Το έργο του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου με τίτλο “Κωλόκαιρος” σκηνοθετεί στο Θέατρο Τζένη Καρέζη ο Γιώργος Παλούμπης.
Το “Διυλιστήριο” είναι ένα παρακμιακό μπουζουξίδικο στην Ελευσίνα, αυτό που στην αργκό ονομάζουμε σκυλάδικο, όπου ο κόσμος πηγαίνει για να ξεχαρμανιάσει από τα καθημερινά του προβλήματα. Ο Στέλιος και ο Μάκης που δουλεύουν εκεί, μαζεύουν τα απομεινάρια της “ζημιάς” της προηγούμενης νύχτας και ετοιμάζονται να πάνε στην κηδεία της μάνας του Δημήτρη, που είναι αυτός που κατά συνθήκη διευθύνει το μαγαζί. Μαζί τους και η δευτεροκλασάτη τραγουδίστρια του μαγαζιού, η Μαρία, που προσπαθεί να συνέλθει από την κραιπάλη και να σταθεί στα πόδια της. Μέσα στην καταρρακτώδη βροχή η άφιξη του επί πενταετία εξαφανισμένου Σοφοκλή, αδερφού του Δημήτρη και αφεντικού του μαγαζιού, έρχεται απόλυτα αιφνιδιαστικά και θα λειτουργήσει σαν ωρολογιακή βόμβα στη συνέχεια της ιστορίας. Η είσοδός του σοκάρει και αποδιοργανώνει τους παρόντες και γίνεται η σπίθα που αρχίζει να ξετυλίγει το μίτο της Αριάδνης. Οι ερωτήσεις γι’ αυτή τη χαμένη πενταετία πέφτουν βροχή, καθώς τα κενά είναι πολλά και οι εύλογες απορίες αναζητούν απαντήσεις. Το αρχικό σοκ της απρόσμενης εμφάνισης δίνει τη θέση στη δυσκολία να αποδεχθούν μια διαφορετική, όσο και απρόσμενη πραγματικότητα και να κατανοήσουν τα ιδιαίτερα δεδομένα της. Ο Σοφοκλής διεκδικεί από τον αδερφό του το αναφαίρετο δικαίωμά του να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του και η σύγκρουση μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη. Παρά την παροδική ανακωχή τα πάθη σιγοκαίνε και σιγά σιγά βγαίνουν στην επιφάνεια. Η παρουσία της Μαρίας που υπήρξε γυναίκα του Σοφοκλή θα αλλάξει τις ισορροπίες, θα κλιμακώσει την ένταση και θα πυροδοτήσει μια εφ’ όλης της ύλης αναδρομή σε ένα πονεμένο για όλους παρελθόν και την αναψηλάφηση τραυμάτων που έμειναν ανοιχτά και κακοφόρμισαν. Τα κλειστά στόματα ανοίγουν, τα κομμάτια του παζλ αρχίζουν να μπαίνουν στη θέση τους και η εικόνα που σχηματίζουν γίνεται σε κάποιες στιγμές τρομακτική και αδυσώπητη. Παρόλο που το κείμενο δεν αποφεύγει κάποιες στιγμές φλυαρίας που δείχνουν να το αποπροσανατολίζουν από τον αρχικό του στόχο, ο ρυθμός του επανακάμπτει, κρίνει και αξιολογεί τους ήρωές του και τελικά τους καθαίρει. Τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ο Γιώργος Παλούμπης σκηνοθετεί την παράσταση ακολουθώντας τη ρεαλιστική γραμμή που χαράζει το κείμενο, μη διστάζοντας να διεισδύσει στις βαθύτερες σκέψεις, αλλά και στον ψυχισμό των ηρώων και να αντιμετωπίσει μυστικά και αλήθειες κατά πρόσωπο. Οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, λαϊκοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να μένουν δίπλα μας και μέσα τους μπορούμε σχεδόν όλοι να αναγνωρίσουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Μπορεί να είναι καλοί, προσιτοί, ευαίσθητοι, αφοσιωμένοι, αλλά δεν τους λείπουν τα μειονεκτήματα, οι αδυναμίες και τα πάθη. Μπορεί να κινούνται συχνά στα όρια του περιθωρίου, αλλά είναι αναγνωρίσιμοι στο σήμερα και την παθογένειά του. Στην οπτική του σκηνοθέτη είναι εμφανής τόσο η τακτική και μεθοδική αναζήτηση της αλήθειας, όσο και το γεγονός ότι ενίοτε χρησιμοποιεί μια σκληρότητα για να πλάσει κάποιες από τις εικόνες του αναζητώντας τη, αλλά κρατάει το κέντρο της βαθιά ανθρωποκεντρικό, χωρίς να αποφεύγει την επίδειξη ευαισθησίας ή και κάποιες πινελιές μελό. Ο σκηνικός του μικρόκοσμος θέτει θέματα προς διερεύνηση και κατανόηση, προτρέποντας συχνά το θεατή να τα προσαρμόσει στην προσωπική του ιδιοσυγκρασία και να αναζητήσει εκεί τις όποιες απαντήσεις. Δεν αποφεύγει κάποια δραματικά στερεότυπα, κάποιες υπερβολές φωνητικές ή κινητικές και κάποια κενά στη ροή του έργου, αλλά δε χάνει τον έλεγχό της, κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή σε εγρήγορση ως προς τις εξελίξεις και καταφέρνει να αποσπάσει πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, τόσο ως μονάδες, όσο και ως ομάδα. Η κοινωνική κριτική, το χιούμορ, η συγκίνηση, οι κλιμακώσεις έχουν δομή, ισορροπία, συνέπεια και συνέχεια συμπληρώνουν το ένα το άλλο και δικαιολογούν την ύπαρξή τους.