Η Μυρσίνη Μαργαρίτη είναι μια πολύπλευρη υψίφωνος με ένα ευρύ ρεπερτόριο που εκτείνεται από το μπαρόκ ως την σύγχρονη μουσική.
Ο διεθνής τύπος έχει εκθειάσει την μουσικότητά της, την δεξιοτεχνία, την καθαρότητα του ήχου και την εντυπωσιακή της σκηνική παρουσία. Από τις όπερες του κόσμου, έρχεται στο Δημοτικό Θέατρο Ολύμπια – Μαρία Κάλλας ως «Ίλια» στον «Ιδομενέα» του Μότσαρτ σε παραγωγή του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ). Εμείς με αφορμή την παράσταση μιλήσαμε μαζί της όχι μόνο για τον Μότσαρτ, αλλά και για όλη της την πορεία, όπως και για την όπερα στην Ελλάδα γενικότερα. Με μεγάλη αγάπη για τη μουσική και το είδος συγκεκριμένα, το μόνο σίγουρο είναι ότι μέσα από τα λόγια της, θέλουμε να γνωρίσουμε τι σημαίνει όπερα, ακόμη κι αν δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ.
Ποια είναι η ιστορία του «Ιδομενέα» στην όπερα του Μότσαρτ; Γιατί είναι τόσο επίκαιρη μέχρι και σήμερα;
Η όπερα αυτή θα έλεγα ότι έχει μια διαχρονική και πολύ επίκαιρη ιστορία, ειδικά με όλα αυτά που γίνονται σήμερα και ειδικά με τον τρόπο που την παρουσιάζει ο σκηνοθέτης και μαέστρος μας Γιώργος Πέτρου. Βρισκόμαστε στην Κρήτη μετά τον Τρωικό Πόλεμο, σε μια Κρήτη όπου οι επιπτώσεις του πολέμου είναι εμφανείς σε νικητές και ηττημένους. Ο γιος του Ιδομενέα, του βασιλιά της Κρήτης, ερωτεύεται την αιχμάλωτη Τρωαδίτισσα πριγκίπισσα Ίλια. Ο Ιδομενέας γυρνώντας από την Τροία πέφτει σε φουρτούνα και τον σώζει ο Ποσειδώνας με τον όρο να θυσιαστεί ο πρώτος άνθρωπος που θα αντικρίσει όταν φτάσει στην Κρητη, ο οποίος δυστυχώς τυχαίνει να είναι ο ίδιος του ο γιος του, Ιδάμαντας. Ο Ιδομενέας προσπαθεί να φυγαδεύσει τον γιο του, αλλά ο Ποσειδώνας θυμώνει και τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Συνοπτικά στο τέλος η Ίλια επιλέγει να θυσιαστεί στην θέση του αγαπημένου της Ιδάμαντα, ωστόσο η θεϊκή παρέμβαση χαρίζει και στους δυο τη ζωή. Στην όπερα του Μότσαρτ το τέλος σηκώνει πολλές ερμηνείες. Η προσέγγιση της δικής μας παράστασης μέσα απ την ματιά του σκηνοθέτη μας θεωρώ ότι αντικατοπτρίζει μια απαισιοδοξία που νιώθουμε ίσως όλοι αυτό τον καιρό. Ότι όσο και αν εμφανίζεται ένας από μηχανής θεός, το μίσος, η δίψα για εκδίκηση, όλες οι ανθρώπινες αδυναμίες που οδηγούν στην καταστροφή είναι δυστυχώς πάντα μέσα στην ανθρώπινη φύση και θα εμφανίζονται ξανά και ξανά στην ιστορία.
