Το πρωτότυπο κείμενο με τίτλο “Και Εφύτευσεν ο Θεός Παράδεισον” έγραψε και σκηνοθετεί στο Σύγχρονο Θέατρο η Βαλέρια Δημητριάδου.
Με το βιβλικό αυτό απόσπασμα που συναντάμε στο 2,8 στη “Γένεση” στην Παλαιά Διαθήκη, ερχόμαστε σε επαφή με ένα κείμενο που θίγει και καταγγέλει τη σεξουαλική εμπορία και διακίνηση γυναικών (trafficking), ένα φαινόμενο που ανθεί στην κοινωνία του σήμερα, αποδίδει μεγάλα υλικά οφέλη σε αυτούς που είναι μπλεγμένοι στα κυκλώματά του και αποτελεί μία από τις χειρότερες μορφές οργανωμένης έμφυλης βίας. Η Χλόη και ο Πίτερ βιώνουν ένα αρχικά επίμονο φλερτ που εξελίσσεται σε μια φαινομενικά γλυκιά ερωτική ιστορία. Για την κοπέλα η προοπτική μιας σχέσης με έναν άντρα που δείχνει να κατανοεί τις ιδιαίτερες ανάγκες της (την μικροαστικά συντηρητική στάση ζωής της μητέρας της και το υπερβολικό της δέσιμο με τον αυτιστικό αδερφό της) μοιάζει με το σωσίβιο που θα την τραβήξει από τα λιμνάζοντα νερά της μοναξιάς της. Με πρόσχημα μια επένδυση σε ένα σινεμά του εξωτερικού, την πείθει να ταξιδέψουν μαζί στο εξωτερικό, για να βρεθεί χωρίς σχεδόν να το καταλάβει στα δίχτυα ενός επικίνδυνου κυκλώματος του οποίου γίνεται έρμαιο και εξαναγκάζεται σε καθημερινή σεξουαλική εκμετάλλευση από τους “πελάτες” που της προωθούν οι απαγωγείς και προαγωγοί της. Η ζωή της γίνεται μια κόλαση από την οποία δείχνει ανήμπορη να ξεφύγει, χάνοντας το παρελθόν της, την οικογένειά της και τον κοινωνικό της περίγυρο. Βοήθεια δείχνει να μην μπορεί να έλθει από πουθενά, καθώς ακόμα και οι υπηρέτες του νόμου και της τάξης είναι μέλη της ίδιας συμμορίας, με τη δραπέτευση να μοιάζει ένα άπιαστο όνειρο. Όσο βαθύτερα βουλιάζει στο σύστημα που την εκμεταλλεύεται και την “πουλάει”, τόσο περισσότερο διαλύεται σωματικά, ψυχικά και ηθικά και χάνει το ενδιαφέρον της για τη ζωή. Ίσως μάλιστα τα χειρότερα να μην έχουν φτάσει γι’ αυτήν.
Η Βαλέρια Δημητριάδου αναλαμβάνει και τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος συνδυάζοντας αφήγηση και δράση, με τη μουσική να γίνεται ενεργό κύτταρο της προσέγγισής της. Παρουσιάζει την ιστορία με μια ταχεία και άμεση εξελικτική δομή, με τα λόγο να γίνεται ολοένα και αιχμηρότερος, δημιουργώντας και καταστρέφοντας συναισθήματα και κάνοντας τις ισορροπίες της ιδιαίτερα λεπτές και ευάλωτες. Αν και ο γενικός ρυθμός της παράστασης είναι γρήγορος και επιφυλάσσει εναλλαγές και εκπλήξεις στη ροή του, κάποιες σκηνές δεν αποφεύγουν μια στατικότητα κι ένα νοηματικό πλάτειασμα, που ίσως μια πιο ενδελεχής δραματουργική επεξεργασία του κειμένου να απέφευγε. Τα θέματα που θίγονται είναι απλά, σαφή, κατανοητά και αυτό γίνεται σε μια γλώσσα στρωτή, λαϊκή κι ένα ύφος ρεαλιστικό, το οποίο όμως αποφεύγει τις χωρίς νόημα ακρότητες. Οι εικόνες που παρακολουθεί ο θεατής έχουν δυναμισμό, αμεσότητα, μεγάλη δόση σκληρότητας και στοχεύουν στην ευαισθητοποίηση και την ενσυναίσθηση, χωρίς