ΜΕ ΤΟ 2 ΜΠΡΟΣΤΑ!
Υπάρχουν γενιές με ταυτοτικά χαρακτηριστικά; Ή όπως υποστηρίζει η μετανεωτερική σκέψη, υπάρχουν άτομα, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν; Μέχρι να απαντηθεί το ερώτημα –δεν πρόκειται βέβαια– δίνουμε λόγο σε ανθρώπους που στην ηλικία τους έχουν μπροστά το 2. Αυτό το αγαπητό 2!
Οι εξωγήινοι κοιτάζονται περίεργα μεταξύ τους. Ο ένας ξύνει το πιγούνι του. Ο άλλος έχει αρχίσει να φορτώνει: «Είσαι εντελώς ηλίθιος; Σου είπα να ρίξουμε μια ματιά στην Πρωτοχρονιά του ’25 στην Αθήνα κι εσύ μας έφερες στην Πρωτοχρονιά του ’76! Ζώον!». Ο προηγουμένως σκεπτόμενος γυρνάει στην αντεπίθεση: «Μα όχι! Δες καλά! Στο ’25 είμαστε. Κοίτα στο τραπεζάκι, είναι ακουμπισμένο κι ένα iphone 15!». «Και τότε γιατί ακούνε μουσική από πικ-απ και μάλιστα αυτόν τον κλάψα, τη βεντέτα του ’60;»
Κάπως έτσι θα αντιδρούσαν τα εξωγήινα πλάσματα, αν μας έβλεπαν απ’ το μπαλκόνι μαζεμένους το βράδυ της φετινής πρωτοχρονιάς. Μεγάλη παρέα, καμιά δεκαπεντάρα, μέσος όρος ηλικίας τα 24 έτη, γιορτάζαμε την έλευση του νέου χρόνου με μουσική απ’ το πικ-απ του πατέρα της φιλενάδας και οικοδέσποινάς μας. Στο πικ-απ, γύριζε το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη, σε μια καρέκλα είχαμε τοποθετήσει την αφίσα του από το ένθετο του δίσκου. Όλη η σκηνή ήταν κάτι ανάμεσα σε τρολάρισμα αλλά και πραγματικό «μεράκλωμα». Τραγουδούσαμε όλοι, είχαν βγει κινητά-βίντεο, φλας. Γελούσαμε, αλλά ειλικρινά γουστάραμε κιόλας να λέμε με ύφος «Είμαι της ζωής σου ο ένας/δε με σβήνει κανένας!», κατέβηκαν άσπρο πάτο σφηνάκια, όταν έπεσε ο στίχος: «Γιατί να είμαστε κι δυο αισθηματίες, γιατί να μπλέκουμε σε παλιοϊστορίες».
Το «Υπάρχω» του Τσεμπερόπουλου και της Μπέη, έκανε ξανά τον Καζαντζίδη mainstream, ακόμα και για τη «νεολαία», αλλά αλήθεια υπήρχε ποτέ περίοδος που να μην είναι;
Από τη βόλτα μου στην αθηναϊκή νύχτα, έχω παρατηρήσει ότι ο Στέλιος όχι απλά δεν λείπει απ’ το κέφι αλλά το ανάβει κιόλας. Χαρακτηριστικά, στο αγαπημένο BATMAN του Νέου Κόσμου γίνεται «όπα» όταν ακούγονται τα πρώτα ακόρντα από το «Αγριολούλουδο», για το «Δε θα ξαναγαπήσω», δε συζητάμε. Νεαροί, under 30, άρρενες κυρίως για να είμαστε ακριβείς, φυσάνε καπνούς στα ταβάνια, κοπανάνε μπαρ. Προς τι, λοιπόν, αυτό το μαγνητικό πεδίο που δημιουργεί ο Καζαντζίδης πολύ πριν τον Δεκέμβρη του ’24 και θα συνεχίσει να υπάρχει και πολύ πολύ μετά;
Ο Καζαντζίδης είχε μια φωνή μοναδική. Αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Χροιά και άρθρωση αξεπέραστη. Συνεργασίες με τον αφρό του λαϊκού τραγουδιού. Όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να επιβιώσουν ορισμένα τραγούδια, αλλά σίγουρα δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν το χτύπημα στην καρδιά που προκαλεί ο Στέλιος ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα μετά τον τελευταίο του δίσκο και μάλιστα σε ανθρώπους που γεννήθηκαν λίγο ή και πολύ μετά τον θάνατό του.
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, εκείνοι που αγαπούν το ελληνικό λαϊκό, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, μερακλώνουν όχι μόνο με τα τραγούδια του Καζαντζίδη, αλλά και με την προσωπική του στόφα. Έχει περάσει και στη νεολαία μια εικόνα, η οποία δεν είναι πλήρως λανθασμένη, ότι ο Καζαντζίδης «τα έλεγε» και «τα έκανε». Του πιστώνουν την αντισυμβατικότητα, τη μαγκιά να φύγει απ’ τη νύχτα τη στιγμή που έσκιζε, την προσήλωσή του στην «πίκρα της ξενιτιάς, τον μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας» με τα δικά του λόγια. Τι κι αν η γενιά μου δεν έχει χρειαστεί να ξενιτευτεί λόγω πολέμου, αλλά λόγω σπουδών; Τι κι αν εργάτης, με την αρχετυπική θεώρηση του όρου, δεν υπήρξε κανείς μας;
Τα τραύματα που τραγουδάει ο Καζαντζίδης δεν είναι δικά μας. Είναι μάλλον κομμάτι-σάουντρακ ιστοριών των γιαγιαδοπαππούδων μας, που στα αυτιά μας έχουν φτάσει μόνο ως μακρινές διηγήσεις. Η ταύτιση, λοιπόν, έρχεται διαμέσου μιας ελληνικής ματιάς, που μας έχει μείνει ρετσινιά και δε λέει να φύγει. Ο Έλληνας, όσο σπουδαγμένος, όσο κοσμογυρισμένος κι αν είναι, όσα λεφτά κι αν βγάλει, παρατηρώ πως ακόμα βλέπει τον εαυτό του σαν υποτελή, σαν χειμαζόμενο, σαν κάποιον που του την έχουν στημένη στη γωνία. Ταυτοχρόνως όμως θέλει να νιώθει αγέρωχος και παλικαρίσιος απέναντι σ’ αυτή τη φαντασιακή πλεκτάνη. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε ότι και ο Λεξ εκεί πατάει. Η αναλογία μου εδραιώνεται, αν σκεφτούμε τις αντιδράσεις των δυο όταν κατάφεραν να κάνουν επιτυχία και τρόμαξαν μη χάσουν το touch με το πολιτογραφημένο κοινό που τους αγάπησε τραγουδώντας πίκρες.
Ίσως ο Καζαντζίδης να είναι η εθνική λαϊκή φωνή μας γιατί συμπυκνώνει αυτό το σύμπλεγμα καταδίωξης, αλλά και τον φόβο ότι κάποιος θα μας διώξει, στο τέλος όμως τη σιγουριά ότι θα συνεχίσουμε να «υπάρχουμε» με κάθε κόστος. Ίσως πάλι να είναι κάτι καθαρά αισθητηριακό. Η συχνότητα αυτής της φωνής μπορεί να έχει κάτι τόσο δυνατό, ώστε να αναστατώνει εικοσάχρονα σε μπαρ και μαζώξεις ακόμα και σε άλλο μισό αιώνα.