Ποιος είναι ο δικός σας ρόλος στο έργο; Με ποιες προκλήσεις ήρθατε αντιμέτωπη;
Ο ρόλος μου είναι η Ίλια, κόρη του Πρίαμου, βασιλιά της Τροίας, αιχμάλωτη πολέμου. Είναι ένα ταλαιπωρημένο και περήφανο όμως πλάσμα, οι δικοί της σκοτώθηκαν όλοι στον πόλεμο και η ίδια μεταφέρθηκε αιχμάλωτη σε έναν ξένο τόπο. Βιώνει μια τρομερή εσωτερική πάλη γιατί ερωτεύεται τον γιο του ανθρώπου τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την καταστροφή όχι μόνο της δικής της ζωής, αλλά και του λαού της. Η λέξη εκδίκηση είναι μια λέξη που έρχεται πολύ συχνά σ’ αυτήν την όπερα. Και σε αντιδιαστολή με την Ηλέκτρα που την τυφλώνει η εκδίκηση (καθώς έχει εμμονή με τον Ιδάμαντα και ζηλεύει), η Ίλια θα έλεγα ότι συμβολίζει για μένα πέρα από μια ερωτευμένη γυναίκα, της οποίας η αγάπη δίνει την λύση και προκαλεί την θεϊκή παρέμβαση, και την φρόνηση, την ψυχραιμία ενός καθαρού μυαλού, το οποίο μέσα από όλη αυτήν την καταστροφή καταλαβαίνει ότι η μόνη επιλογή για ευημερία και ευτυχία για την ίδια και τον λαό της είναι η ειρήνη, η συγχώρεση και η συμφιλίωση. Θεωρώ ότι ο ρόλος αυτός έχει βαθύτερα μηνύματα από απλώς έναν απαγορευμένο έρωτα. Και αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση. Να δείξω όλα αυτά τα επίπεδα του ρόλου. Φωνητικά ο ρόλος αυτός μου ταιριάζει πάρα πολύ και ειδικά με την καθοδήγηση ενός τόσο εξαιρετικού μαέστρου και σκηνοθέτη, νιώθω μεγάλη ασφάλεια.
Υπάρχει ένας μύθος ότι η όπερα απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό. Ποια είναι η άποψή σας; Συμβαίνει κάτι τέτοιο και στο ελληνικό κοινό;
Και ναι και οχι. Το κοινό είναι περιορισμένο γιατί πολλοί δεν ξέρουν καν τι είναι όπερα στην Ελλάδα. Και δεν είναι άξιο απορίας. Ανοίξτε την ελληνική τηλεόραση και θα βρείτε όλες σας τις απαντήσεις για αυτό. Επίσης υπάρχει μία και μόνη Εθνική Λυρική Σκηνή κι αυτή στην Αθήνα. Θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο Δήμος της Αθήνας αξιοποίησε τόσο καλά το θέατρο Ολύμπια υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Olivier Descotes και έδωσε μια δεύτερη σκηνή στην πόλη μας, όπου το κοινό μπορεί να γνωρίσει και να απολαύσει όπερα, και όχι μόνο. Kαι μάλιστα με ένα πολύ πλούσιο και ποικίλο πρόγραμμα. Τι γίνεται όμως με τις άλλες πόλεις στην Ελλάδα; Δεν θα ‘πρεπε και εκεί οι Δήμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα αυτό; Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μην είναι περιορισμένο το κοινό;
Ποια παράσταση ή ρόλος σας έχουν μείνει περισσότερο στο μυαλό;
Δεν θα πω υπερβολή αν πω όλες. Καθεμία παράσταση και συναυλία με έχουν κάνει αυτό που είμαι σήμερα, τις έχω απολαύσει όλες είτε ήταν σε «σημαντικά» μέρη, είτε όχι. Γιατί πολλές φορές νιώθεις ότι είναι πιο σημαντικό όταν προσφέρεις μουσική σε ανθρώπους που την ακούνε πρώτη φορά και ανοίγεις νέους ορίζοντες. Για μένα πάντα το σημαντικότερο όμως είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι, η μουσική που κάνουμε μαζί και τα συναισθήματα που μοιραζόμαστε μεταξύ μας και μαζί με το κοινό που μας ακούει. Για αυτό και δεν μπορώ να ξεχωρίσω καμιά συγκεκριμένα.
Ποιο είναι το πιο συγκινητικό σχόλιο που έχετε ακούσει από θεατή;
Δεν ήταν σχόλιο, αλλά πράξη. Σε μια καλοκαιρινή συναυλία όπου τραγουδούσα σε κοντινή απόσταση με το κοινό, ένα εξάχρονο παιδάκι που δεν το γνώριζα, με το που τελείωσα την άριά μου, έτρεξε αυθόρμητα και με αγκάλιασε πάνω στην σκηνή. Απλώς δεν μπόρεσε να κρατηθεί από όλα τα συναισθήματα που του προκάλεσε η μουσική. Δεν έχω βιώσει ξανά τόσο αγνή ευγνωμοσύνη από θεατή. Δεν το ξεχάσω ποτέ.
