«Δεν υπάρχει άνθρωπος πιο αφύσικος από εμένα, στο κάτω-κάτω δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου για να γίνω όσο πιο αφύσικος γίνεται». – Φράνσις Μπέικον (1909-1992)
Σήμερα επισκέπτομαι την αγαπημένη μου τρώγλη. Αυτό το μαγαζί δεν υπάρχει. Θυμίζει βερολινέζικο καμπαρέ («με τύφο», όπως λέει μια φίλη ζωγράφος), ασφυκτικά γεμάτο με υπεραιωνόβια έπιπλα, κάτι ξεχαρβαλωμένες βελούδινες πολυθρόνες Μπελ-Επόκ, γκαζόλαμπες και κηροπήγια σαν από ταινία του δράκουλα, τραπέζια από καρούλια καλωδίου μεγάλα σαν βαρέλια και στο βάθος μια αυτοσχέδια σκηνή που θα ζήλευε και η Σαουμπίνε, όπου πάνω της φλέγονται κάθε λογής μεθυσμένες ψυχές σε παραληρηματικές αιφνίδιες περφόρμανς, αφού οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε.
Το μαγαζί αυτό αντιστέκεται σθεναρά στην κορεκτίλα της εποχής, σερβίροντας τα πιο φρέσκα θαλασσινά και φίνα αποστάγματα σε ένα πολύχρωμο πλήθος απροσδιόριστου φύλου, από γλοιωδώς επιτυχημένα στελέχια, τραπεζικούς μετα-γιάπηδες κι ανερχόμενους πολιτικάντηδες μέχρι λούμπεν καλλιτέχνες του εικαστικού κι εκδοτικού υποκόσμου, νταβατζήδες και μπράβους.
Μου ανοίγει την πόρτα με μια θεατρική υπόκλιση ο/η Τζότζο: «Πού είσαι, μαρή Μαίρη!» (Όλους τους αποκαλεί Μαίρη.)
«Ήρθε και η κόρη μου ο Φράνσις» λέει και δείχνει το κεντρικό τραπέζι όπου ο Μπέικον, με μάτια υπέροχα βαμμένα φούξια που γουρλώνει σουρεαλιστικά, με σημαδεύει με ένα λιγνό κρυστάλλινο ποτήρι ουρλιάζοντας:
«Σαμπάνια για τους αληθινούς φίλους, ξίδι για τους δήθεν φίλους»!
«Όσο απομακρύνομαι από την ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο περισσότερο πλησιάζω»*
«Μπορεί να πει κανείς ότι το περίφημο τρίπτυχο του Ματίας Γκρύνεβαλτ, η Αγία Τράπεζα του Ιζενχάιμ, αποπνέει φρίκη; Πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους πίνακες με θέμα τη Σταύρωση, με το σώμα διάστικτο από καρφιά σαν αγκάθια, αλλά κατά παράδοξο τρόπο, η μορφή του είναι τόσο μεγαλειώδης που αφαιρεί κάθε φρίκη. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η φρίκη σε όλο της το μεγαλείο, με την έννοια ότι είναι τόσο αναζωογονητική˙ έτσι δεν έφευγε και το κοινό από τις παραστάσεις των σπουδαίων αρχαίων ελληνικών τραγωδιών, π.χ., τον Αγαμέμνονα; Ο κόσμος έφευγε λάμποντας σχεδόν απ’ τη χαρά της κάθαρσης, με μια πληρέστερη επίγνωση της ύπαρξης».
«Αν διαβάσεις τους τρεις τόμους με τα γράμματα του Βαν Γκογκ, που υποτίθεται ότι συγκεντρώνουν όλη τη γνωστή αλληλογραφία του, καταλαβαίνεις ότι αυτός ο άνθρωπος, που λίγο πολύ θεωρείται ένας τύπος μουρτζούφλη χωριάτη, διέθετε τεράστια ευφυΐα κι εξερευνούσε πράγματα εντελώς έξω από την πραγματική του δουλειά. Είχε αναπτύξει κάθε είδους θεωρίες γύρω από τον καρκίνο, τη σχετικότητα κι άλλα τέτοια – πιστεύω ότι κάθε καλλιτέχνης διαθέτει στα πολεμοφόδιά του ένα ευρύ φάσμα παρόμοιων γνώσεων».
«Πιστεύω ότι ο Βελάσκεθ ζωγράφιζε νάνους επειδή ήταν διαδεδομένες οι τερατογενέσεις στην Ισπανία. Οι νάνοι μας προσφέρουν ένα θέαμα που μας σαγηνεύει – μια απολύτως φυσιολογική σαγήνη. Μας σαγηνεύουν τα “παιδιά της θαλιδομίδης”; Ή απλά και μόνο το γεγονός ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν χέρια ή πόδια, μας δίνει μία μεγαλύτερη επίγνωση της ζωής; Μήπως εντέλει αυτό μας κάνει να συνειδητοποιούμε περισσότερο τις αξίες της ζωής;»
«Όλα τα έργα που μου αρέσουν, μου κάνουν το ίδιο – με κάνουν να βλέπω άλλα πράγματα. Μου προσφέρουν μια επίγνωση της πραγματικότητας, παρόλο που τα ίδια μπορεί να είναι εντελώς εξωπραγματικά. Ο καλύτερος τρόπος να το εκφράσω είναι αυτός: Μου ανοίγουν τις βαλβίδες της αίσθησης».
* Οι παραπάνω σκέψεις του Μπέικον προέρχονται από συνομιλίες του με τον Νεοϋορκέζο φίλο του Πίτερ Μπίαρντ που πρωτοδημοσιεύτηκαν στον (ανέκδοτο στην Ελλάδα) κατάλογο της έκθεσής του στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης το Μάρτιο-Ιούνιο του 1975, όπου παρουσίασε έργα της περιόδου 1968-1974 – τρίπτυχα, αυτοπροσωπογραφίες κυρίως τα περισσότερα, αλλά και πορτρέτα του εραστή του Τζορτζ Ντάιερ. Ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη και ο ίδιος ο Μπίαρντ (1938-2020), είχε συνεργαστεί και με άλλους εξέχοντες εξωγήινους σαν τον Μπέικον, όπως τον Γουόρχολ και τον Καπότε, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ζούσε στην Κένυα έπειτα από παρότρυνση της φίλης του συγγραφέως Κάρεν Μπλίξεν, φωτογραφίζοντας περισσότερους από 35.000 ελέφαντες και 5.000 μαύρους ρινόκερους. Ο Μπέικον έβρισκε εξαιρετικά ερεθιστικές ειδικότερα τις φωτογραφίες του με πτώματα ελεφάντων.
Ακροστιχίδα Γκανιάν #4 – Μπέικον
Γάμο
Κάναμε
Αξημέρωτα
Νόμιμοι
Ιαγουάροι
Ασυνάρτητων
Νευμάτων