Ο Αλμπέρτος Ναρ, μία από τις εμβληματικές προσωπικότητες της Ισραηλίτικης Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, διηγηματογράφος και ερευνητής της εβραϊκής ιστορίας, διέσωσε τον μουσικό πλούτο των σεφαραδίτικων τραγουδιών, ηχογραφώντας τη δεκαετία του ’90 επιβιώσαντες και επιβιώσασες του Όλοκαυτώματος.
Ο Λέων Ναρ, υιός του Αλμπέρτου Ναρ, θέλησε να αξιοποιήσει το υλικό του πατέρα του. Έτσι, κάποιες από αυτές τις ηχογραφήσεις επιλέχθηκαν για το βιβλίο «Θυμάμαι» που εκδόθηκε φέτος από τον Ιανό. Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ και συγγραφέας, ο ίδιος, αναφέρεται στο βιβλίο για την τους Σεφαραδίτες εβραίους της Θεσσαλονίκης και τη μουσική τους αλλά και για τις ρίζες της σεφαραδίτικης μουσικής.
Στο βιβλίο υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις του Α. Ναρ αλλά και οι τρίγλωσσοι στίχοι των τραγουδιών καθώς και το cd με τις α καπέλα ερμηνείες.
Κύριε Ναρ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είσαστε ο συνεχιστής του έργου του πατέρα σας. Πιστεύετε ότι έχουν μεγάλη αξία για την ταυτότητα ενός ανθρώπου οι ρίζες του;
Δεν θα έλεγα πως είμαι ο συνεχιστής του έργου του πατέρα μου, σίγουρα υπάρχουν κοινά ερευνητικά ενδιαφέροντα, ωστόσο ο πατέρας μου έθεσε τις βάσης μελέτης της ιστορίας και της λαογραφίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε μια εποχή που δεν υπήρχε εκδοτικό ενδιαφέρον και αυτό καθιστά τη συμβολή του ιδιαίτερα καθοριστική. Πέρα από την οπτική του ερευνητή είχε και αυτήν του λογοτέχνη, σπάνια θα βρούμε συγγραφέα να διαθέτει αυτό το δίπολο. Όσο για τις ρίζες στην ταυτότητα ενός ανθρώπου πιστεύω πως είναι το παν.
Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να διατηρηθεί η σεφαραδίτικη διάλεκτος; Και ποιες μνήμες είναι αυτές που σας ωθούν να ενισχύσετε αυτή την προσπάθεια;
Με στενοχωρεί το γεγονός ότι η ισπανοεβραϊκή γλώσσα έφθινε για πολλές δεκαετίες. Τόσο η σχετική εκδοτική έξαρση και η συνεχής συγκέντρωση υλικού όσο και η εισαγωγή των σεφαραδίτικων σπουδών σε αρκετά ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά τμήματα είναι πολύ σημαντικές κινήσεις. Άλλωστε, τα νέα αυτά δεδομένα αφυπνίζουν το ενδιαφέρον των νέων και επαναπροσδιορίζουν το ρόλο της Θεσσαλονίκης στην πορεία του Ισπανό-εβραϊκού πολιτισμού.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να σταματήσει η προσπάθεια που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν τότε για πρώτη φορά επιχειρήθηκε μια συνολικότερη προσέγγιση της γλώσσας , ως ένδειξη συνειδητοποίησης της μοναδικότητάς της ως ζωντανού φορέα έκφρασης της συλλογικής μνήμης του σεφαραδιτικού πολιτισμού. Οι μνήμες είναι ισχυρότατες, μέχρι και τη γενιά των γονιών μου, υπήρχε εκτεταμένη χρήστη της ισπανοεβραϊκής γλώσσας
Ξενιτιά, νοσταλγία, μνήμη. Οι ξεριζωμένοι και πολύπαθοι λαοί γνωρίζουν καλά αυτές τις λέξεις. Όμως όπου κι αν βρεθούν, είτε στα πάτρια εδάφη τους είτε στα ξένα, φαίνεται να αντιμετωπίζονται σαν “παράσιτα”; Ισχύει αυτό για τους επιζήσαντες Θεσσαλονικείς εβραίους που επέστρεψαν μετά το Άουσβιτς;
Είναι αλήθεια, χωρίς να γενικεύουμε, ότι η αντιμετώπιση αυτών που επέστρεψαν στην πόλη μετακατοχικά δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Μπορεί κάποιοι να έβαλαν πλάτη και να βοήθησαν τους συμπολίτες τους, αρκετοί όμως ήταν αυτοί που, με την ανοχή του κράτους βέβαια, καταπάτησαν περιουσίες και συμπεριφέρθηκαν με απίστευτη ιδιοτέλεια.
