι] ευπρόσδεκτοι!
Τέλος, παραμένει επίκαιρος και ανατρεπτικός ο Κατηχητικός Λόγος του Χρυσοστόμου που ακούγεται κάθε βράδυ Μεγάλου Σαββάτου στην Ακολουθία της Ανάστασης και δεν εξαιρεί κανέναν από τη μεγάλη Γιορτή, από τη μεγάλη Χαρά:
«[…] Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω˙ καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙ καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙ καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ […]».
Ερμηνευτική απόδοση
«[…] Όποιος εργάστηκε από την πρώτη ώρα, ας δεχθεί σήμερα την δίκαιη πληρωμή.
Αν κάποιος ήλθε μετά την τρίτη ώρα, ας εορτάσει ευχαριστώντας.
Αν μετά την έκτη ώρα έφθασε κάποιος, καθόλου ας μην αμφιβάλει, διότι σε τίποτε δε θα ζημιωθεί.
Αν κάποιος καθυστέρησε και ήλθε στην ενάτη ώρα, ας προσέλθει χωρίς ενδοιασμό.
Αν πάλι κάποιος έφτασε μόλις στις ένδεκα, ας μη φοβηθεί την αργοπορία. Διότι, ως φιλότιμος που είναι ο Δεσπότης, δέχεται τον τελευταίο όπως ακριβώς και τον πρώτο.
Αναπαύει αυτόν που έφτασε την ενδεκάτη ώρα, όπως και αυτόν που εργάστηκε από την πρώτη.
Και τον τελευταίο ελεεί και τον πρώτο βραβεύει.
Και σε κείνον δίδει και σ’αυτόν δείχνει τη χάρη του.
Και τα έργα δέχεται και τη γνώμη ασπάζεται.
Και την πράξη τιμά και την πρόθεση επαινεί […]»