Δεν ξέρω πολλά πράγματα που να μας απασχολούν περισσότερο απ’ ό,τι το παρελθόν· το παρελθόν με τις πολλές μορφές του. Γιατί παρελθόν είναι οι παραδόσεις, τα παιδικά μας χρόνια, ο έρωτας που έφυγε, τα παλιά ρεμπέτικα που διασκευάζονται τελευταία συνεχώς, οι προσωπικές μας μνήμες, μυρωδιές και γεύσεις, σουβενίρ, σκουπίδια, φωτογραφίες, πόλεις αλλά και η μελέτη της ιστορίας μας, των τεχνών που μας άφησαν οι προηγούμενοι.
Κάποια γεγονότα, αναμνήσεις, «κτίσματα» του παρελθόντος, έχουν κλειστά παράθυρα και κάποια άλλα μας αφήνουν να τρυπώνουμε μέσα τους κάθε φορά με μικρότερη ή μεγαλύτερη ευκολία. Το σίγουρο είναι ότι «το παρελθόν έχει αξιώσεις από το παρόν». Τυχαίνει να επανέρχεται σε ανύποπτο χρόνο και να μας τσιγκλάει. Κι άλλες φορές το τραβολογάμε εμείς από τα μαλλιά και το φέρνουμε βίαια, ξανά και ξανά στο σήμερα. Αλλά πόσο «χθες» χωράει στο κάθε «τώρα»; Ποιες παραδόσεις έχουμε μάθει απλώς να συντηρούμε, άκριτα, απλά επειδή έτσι μας δίδαξαν; Πόσες φορές νιώσαμε ότι πρέπει να αφομοιώσουμε κάτι, γιατί είδαμε τον θαυμασμό στα μάτια κάποιων άλλων, που «ήξεραν καλύτερα»; Πόσες φορές επιμείναμε σε ένα παλιό χούι μας και δεν αφήσαμε χώρο να γεννηθεί κάτι νέο; Όχι, κάθε αλλαγή δεν είναι πρόοδος φυσικά, αλλά ούτε και κάθε τι παλιό έχει μεγαλύτερη αξία, επειδή προηγήθηκε.
Το μέλλον δεν το γνωρίζει κανείς. Θα έπρεπε θεωρητικά να μας είναι εντελώς αδιάφορο, μιας και είναι απρόβλεπτο και άπιαστο. Κι άμα το καλοσκεφτώ, κανείς δεν παλεύει να αλλάξει το μέλλον, γιατί είναι αδύνατον να αλλάξεις κάτι που δεν έχει ακόμα συμβεί. Αυτό που παλεύουμε να αλλάξουμε είναι το παρελθόν. Το ξαναφέρνουμε μπροστά μας για να το κατανοήσουμε καλύτερα, να το ερμηνεύσουμε, να μάθουμε από αυτό ή άλλοτε απλά επειδή μας είναι οικείο. Όπως φαίνεται, όλα τα ερεθίσματα πρέπει κάπως να τα επεξεργαστούμε και να τα κατηγοριοποιήσουμε στα κουτάκια μας, πριν τα αφήσουμε να κοιμηθούν μέσα μας (ουσιαστικά να τα αφήσουμε στην ησυχία τους). Κι όμως, μια στα τόσα, τραβάμε ολόκληρα κομμάτια του παρελθόντος και τα σέρνουμε μαζί μας όπου πάμε, τα λατρεύουμε, τα θεωρούμε τον μόνο δίκαιο νόμο.
Παρελθοντολαγνεία είναι η εξιδανίκευση του παρελθόντος και δεν έχει καμία σχέση με τη μελέτη της ιστορίας ή τη λαογραφία, τη μελέτη των «τρόπων» του λαού. Η ιστορία, βέβαια, δεν είναι κάτι ενιαίο. Η ιστορία είναι χιλιάδες μικρές ψηφίδες και αυτό που φτάνει σε εμάς είναι το αφήγημα του εκάστοτε μελετητή. Με την ίδια λογική, η προσωπική μας ιστορία είναι κατασκεύασμα δικό μας. Και όταν το φέρεις στο τώρα, θα είναι γιατί θέλεις να κερδίσεις; Να του επιβληθείς; Θα είναι γιατί φοβάσαι να προχωρήσεις; Θα είναι από συνήθεια; Ποιες παραδόσεις διατηρούμε και γιατί; Ποια άχρηστα αντικείμενα έχουμε κρατήσει στο σπίτι μας και γιατί;
Στο χθες δεν επιστρέφουμε για να το λατρέψουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Φτάνει με αυτό το «Κάθε φέτος και χειρότερα, κάθε πέρυσι και καλύτερα!» Στο χθες επιστρέφουμε για να βρούμε πατήματα για το τώρα. Το παρελθόν είναι εκεί για να μας διδάξει και να μας κάνει καλύτερους, αλλά δεν μπορεί να πιάνει μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που του αναλογεί. Καλές είναι οι παραδόσεις, δε λέω. Αλλά, αν με ρωτάτε, τις ταυρομαχίες μπορούμε και να τις εξαλείψουμε ολοσχερώς από προσώπου γης. Ας τελειώνουμε με κάποια πράγματα. Ας μείνουν στο κάτω κάτω ως φωτογραφίες. (Φωτογραφία: η αποτύπωση μιας συγκεκριμένης στιγμής που δεν υπάρχει πια, ούτε πρόκειται να επαναληφθεί ποτέ ξανά στον αιώνα τον άπαντα.)