Ποια είναι η προετοιμασία για μια παράσταση όπερας; Δεν εννοώ τις πρόβες, αλλά κυρίως τις προετοιμασίες του καλλιτέχνη.
Πολλή μελέτη. Προσωπικά ξεκινάω με το κείμενο, διαβάζοντας το και μεταφράζοντας το, ακούγοντας παράλληλα και την μουσική. Στη συνέχεια ξεκινάω την φωνητική εξάσκηση και την αποστήθιση του ρόλου. Βασικό στάδιο είναι όταν, μέσα από τις σκηνικές πρόβες πια, καταλαβαίνεις την πορεία του ρόλου μέσα στην όλη πλοκή και αρχίζουν να συνδέονται τα κομμάτια του παζλ της προσωπικότητας του χαρακτήρα. Τότε καταλαβαίνω εγώ προσωπικά γιατί τραγουδάω το κάθε τι και ποια βαθύτερη σκέψη πρέπει να έχω πέρα από τα λόγια που τραγουδάω.
Έχετε μείνει και δουλέψει στο εξωτερικό. Ποιες διαφορές βλέπετε στον τρόπο δουλειάς, αλλά και στις ευκαιρίες καριέρας;
Ο τρόπος δουλειάς είναι ίδιος και έχει να κάνει με το με ποιους δουλεύεις. Το πλαίσιο της εργασίας όμως έξω είναι πολύ πιο οργανωμένο, πολλά προβλήματα που εδώ μας δυσκολεύουν και μας βάζουν τρικλοποδιές είναι λυμένα. Οι αμοιβές επίσης είναι καλύτερες. Οι δουλειές πολύ περισσότερες, όμως αντίστοιχα και ο ανταγωνισμός πολύ μεγαλύτερος. Για μένα το βασικό θέμα στην Ελλάδα είναι η εκπαίδευση. Προσωπικά όταν τελείωσα τις σπουδές μου στην όπερα στο Μοτσαρτέουμ στο Σάλτσμπουργκ ήμουν έτοιμη να δουλέψω σε ένα θέατρο. Τα παιδιά που τελειώνουν εδώ δεν είναι έτοιμα. Τους λείπουν κάποιες βασικές εμπειρίες. Βέβαια όποιος είναι να κάνει αυτή την δουλειά στη ζωή του, θα την κάνει. Για αυτό είμαι απόλυτα σίγουρη.
Διδάσκετε και κλασικό τραγούδι; Σας αρέσει η διαδικασία της διδασκαλίας;
Διδάσκω και μου αρέσει πάρα πολύ. Μαθαίνω και η ίδια πάρα πολλά προσπαθώντας να εξηγήσω και βλέποντας πόσο διαφορετικά πρέπει να αντιμετωπίσεις κάθε μαθητή. Γιατί η τεχνική είναι μία, αλλά ο κάθε άνθρωπος έχει ένα διαφορετικό όργανο με διαφορετικές ευκολίες και προβλήματα. Είναι συναρπαστικό. Και νιώθω πολύ περήφανη που βοήθησα ήδη πολλά παιδιά να βρουν το δρόμο τους και δουλεύουν είτε σπουδάζουν στο εξωτερικό.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας καλλιτεχνικά σχέδια;
Αμέσως μετά τον «Ιδομενέα», διοργανώνω το ετήσιο αφιέρωμα στο Λιντ στο Ωδείο Αθηνών με συναυλίες και σεμινάριο πάνω στο γαλλικό τραγούδι, για τραγουδιστές και πιανίστες με καθηγητές την Μαίρη Έλεν Νέζη, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο και τον Δημήτρη Γιάκα. Αμέσως μετά πάω (τι σύμπτωση!) στην Κρήτη για μια συναυλία με την συμφωνική Ορχήστρα Νέων Δήμου Ηρακλείου και τον Μίλτο Λογιάδη, έπειτα Στάμπατ Μάτερ του Ροσίνι με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο και μια πασχαλινή συναυλία με τον Νίκο Βασιλείου στα πλαίσια της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ. Τον Μάιο τραγουδάω στην εναρκτήρια συναυλία του Διεθνούς Φεστιβάλ Χαίντελ του Γκέτινγκεν στην Γερμανία υπό την διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου και τον Ιούλιο στην Κύπρο σε ένα έργο του Μάριου Ηλία Ιωάννου.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