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος υποδύεται τον εξαφανισμένο επί πενταετία Σοφοκλή που επιστρέφει αναζητώντας απαντήσεις και το δικαίωμά του στη ζωή. Στην είσοδό του στη σκηνή αποφεύγει τα στερεότυπα και την όποια μανιέρα, δε χάνει πουθενά το μέτρο και έχει βρει τις εσωτερικές ισορροπίες του ήρωά του. Διεκδικεί με σθένος και επιμονή, αλλά χωρίς μελοδραματισμούς ή αχρείαστες εντάσεις. Οι κορυφώσεις του έχουν ψυχραιμία και αυτοέλεγχο, ενώ όταν αναλαμβάνει τον καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής του έργου είναι στιβαρός, με καθαρό λόγο και σχεδόν απόλυτη αυτοκυριαρχία. Ο Στέλιος Δημόπουλος παίζει το Μίμη, τον αδερφό του Σοφοκλή και αντίπαλον δέος του, ο οποίος ανέλαβε την τύχη του μαγαζιού εν τη απουσία του. Σκληρός, αυταρχικός, αλαζόνας, στα όρια του αδίστακτου, με το σώμα του να πάλλεται από τον κυνισμό και την βιαιότητα του λόγου του, αφήνει όμως και χαραμάδες-ενδείξεις ότι η στάση του αυτή στη ζωή είναι προϊόν βαθιών ψυχολογικών τραυμάτων, που τον στιγμάτισαν. Μια χαμένη παιδική ψυχή που ξεστράτισε στα μονοπάτια του περιθωρίου και της έλλειψης συναισθήματος. Ο Θάνος Αλεξίου στο ρόλο του Μάκη δίνει ταυτότητα σε ένα ρόλο που θα μπορούσε να περάσει σχεδόν αδιάφορα, ή σαν καρικατούρα. Γίνεται αυτός που με τις ατάκες του αποφορτίζει την ένταση, δίνει τις κωμικές ανάσες που χρειάζεται η παράσταση, αλλά και ο θεατής, παραμένοντας πάντοτε, ζεστός, ανθρώπινος, ευαίσθητος, με μία εξαιρετική σκηνική άνεση, εκμεταλλευόμενος άριστα όλα του τα εκφραστικά μέσα. Η Βασιλική Διαλυνά ερμηνεύει τη Μαρία, ένα κορίτσι λαϊκό, το οποίο δουλεύοντας για τα προς το ζην σαν δευτεροκλασάτη τραγουδιάρα γίνεται ένα με το περιθώριο. Παρά τις κάποιες αμήχανες στιγμές της βγάζει μια αμεσότητα και μια αυθεντικότητα στη σκηνή, ενώ χρειαζόταν λίγο καλύτερη ισορροπία στην προσπάθειά της να διαχειριστεί τη συναισθηματική της εμπλοκή στη ροή των αποκαλύψεων και το σπαραγμό που τις ακολουθεί. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος είναι ο Στέλιος, ένας άνθρωπος με προσωπικά τραύματα, που κάνει έντιμες προσπάθειες να κατανοήσει τα τεκταινόμενα και να σταθεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των άλλων χαρακτήρων. Η ερμηνεία του έχει συναίσθημα, ανθρωπιά και ουσία, καθώς και μια υφέρπουσα αφέλεια.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε η Νατάσσα Παπαστεργίου, κάνοντας εξαιρετική δουλειά και αποτυπώνοντας ένα παρακμιακό σκυλάδικο μετά από μια μακρά και θορυβώδη νύχτα, το οποίο βάζει άμεσα το θεατή στο κλίμα της παράστασης. Λειτουργική είναι επίσης η ειρωνεία της πινακίδας neon “No Smoking” σε ένα χώρο όπου αυτή η παραίνεση καταστρατηγείται βάναυσα. Τα κοστούμια της ίδιας κρύβουν μία έκπληξη και ντύνουν έξυπνα και αντιπροσωπευτικά τους ήρωες. Το σχεδιασμό των ήχων έκανε ο Ανδρέας Μιχόπουλος, ενώ η μουσική του Κώστα Νικολόπουλου αν και απέδωσε τη λούμπεν αισθητική του νυχτερινού μαγαζιού, δεν ταίριαξε πάντοτε αρμονικά με το λόγο και τα επί σκηνής τεκταινόμενα. Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα δημιούργησαν “ατμόσφαιρα” κι έπαιξαν έξυπνα με τις σκιές στη ροή της εξέλιξης του έργου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Τζένη Καρέζη, είδα μια παράσταση ενός κειμένου που μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαίνεται κάπως υπερβολικό, αλλά με όλα όσα ακούμε καθημερινά στον περίγυρό μας τελικά φαντάζει εφικτό. Η σκηνοθετική προσέγγιση προτίμησε την απόλυτα ρεαλιστική (συχνά στα όρια της ωμότητας) σκηνική απεικόνιση μιας καθημερινότητας γεμάτης παθογένεια, η οποία κινείται διαρκώς σε μία ισορροπία τρόμου, μεταξύ αλήθειας και ψέματος, χωρίς καμία διάθεση να “κομψύνει” τίποτε. Ακόμα και με μερικές δόσεις υπερβολής και παρά τις κάποιες δραματουργικές αδυναμίες, βλέπουμε μια προσεγμένη και αξιοπρεπή δουλειά, που προβληματίζει δημιουργικά το θεατή και τον κινεί συναισθηματικά. Από τις πολύ καλές προτάσεις του φετινού θεατρικού χειμώνα.