Ο πατέρας σας, Αλμπέρτο Ναρ, θέλησε να διασώσει και να ζωντανέψει τον μουσικό πλούτο των σεφαραδίτικων τραγουδιών, ηχογραφώντας τους επιζήσαντες/ επιζήσασες του ολοκαυτώματος. Εσείς, υποθέτω, επιλέξατε κάποια από αυτά τα τραγούδια για την έκδοση με το cd. Με ποια κριτήρια σταχυολογήσατε τα τραγούδια;
Τα τραγούδια που έχουν επιλεγεί, το cd κυκλοφορεί με τη συγκατάθεση των συγγενών των ερμηνευτών, είναι ποικίλα: άλλα αφορούν τη Θεσσαλονίκη, άλλα είναι ερωτικά, άλλα αναδεικνύουν την «επαφή» του σεφαραδίτικου με το λαϊκό τραγούδι. Υπάρχει, λοιπόν, μια ποικιλία, αυτό ήταν το ζητούμενο
Σύμφωνα με την δική σας έρευνα ποια είναι η σχέση του ρεμπέτικου τραγουδιού με τα σεφαραδίτικα τραγούδια;
Οι Θεσσαλονικείς ήταν πάντα εξοικειωμένοι με το ρεμπέτικο. Από το 1934 και μετά οι γνωστότεροι ρεμπέτες περνούν από τη Θεσσαλονίκη και δυο χρόνια αργότερα, το 1936, η πόλη γίνεται πλέον το επίκεντρο του ρεμπέτικου γίγνεσθαι λόγω της προστασίας που παρείχε ο Διοικητής της Ασφάλειας της πόλης Νίκος Μουσχουντής. Γι’ αυτό ίσως το ρεμπέτικο αφομοιώθηκε σχετικά γρήγορα και από τη σεφαραδίτικη μουσική παράδοση.
Στη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, ακούγονται την εποχή του μεσοπολέμου αρκετά δημοφιλή ρεμπέτικα με σεφαραδίτικες εκδοχές: «Εγώ θέλω πριγκηπέσα» του Παναγιώτη Τούντα στη σεφαραδίτικη εκδοχή με τίτλο «Decidi de me Kazar» (Αποφάσισα να παντρευτώ).
Το «Καναρίνι μου γλυκό» με την Ρόζα Εσκενάζι, στα σεφαραδίτικα ακούγεται ως «Kanaraki» από τον Τζο Ελίας, ή «Ven Kanario» από τον Τζακ Μαγές. Το «Μικρός Αρραβωνιάστηκα» του Μάρκου Βαμβακάρη, στη σεφαραδίτικη εκτέλεση, γίνεται «Los ocho dias de hupa» (Οι οχτώ μέρες μετά το γάμο), το «Στο Φάληρο που πλένεσαι» και πάλι του Μάρκου ακούγεται στα ισπανοεβραϊκά ως «A los banjikos de la mar» (στα θαλασσινά μπανάκια), ενώ το «Το γελεκάκι που φορείς» ακούγεται από το 1932 και μετά σε πολλές ισπανοεβραϊκές εκτελέσεις.
Το ίδιο και η «Μισιρλού», το «Πού να βρώ γυναίκα να σου μοιάζει», αλλά και η «Ξανθή Εβραιοπούλα», που στην ισπανοεβραϊκή εκτέλεση «Nos seas capritsioza» (Μην είσαι παράξενη) πραγματεύεται τον έρωτα κάποιου για μια μελαχρινή και όχι ξανθή, όπως στο ελληνικό τραγούδι, Εβραιοπούλα.
Επανέρχομαι στο πόνημά σας. «Θυμάμαι». Αναρωτιέται κανείς: Ίσως κάποια από αυτά τα τραγούδια να ακούγονταν στο Άουσβιτς; Να ήταν η κρυφή παρηγοριά των ανθρώπων που έζησαν αυτό το μαρτύριο;
Υπάρχει η συγκλονιστική μαρτυρία ότι κάποιες θεσσαλονικιές Εβραίες κρατούμενες, τραγουδούσαν, ακόμη και μέσα στο Άουσβιτς, πέρα από σεφαραδίτικα άσματα, και δημοφιλείς ελληνικές μελωδίες, όπως τον «Τσοπανάκο» προσαρμοσμένο στην τραγική περίσταση:
Εβραιοπούλα ήμουνα,
το αστράκι φόρεσα,
μας πλακώσαν τα κωθώνια,
και μας πήγαν στην Πολώνια.