όμως να τις εκβιάζουν. Τα διαφορετικά σκηνικά περιβάλλοντα στα οποία εκτυλίσσεται η πλοκή συνυπάρχουν και αυτό παρέχει στο θεατή τη δυνατότητα να έχει μια σφαιρικότερη θεώρηση της επίδρασης των γεγονότων στους διάφορους πρωταγωνιστές της ιστορίας, αλλά ενίοτε λειτουργεί ελλειπτικά ως προς τη βαθύτερη κατανόηση των ζητουμένων του κειμένου. Τα video που παίζουν και το μουσικό σεπαρέ του παρασκηνίου προσφέρουν μια κινηματογραφική αίσθηση σε κάποιες σκηνές, ενώ μια βακχική νότα δίνουν οι μάσκες ζώων που χρησιμοποιούνται. Ο λόγος παρά την (όπως προείπα) αιχμηρότητά του έχει κάποιες στιγμές που ακούγεται γειωμένος και χάνει μέρος της επικοινωνίας του με το κοινό. Η αδιαμφισβήτητη δυναμική και η ενέργεια της ερμηνευτικής ομάδας αποτελούν από τα ισχυρότερα ατού της θεατρικής αυτής δουλειάς.
Η Αθηνά Σακαλή στο ρόλο της Χλόης καταφέρνει να αποτυπώσει με ευκρίνεια και σαφήνεια όλη την εσωτερική συναισθηματική διαδρομή από το αφελές και ανυποψίαστο κορίτσι στην απογοητευμένη και τελικά συντετριμμένη γυναίκα που επιδίδεται στον αγοραίο έρωτα χωρίς να το επιθυμεί. Χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα των πλούσιων εκφραστικών της μέσων αποδίδει εξαιρετικά τον εξακολουθητικό σωματικό και ψυχικό της βιασμό. Ο Παναγιώτης Γαβρέλας υποδύεται τον Πίτερ, αυτόν που χρησιμοποιώντας τη γοητεία του παρασύρει την κοπέλα στα δίχτυα του, καταφέρνοντας μια απόλυτα πειστική, σχεδόν φυσική διγλωσσία και διπροσωπία στο χαρακτήρα του, με ικανότητα και επιμονή στο φλερτ, αλλά και μια αποκρουστικά κυνική θεώρηση της καθημερινότητας. Ο Βαγγέλης Αμπατζής ερμηνεύει τον αυτιστικό Φέλιξ, με σεβασμό και αξιοπρέπεια, χωρίς να τον ευτελίσει ούτε στιγμή με στερεότυπα ή κινητικές υπερβολές. Η έμπειρη Μαρία Κατσανδρή είναι η Άννα, η λιτή και χαμηλών τόνων μητέρα του Φέλιξ και της Χλόης, συντηρητική, προστατευτική, καταφέρνοντας να υποκινεί συμπάθεια, πόνο (είτε εκπεφρασμένο, είτε βουβό) και νοιάξιμο, μια ιδιόμορφη Μάνα Κουράγιο με ιδιαίτερες εκφραστικές ικανότητες. Ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης ως Άνταμ αποτελεί τη συναισθηματική και ηθική όαση στο σκληρό ρεαλισμό των άλλων χαρακτήρων, πλάθοντας έναν άντρα που δε διστάζει να ερωτευθεί με όλο του το είναι και να αφοσιωθεί στον έρωτά του χωρίς προαπαιτούμενα. Η Μαρία Προϊστάκη παίζει τη Φοίβη, την πόρνη στην οποία η βία έχει γίνει μέρος της καθημερινότητάς της έχοντας πλέον συμβιβαστεί με αυτό το γεγονός. Παρά τη φαινομενική σκληρότητα και χαιρεκακία της αφήνει τις απαραίτητες χαραμάδες για να διακρίνουμε ποια πραγματικά ήταν πριν τον ηθικό και ψυχικό της εκφυλισμό. Η Χρύσα Κοτταράκου ήταν η Ρουθ, η φίλη της Χλόης, που ακολουθεί μια παράλληλη πτωτική πορεία και με τη φορτισμένη ερμηνεία της κινητοποιεί το δημιουργικό προβληματισμό του θεατή. Η Αθηνά Αλεξοπούλου στο ρόλο της Αντίρα, δίνει μια ηρωίδα που έχει γίνει αναπόσπαστο γρανάζι του σάπιου συστήματος, το τροφοδοτεί με την παρουσία της, αφήνοντας θραύσματα πικρίας και μιας πρόωρα χαμένης ευαισθησίας που αλλοτριώθηκε νωρίς. Ο Θανάσης Χαλκιάς δημιουργεί έναν πολύ πειστικό τύπο προαγωγού, τον Ντοβ, ο οποίος αποτελεί την προσωποποίηση της σκληρότητας και της αναλγησίας χρησιμοποιώντας τις γυναίκες απλά ως προϊόντα και ως μέσο απόκτησης περισσότερων χρημάτων. Ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης και ο Κώστας Κάππας υποδυόμενοι τον Λέβι και τον Μαρκ αντίστοιχα, γίνονται τα αντίθετα άκρα ενός εξαιρετικού διπόλου ηρώων που θεωρητικά υπηρετούν το νόμο, με τον ένα να παραμένει πιστός και ταγμένος υπηρέτης του και τον άλλο να μη διστάζει να βουτήξει το δάχτυλο στο μέλι της παρανομίας, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις. Η ερμηνευτική ομάδα ήταν δουλεμένη σε υψηλό επίπεδο και έβγαλε πολύ καλές συνεργασίες και συνέργειες στη σκηνή.
Η Δήμητρα Λιάκουρα στην επιμέλεια του σκηνικού χώρου, έκανε καλή δουλειά ως προς να τον χωρίσει σε παράλληλα επίπεδα δράσης και αφήγησης, αλλά δεν κατάφερε να τον γεμίσει δημιουργικά και να του προσδώσει μια αίσθηση ενότητας. Τα κοστούμια της ίδιας είχαν ποικιλία (χρωματική και υφολογική) και κατάφεραν να υπηρετήσουν σωστά τις ιδιαιτερότητες του κάθε ήρωα που έντυσαν, αντικατοπτρίζοντας την ψυχοσύνθεσή του. Η μουσική επιμέλεια από τη σκηνοθέτιδα αποτέλεσε εργαλείο της παράστασης, συνεργάστηκε αρμονικά με το λόγο και υποστήριξε τις εντάσεις και τις κορυφώσεις του. Οι στίχοι των τραγουδιών ήταν της Μαρίας-Ελισάβετ Κοτίνη, ενώ ο σχεδιασμός του ήχου ανήκει στο Φοίβο Παπαγιάννη. Η κίνηση της Ειρήνης Μακρή αποδίδει με ακρίβεια τον καταναγκασμό και την ψυχολογική βία που διατρέχει την παράσταση, ενώ οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα αποδίδουν τόσο την ελεκτρίκ αίσθηση ενός οίκου ανοχής, όσο και την υποτονικότητα του σπιτιού της Χλόης, ενώ εστιάζουν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου, παρακολούθησα μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση που ασχολείται με την ανοιχτή πληγή του trafficking, την κατάχρηση εξουσίας του ενός ανθρώπου προς τον άλλο, την ψυχολογική και ηθική τελμάτωση και τη θυματοποίηση κάποιων ανυποψίαστων γυναικών με μόνο κίνητρο το χρηματικό κέρδος. Η σκηνοθετική προσέγγιση εναλλάσσει την πρόζα με την αφήγηση, την ωμότητα με την ευαισθησία και στηρίζει πολλά στη δυναμική της ερμηνευτικής ομάδας και τη δεδομένη σκηνική τους χημεία. Το κείμενο θα μπορούσε να είχε υποστεί κάποιες μικρές περικοπές και μια πιο ενδελεχή δραματουργική επεξεργασία που θα έκαναν το ρυθμό πιο σφιχτό και τη νοηματική αλληλουχία πιο συμπαγή. Παρά τις όποιες (μικρές) αδυναμίες της όμως, η παράσταση παραμένει μια πολύ αξιόλογη και επίκαιρη νεανική θεατρική πρόταση που αφορά όλους μας και θα προβληματίσει δημιουργικά το θεατρόφιλο που θα την παρακολουθήσει.