Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό στα μέρη της Ανατολής ήταν μια πολιτεία που το όνομά της ακουγότανε σ’ ολάκερο τον κόσμο. Την κουβέντιαζαν όλοι οι άντρες στις συντροφιές τους, την αντίκριζαν οι ταξιδιώτες στα όνειρά τους, οι γυναίκες το είχαν καημό στα μαγαζιά της να κάμουνε σπατάλες, όλοι οι έμποροι στα δικά της τα παζάρια ευχόντουσαν να πουλήσουνε πραμάτειες, στους δικούς της καφενέδες και τα χάνια οι περαστικοί κι οι διαβάτες το είχανε αποθυμιά μεγάλη να διώξουν τη σκόνη του δρόμου απ’ το λαρύγγι τους. Γιόμιζε κόσμο και κοσμάκη που ο καθένας από δαύτους βρέθηκε στα στενά και τα σοκάκια της, πέρασε απ’ τις πλατείες της, άκουσε τους ντελάληδες της, μύρισε τις μυρουδιές απ’ τα φαγάδικά της και στάθηκε σε μια γωνιά της να προσευχηθεί την ώρα που έπρεπε.
Ήταν λένε ακόμα τόσο μεγάλη η πολιτεία κι απλωμένη στον τόπο, που τον πιο μακρύ της το δρόμο χρειάζονταν μια ολόκληρη μέρα να τον περπατήσεις, δίχως πουθενά να σταθείς και μήτε για λόγο κανένα την ώρα σου να χάσεις. Τριγύρω της την αγκάλιαζε ένα τείχος αψηλό και μέσα από τούτο άλλα δυο κι είχε λένε πύλες πάνω από εκατό φτιαγμένες ανάμεσα σε πύργους που υψώνονταν στον αέρα. Κάθε ηλιοβασίλεμα σφάλιζαν οι πόρτες και κάθε αυγή άνοιγαν σκούζοντας για το καλωσόρισμα της μέρας της καινούργιας.
Ένα πρωί, την ώρα που οι φρουροί άνοιξαν και πάλι μια πύλη ανάμεσα στις άλλες, δυο στρατιώτες φάνηκαν να βγαίνουν από μέσα, να κάμουν τη βόλτα τους για να ρίξουν μια ματιά έξω από την πόρτα τη μεγάλη που φύλαγαν με τους άλλους. Δεν είχαν προλάβει να στρίψουν στη γωνιά του πύργου που από κει ξεκινούσε το τείχος το ψηλό κι ο ένας σκούντηξε το σύντροφό του και του λέει: «Τι είναι τούτο που κουνιέται εκεί κάτω, στα ριζά του τείχους;» Ο άλλος κοιτάζει, μα η αντηλιά τού τύφλωνε τα μάτια. «Δε βλέπω τίποτα απ’ τον ήλιο, πάμε πιο κοντά…» αποκρίνεται. Τραβάνε κατά κει που έδειχνε ο ένας, να δουν καλύτερα, και σαν σιμώνουν τι βλέπουν; ¨Ένα κορμί ανθρωπινό τεντωνόταν να ξεπιαστεί από την υγρασία και το κρύο της νύχτας μέσα σε μια τρύπα του τείχους, μια γωνία που την είχανε φαρδύνει ο καιρός και τα αγρίμια απ’ το σκάψιμο. Ήταν ένας απ’ τους ζητιάνους της πόλης, που δεν πρόλαβαν τη φασαρία απ’ τις σάλπιγγες, κι άλλοι πάλι λένε πως δεν ήταν λίγες οι φορές που οι στρατιώτες τους άφηναν έξω απ τις πύλες της πόλης να τους φάνε τα θεριά μέσα στη νύχτα. Οι στρατιώτες σκύβουν από πάνω του κι αρχίζουν να τον τραβάνε, άλλος απ’ τα χέρια κι άλλος απ’ τα πόδια, να τον κλωτσάνε και να τον βρίζουν φωνάζοντας: «Τι γυρεύεις, του λόγου σου δω πέρα! Χάσου μακριά, εξαφανίσου παλιοζητιάνε, πριν βρούμε τον μπελά μας μαζί σου!» Ο άντρας τραβήχτηκε για μια στιγμή, τίναξε τη σκόνη απ’ το ρούχο του και το ’σιαξε λίγο καλύτερα πάνω του, μα ύστερα τους κοιτάζει ολόισια στα μάτια και τους λέει δίχως να φοβηθεί: «Ξέρεις, ποιος είμαι στρατιώτη; Γιατί μου φέρεσαι με τέτοια καμώματα και τρόπους; Δείξε σέβας σε κείνον που μήτε τ’ όνομα μα μήτε τη φύτρα δε γνωρίζεις και πρώτη φορά μπροστά σου αντικρίζεις!»
