Μπήκαμε στον μικρό παράδεισο του Φοίβου. Τον ξεθάψαμε κάτω από καθρέφτες, φώτα, βεστιάρια, μακιγιάζ, κάμερες, περούκες, ένα λούτρινο δεινοσαυράκι και πολλούς ανθρώπους-συνεργάτες που αγαπάει πολύ και είναι το μικρό μεγάλο του τσίρκο. Τον ανασύραμε ευτυχισμένο και ονειράτο. Αυτά είναι κάποια από τα τελευταία λόγια του προτού βγει στην υπέροχη σκηνή της Νέας Μάντρας.
Πού σε πετυχαίνουμε, Φοίβο;
Με πετυχαίνετε σε ένα αποκύημα της φαντασίας. Ξέρεις τι γίνεται; Τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής μας οι άνθρωποι μαζεύουμε στοιχεία από ό,τι ο καθένας θεωρεί σημαντικό στη ζωή, απ’ αυτό που θεωρεί καταφύγιο, τον μικρό προσωπικό παράδεισο. Άλλος το βρίσκει στον αθλητισμό, άλλος στην πολιτική, άλλος στην τέχνη, άλλος στην οικογένεια. Εγώ το έβρισκα σε αυτό που λέμε καλλιτεχνικά όνειρα. Από παιδάκι έβλεπα πάρα πολλές ταινίες και θεατρικά, άκουγα άπειρους δίσκους και φανταζόμουνα έναν κόσμο φτιαγμένο από τα υλικά τους. Πάντα δε, σε πάρα πολλά όνειρα, είτε εφιαλτικά είτε παραδεισένια, ζούσα σε καμαρίνια, σε θεατρικές σκηνές. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτό που φτιάχνουμε εδώ, «Τα νούμερα», είναι ο παράδεισος που θα ήθελα να πάω. Μία ομάδα τρελών που επί της ουσίας ζει σε μία θεατρική σκηνή. Όλοι οι έρωτες, οι τρέλες τους, οι συγκρούσεις τους, οι φοβίες τους εκτυλίσσονται μέσα σε αυτό το μικρόκοσμο, ο οποίος θυμίζει πάρα πολύ τον παράδεισό μου.
Πώς δεν ασχολήθηκες με το θέατρο τελικά; Ποια στοιχεία του παραδείσου αυτού βρήκες στην μουσική και πήγες προς τα κει;
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που αγαπούσα πάρα πολύ από παιδάκι ήταν το σινεμά. Παρακαλούσα τους γονείς μου να μου πάρουν μία κάμερα, αλλά δεν είχαμε λεφτά και φυσικά ήμασταν πολύ μακριά από την εποχή που ο καθένας έχει μία κάμερα στην τσέπη του. Μου πήραν λοιπόν μια κιθάρα για παρηγοριά – ήταν το πιο φτηνό πράγμα που θεωρούσαν ότι είναι παραπλήσιο στην τέχνη και μπορούσαν να μου αγοράσουν. Εγώ από το παράπονο δεν την άγγιξα για δυο τρία χρόνια. Σκούριαζε η κιθάρα. Έκανα κάτι μαθήματα, αλλά δε διάβαζα καν. Οι δάσκαλοί μου βαριόντουσαν που ερχόντουσαν στο σπίτι, στο ωδείο διαγραφόμουνα κάθε δύο μήνες. Απελπιστική κατάσταση. Και κάποια στιγμή στα δώδεκα που άρχισα να ακούω μουσική, ξεκίνησα να συνδυάζω τη μουσική με το storytelling, με την αφήγηση. Και με συγκινούσαν ιδιαίτερα τα τραγούδια που θεωρούσα ότι ήταν κάπως σαν θεατρικοί μονόλογοι, σαν δραματική ποίηση, τα τραγούδια του Σαββόπουλου, των Κατσιμιχαίων, του Ντίλαν, των Beatles, του Κοέν. Αυτά ήταν τα ακούσματά μου. Άκουγα φυσικά και Duran Duran, αυτά δηλαδή που ακουγόντουσαν τότε παντού. Την έστηνα και το Σάββατο έξω από τα δισκάδικα για να πάρω τους δίσκους που μας έλεγε ο Γιάννης Πετρίδης στο ραδιόφωνο. Αλλά η δραματική ποίηση που γίνεται μουσική είναι αυτό που με ενδιέφερε πιο πολύ απ’ όλα. Έδωσα στο Εθνικό στα δεκαοχτώ μου και απέτυχα, παντρεύτηκα ηθοποιό, έγραφα μουσική για παραστάσεις, έκανα την Ταράτσα που ήταν ένα σύνθετο θεατρικό θέαμα. Όλη αυτή η λατρεία και για το σινεμά και για το θέατρο έγινε τελικά «Τα νούμερα». Στα οποία μπαίνω με το όχημα του μουσικού, αλλά γίνομαι επιτέλους και ηθοποιός.