ή το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Στης Σαλονίκης τα στενά» παραλλαγμένο:
Θεσσαλονίκη μου γλυκιά,
πατρίδα δοξασμένη,
αχ πότε θάρθει ο καιρός,
να ζούμε ενωμένοι.
Πού έχει τις ρίζες της η σεφαραδίτικη μουσική και πού εντοπίζονται τα αντιφατικά στοιχεία των σεφαραδίτικων τραγουδιών;
Η σεφαραδίτικη μουσική έχει τις ρίζες της στη Μεσαιωνική Ανδαλουσία, στο χώρο και στο χρόνο της συνύπαρξης και συνδημιουργίας Χριστιανών, Εβραίων και Μουσουλμάνων. Από το διωγμό του 1492 και μετά το κέντρο αυτής της συνύπαρξης μεταφέρθηκε ανατολικότερα, στις περιοχές της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, που δέχθηκε, όπως είπαμε, το μεγαλύτερο κομμάτι των προσφύγων.
Τα σεφαραδίτικα τραγούδια, όπως είναι φυσικό, είναι αρκετά αντιφατικά, λόγω των ετερόκλιτων στοιχείων τους: από τη μια ο Ευρωπαϊκός Μεσαίωνας με στοιχεία της λαϊκής μουσικής της Ιβηρικής χερσονήσου και από την άλλη τα Βαλκάνια.
Τα τραγούδια αυτά άλλοτε είναι πρωτότυπα, άλλοτε με επιδράσεις τόσο από τη Θεσσαλονίκη όσο και από κάθε άλλη πόλη που υποδέχτηκε εκδιωγμένους από την Ισπανία Εβραίους, και άλλοτε με δάνειες μελωδίες που ενσωματώθηκαν, με τις αναγκαίες πάντα τροποποιήσεις, στη σεφαραδίτικη μουσική παράδοση.
Στο cd διαπιστώνουμε την πολιτισμική πανσπερμία. Ισπανοεβραϊκή διάλεκτος, ήχοι Ανατολής, ρεμπέτικα, ήχους της πολυφωνικής μουσικής των Βαλκανίων, παραλλαγμένα τραγούδια όπως: «Άγιος Βασίλης» σε «Άγιος Βασίλης Κουμαρτζής». Μία πολιτιστική ανταλλαγή με έναν κοινό σκοπό;
Οι εκδιωγμένοι από την Ισπανία Εβραίοι έφεραν, όπως ήταν φυσικό, στους νέους τόπους εγκατάστασής τους, όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τα τραγούδια τους. Η ισπανοεβραϊκή γλώσσα, άλλωστε, είναι ιδιαίτερα μελωδική.
Τα σεφαραδίτικα τραγούδια είναι έκφραση μιας ευρύτερης μεσογειακής μουσικής παράδοσης που περιλαμβάνει στοιχεία ισπανόφωνων μελωδιών, τραγούδια της Μικράς Ασίας και της Πόλης, τις μουσικές του Αιγαίου και της Κρήτης, βαλκανικούς ρυθμούς και χορούς, τσιγγάνικα μοτίβα αλλά και ιταλικές καντάδες.
Με το πέρασμα του χρόνου, βέβαια, η επαφή τους με μουσικές παραδόσεις από όλες τις περιοχές της Μεσογείου όπου έζησαν οι ισπανοεβραίοι ενσωμάτωσαν και άλλα τοπικά στοιχεία.
Οι πρωταγωνιστές: Δαβίδ Σαλτιέλ, Μοσέ, Ιακώβ Χαλέγουα, Μπενβιενίδα Μάνο …και δίπλα από τα ονόματά τους αριθμός στρατοπέδου. Καθένας από αυτούς μία μοναδική οντότητα με κοινή ιστορία. Επουλώθηκαν ποτέ τα τραύματα τους από όλα όσα βίωσαν;
Αυτά τα τραύματα δεν επουλώνονται ποτέ…
Στο βιβλίο σας γίνεται λόγος για ανυπαρξία έρευνας γύρω από την μουσική της Θεσσαλονίκης και τίθεται ένα ερώτημα ,το οποίο σας το μεταθέτω: Η πόλη γεννάει μουσικούς και μουσικές, αλλά δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτούς και γι’ αυτές;
Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα άποψη περιέχεται στον εξαιρετικό πρόλογο που έγραψε, και τον ευχαριστούμε για την μέγιστη τιμή, ο μουσικόλογος Νίκος Ορδουλίδης και τεκμηριώνεται επαρκέστατα.