Σάββατο, καλοκαιράκι με δροσιά, μεσούντος Ιουνίου. Στην άπλα του Terravibe έχει ήδη αρχίσει να ξεχύνεται ένα πλήθος συγκινητικά ετερόκλητο. Μεγάλοι άνθρωποι με αύρα παλιών ροκάδων – οικογενειάρχες πλέον, με τις γυναίκες τους.
Μόνες κυρίες κάποιες με λουκ συντηρητικό, άλλες με τζιν και smokey eyes. Γονείς με παιδάκια δημοτικού ή και ακόμα μικρότερα, αλλά και ορισμένοι εικοσάρηδες και τριαντάρηδες μειοψηφικά, με πολλούς από αυτούς να συνοδεύουν τους γονείς τους. «Κοίτα να δεις, φτάσαμε στην ηλικία που πάμε τους γονείς μας σε συναυλίες» σκέφτομαι. Πιάνω την κουβέντα με μια κοπέλα στην ηλικία μου: «Φέραμε τον μπαμπά μου με την αδερφή μου. Εγώ Σαββόπουλο δεν ακούω, και πολιτικά είμαστε μακριά νομίζω, αλλά έχει περάσει εξορία τουλάχιστον», «βασανιστήρια» τη διορθώνω, «έστω!» ψευτοσυμφωνεί.
Θυμάμαι τα λόγια του Σαββόπουλου για το κοινό που του γύρισε την πλάτη κάποτε, όταν εκείνος ξέφυγε απ’ τη γραμμή: «Θέλανε την εικόνα του πονεμένου τροβαδούρου, του μονίμως θυμωμένου. Μα δεν είναι έτσι όλη η ζωή, ούτε όλη η δημιουργία». Το Σάββατο πάντως, στο Terravibe, είμαι σίγουρη πως παρευρέθηκαν και οι δύο «μπάντες», κι εκείνοι που κάποτε τον γιούχαραν κι εκείνοι που σταθερά εξήντα χρόνια τον παρακολουθούν. Ο Σαββόπουλος εκπέμπει μια αύρα ενωτική, μια διαρκή συγχώρεση, το χαριτωμένο ελληνικό «όλοι οι καλοί χωράνε», το χριστιανικό «Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφρανθείτε σήμερα». Εκείνος έχει καταλάβει καλύτερα από πολλούς τη λεπτή διαχωριστική γραμμή της ελληνικής ψυχής, απ’ την αιώνια δυσθυμία, μέχρι τους άλλους γαλαξίες…

Γι’ αυτό άλλωστε μπορεί, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, να κάνει ακόμα «γιγαντοσυναυλίες». Το Terravibe, κατά τις εννέα ήταν κατάμεστο, και η σκηνή φώτισε όχι μόνο απ’ τον τροβαδούρο μας, αλλά και από εκείνους που είχε επιλέξει πλάι του. Νέα παιδιά: η Κλαυδία, η Αλεξάνδρα Σιετή, ο Σάκης Ντοβόλης και, η μεγάλη έκπληξη, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, στο δεύτερο μέρος του προγράμματος. Ζήσαμε ένα τρίωρο δυναμικό, σύγχρονο και άκρως ανεβαστικό. Καμία μελαγχολία δεν χωρούσε, ακόμα κι αν ελλόχευε στα τραγούδια. Για την περίσταση η ομάδα είχε διαλέξει τραγούδια απ’ τη ροκ πλευρά του Σαββόπουλου – κι όχι μόνο. Την τιμητική του είχε το «Ξενοδοχείο» του 1997, ένας δίσκος στον οποίο ο «Σάββο» συναντάει τους δικούς του αγαπημένους, τους διασκευάζει και τους δίνει ελληνική λαλιά. Εκεί το «Into my Arms» του Nick Cave έγινε η πολυτραγουδισμένη «Άδεια μου αγκαλιά», κι ο Wicked Messenger του Bob Dylan, εκείνος που «έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά»…
Ήταν τόσο γιορταστική η κατάσταση που ήδη απ’ τα πρώτα τραγούδια κάμποσοι καθήμενοι σηκώθηκαν για να φτάσουν κοντά στη σκηνή, καγκελάκι, ακόμα κι αν οι παρατηρήσεις εκ μέρους του Terravibe τους περιόριζαν. Στο «Ας κρατήσουν οι χοροί», πράγματι στήθηκε μπροστά στη σκηνή ένας μικρός χορός…κυκλωτικός, κι εκεί οι διοργανωτές ούτε καν προσπάθησαν να μας χωρίσουν.
Δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη επιτυχία για Έλληνα τραγουδοποιό, απ’ αυτή που γεύτηκε το Σάββατο ο Διονύσης Σαββόπουλος. Να σε τραγουδούν τρεις και τέσσερις γενιές, παιδάκια γεννημένα προ επταετίας να φωνάζουν «Συννεφούλα» (τραγούδι του 1966) παραγγελιά, ή άλλα στο λεωφορείο της επιστροφής να διασκευάζουν μόνα τους τον Καραγκιόζη που… «δεν έχει απόψε τι να φάει τι να φάει» κατά τον μικρό Πέτρο, ο οποίος προφανώς είχε πεθάνει της πείνας τρεις ώρες στα χορτάρια.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος όχι μόνο δεν είναι «γέρος για rock&roll», όπως λέει το υπέροχο τραγούδι του Ian Scott Anderson που έχει διασκευάσει, αλλά ένα «παιδάκι αιώνιο», το πιο ταλαντούχο της τάξης, ο μεγαλύτερος αντιρρησίας και ταυτοχρόνως εκείνος με την πιο ανοιχτή αγκαλιά στο διάλειμμα όταν χτυπήσεις το γόνατό σου.