Οι στρατιώτες τα χρειάστηκαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μήπως κείνος που φόραγε ρούχα του ζητιάνου ήταν κανένας αξιωματικός που θέλησε να μάθει αν οι στρατιώτες κάμανε καλά τη δουλειά τους; Δεν είχαν περάσει κάμποσες μέρες που μερικοί δικοί τους είχαν χάσει τα κεφάλια τους, και τώρα ήρθε η σειρά τους να δοκιμαστούν; Ο ένας άρχισε να τρέμει κι ο άλλος ταράχτηκε, μα δίχως να χάσει καιρό του λέει: «Μήπως είσαι του λόγου σου ο αρχηγός της φρουράς μας;» Ο άντρας ζητιάνος τον κοιτάζει, χαμογελά παράξενα και αποκρίνεται σηκώνοντας το χέρι του και δείχνοντας με το δάχτυλο του τον ουρανό: «Πιο ψηλά, πιο ψηλά! Δείξε σέβας σε κείνον που μήτε τ’ όνομα μα μήτε τη φύτρα δε γνωρίζεις και πρώτη φορά μπροστά σου αντικρίζεις! Πιο ψηλά στρατιώτη!»
Τότε πετάγεται ο άλλος στρατιώτης και ρωτά: «Μήπως είσαι ο διοικητής της πόλης, ο στρατηγός μας;» Ο άντρας γυρίζει το κεφάλι του, τον κοιτάζει κι αυτόν με τη σειρά του και χαμογελά. Ύστερα σηκώνει πάλι το χέρι του, δείχνει με το δάχτυλο του τον ουρανό και λέει: «Πιο ψηλά, πιο ψηλά! Δείξε σέβας σε κείνον που μήτε τ’ όνομα μα μήτε τη φύτρα δε γνωρίζεις και πρώτη φορά μπροστά σου αντικρίζεις! Πιο ψηλά, λοιπόν στρατιώτη!»
Τότε μίλησε ο πρώτος και αποκρίνεται: «Τι! Μα πιο ψηλά από το στρατηγό που ορίζει τις τύχες τούτης της πολιτείας είναι ο μεγάλος βεζίρης! Ωχου! Μπελάς που μας βρήκε! Πες μας… είσαι ο βεζίρης;» Ο ζητιάνος τον κοιτάζει με μάτια που αστρά-φτουν και απαντά ξερά: «Πιο ψηλά, πιο ψηλά! Δείξε σέβας σε κείνον που μήτε τ’ όνομα μα μήτε τη φύτρα δε γνωρίζεις και πρώτη φορά μπροστά σου αντικρίζεις! Πιο ψηλά, λοιπόν στρατιώτη! Ψηλότερα…» και σηκώνει πάλι το χέρι του δείχνοντας με το δάχτυλο του τον ουρανό.
Οι δυο στρατιώτες πάγωσαν. Μπροστά τους ήταν κάποιος πιο ψηλά από τον μεγάλο βεζίρη! Κείνος που πήρε την κρυάδα τελευταίος μουρμούρισε «Πάει, το χάνουμε το κεφάλι μας…» μα βρήκε κουράγιο και ψέλλισε: «Μα πάνω από τον μεγάλο βεζίρη είναι ο χαλίφης της Βαγδάτης! Είσαι ο πολυχρονεμένος μας χαλίφης; Μίλα λοιπόν άνθρωπε!» Ο ζητιάνος του απαντά: «Πιο ψηλά, πιο ψηλά, στρατιώτη! Δείξε σέβας σε κείνον που μήτε τ’ όνομα μα μήτε τη φύτρα δε γνωρίζεις και πρώτη φορά μπροστά σου αντικρίζεις! Πιο ψηλά, λοιπόν στρατιώτη! Ψηλότερα σου λέω!» και σηκώνει ξανά ακόμα μια φορά το χέρι του δείχνοντας με το δάχτυλο του τον ουρανό.
Ο στρατιώτης κιτρίνισε από το φόβο του, τα πόδια του άρχισαν τώρα να τρέμουν, για μια στιγμή του κόπηκε η ανάσα. «Μα πιο ψηλά από τον πολυχρονεμένο μας χαλίφη, είναι ο ίδιος ο Θεός… Πετάγεται κι ο άλλος και λέει: «Μεγαλοδύναμε Αλλάχ, εσύ που έπλασες τον κόσμο, εσύ λοιπόν στέκεσαι μπροστά μας; Συγχώρεσέ μας Θεέ μας!» και πέφτουν κι οι δυο τους στα γόνατα κι αρχίζουν να φιλούν τα πόδια του ζητιάνου.
Ο ζητιάνος τους πιάνει τότε από τους ώμους και τους σηκώνει πάνω. Τους κοιτάζει ξανά στα μάτια, χαμογελά πάλι παράξενα και αποκρίνεται: «Πιο ψηλά, πιο ψηλά, στρατιώτες! Δείξτε σέβας σε κείνον που μήτε τ’ όνομα μα μήτε τη φύτρα δε γνωρίζετε και πρώτη φορά μπροστά σας αντικρίζετε! Πιο ψηλά, λοιπόν στρατιώτες! Ψηλότερα σας λέω!» και σηκώνει το χέρι του και δείχνει τον ουρανό με το δάχτυλο του. Οι δυο στρατιώτες απόμειναν για λίγο βουβοί. Σαν βρήκαν ξανά τη μιλιά τους λένε μ’ ένα στόμα: «Μα, ψηλότερα απ’ τον ίδιο τον Θεό, δεν είναι τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο ψηλά από αυτόν!»
Ο άντρας μίλησε τότε και λέει: «Στ’ αλήθεια, αδέρφια, δείξτε σέβας ακόμα και στο τίποτα, γιατί όλα έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία, μήτε δε γνωρίζετε το όνομά τους μήτε δεν ξέρετε τη φύτρα τους, όλα έχουν αξία, ακόμα και το τίποτα…»