Η Γιαγιά του χωριού με τριπλοδισέγονα, φαφούτα και αλεπουδοπόνηρη αυτή την φράση την πελέκαε συνεχώς. Τρελή την ανέβαζαν, κωλόγρια την εκατέβαζαν. Ειδικά οι άνδρες του χωριού, αυτοί με τα μουστάκια, τα 4χ4 και τα δίκανα την είχανε άχτι πολύ.
Την πραγματική ιστορία μου την αφηγήθηκε η μικραδελφή της και όπως την ελάλησε την μεταφέρω.
Χειμώνας μαύρος και άραχλος. Εφύλαμαν τα ζούδια και προσευχές κάναμεν να πορίσει ο μαύρος και η Πασχαλιά ν’ ανθίσει. Λύκοι αγριωποί με πείνα εκατέβηκαν μια και δυο και τρεις φορές και μας ερήμαξαν. Οι άντρες βλαστήμαγαν και εχτύπααν τα μπούλια όλο και πιο ζορισμένα στον καφενέ. Εμπήκε τότενες η αδελφή μου και τους ορμήνεψε. Ωρε παληκαράδες μου. Τα τάβλια τα χτυπάτε μα με τη λυκογενιά τι θα κάμετε; Στήστε μωρέ καρτέρια να ξετελέψουμε. Τα αρσενικά οργανωθηκαν, σάμπως να είχανε θιχτεί κιόλας. Εσύ εδώ, εσύ εκεί και εσείς παραπέρα, πρόσταζε βαρύφωνος ο φαμελίτης με τα πολλά τα ζώα και παιδιά.
Όποιος το δει το θηρίο το μπουμπουνάει και οι υπόλοιποι σιμά του. Θα τον εφάμε τον διάβολο.
Βράδυ στήσανε το καρτέρι. Οι γυναίκες αμπαρωμένες στα δώματα. Ο παπάς ευχέλαιο στην εκκλησιά. Τα παιδια κάνανε τους κυνηγούς και τα κορίτσια φοβόντουσαν τα έρμα.
Να το το θεριό, ύπουλο, μοβόρικο, με δύο λάβες για μάτια να προχωρά. Περνά από τον πρώτο, από τον δεύτερο και από τον τρίτο. Προχώραε και προχώραε. Κοντοστάθηκε και άρπαζε τον αέρα με λύσσα και τα σαγόνια του να ανοιγοκλείνουν. Συνέχισε να προχωρά.
Οι άντρες εγύρισαν στο χωριό τσακωμένοι, ούτε μια πιστολιά δεν έπεσαν. Οι γυναίκες κρυφογελούσανε και τα παιδιά άρπαξαν κάμποσες σφαλιάρες, αφού ρωτήξανε «τι γίνηκε μπαμπά τον σκότωσες το θηρίο;»
Η γριά από τότε όλο χασκογελουσε και επαναλάμβανε (όπως και ο λύκος βέβαια) το «και εκατέβαιναν και τους έτρωαν».