Άρα «Τα νούμερα» καταλαβαίνω ότι είναι μία φαντασίωση χρόνων η οποία τελικά υλοποιείται. Πρακτικά, τώρα που συμβαίνει όλο αυτό και το ζεις, τι καταλαβαίνεις; Πώς νιώθεις;
Κατ’ αρχάς, δηλώνω ευτυχισμένος. Και το γεγονός ότι το πιο «αδύναμο» επεισόδιο, το οποίο είναι πάντα ο «πιλότος», έγινε δεκτό με τόση αγάπη μάς συγκίνησε όλους πάρα πολύ. Έχω να πω ότι είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος με αυτό που έχουμε φτιάξει και πάρα πολύ χαρούμενος. Χωρίς να ξέρω τι αποτύπωμα ακριβώς θα αφήσει αυτός ο μικρόκοσμος που χτίσαμε, θεωρώ, αν μη τι άλλο, ότι θα περάσουμε έναν χειμώνα μαζί. Και επειδή αυτός ο χειμώνας προβλέπεται πολύ τσουχτερός, με κάθε δυνατή έννοια, αισθάνομαι τουλάχιστον τη ζεστασιά ότι φτιάξαμε μία ομάδα ανθρώπων που ταιριάζουμε και θα τα περάσουμε όλα παρέα.
Τι είναι αυτό που άρεσε τόσο πολύ στον κόσμο ήδη από το πρώτο επεισόδιο; Το έχεις σκεφτεί;
Νομίζω το γεγονός ότι είμαστε όλοι αντιήρωες. Πρόσωπα, δηλαδή, που η κρίση έχει περάσει από πάνω τους σαν οδοστρωτήρας, όπως και απ’ όλους τους ανθρώπους. Αυτό το πράγμα δε θελήσαμε να το απωθήσουμε, ούτε μέσω μιας νοσταλγίας ούτε με το να κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο κάθε ήρωας, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, είναι αποτυχημένος, εκτός από έναν που είναι ο Mr. perfect, αλλά κι αυτός σιγά σιγά θα φανερώσει το βάθος του. Ακόμα και ο Τζόναθαν (Μιχάλης Σαράντης) που είναι το σκληρό αφεντικό, ένα τραυματισμένο παιδί είναι τελικά. Νομίζω το ότι ο κόσμος βλέπει μερικούς τρομερά αλλοπρόσαλλους ανθρώπους μαζεμένους, που ο ένας είναι πιο αποτυχημένος από τον άλλο, αλλά κρύβουν μέσα τους αγάπη και χαρά για την τέχνη και μαζεύονται και φτιάχνουν το δικό τους τρελό θέαμα, είναι αυτό που αρέσει. Όπως επίσης το γεγονός ότι όλοι μας, κατά κάποιον τρόπο, είμαστε ψιλοπρωτάρηδες στην τηλεόραση. Είμαστε δηλαδή πρόσωπα που δεν έχουμε «καεί» τηλεοπτικά και αυτό πάντα αρέσει. Και κάτι ακόμη που είναι γοητευτικό είναι ότι από το δεύτερο επεισόδιο και μετά εμφανίζονται και πολλοί γνωστοί τραγουδιστές οι οποίοι υποδύονται ρόλους και μάλιστα κατατσαλαπατούν την εικόνα τους, κάτι που για τα δεδομένα της Ελλάδας είναι πρωτόγνωρο και δύσκολο.
Ποιο είναι το αγαπημένο νούμερο της ζωής σου;
Είναι δύο. Η Βάσω και η Ιόλη. Όχι μόνο επειδή είναι οικογένεια, αλλά γιατί είναι άτομα πολύ ταιριαστά. Είναι τρελές και οι δύο και είμαι κι εγώ τρελός, με τον τρόπο μας ο καθένας. Δεν είμαστε άνθρωποι που ικανοποιούνται από την κανονικότητα και αυτό είναι πολύ ωραίο να το έχεις.
Ο Φοίβος της σειράς είναι ένας άνθρωπος που έχει ένα όνειρο. Υπάρχουν πολλοί τέτοιο άνθρωποι εκεί έξω. Χωρίς λεφτά τι γίνεται με τα όνειρα;
Όλος ο κόσμος που ζει γύρω μας είναι αναγκασμένος να προσαρμοστεί σε ένα σάπιο πια μοντέλο. Σε ένα οικονομικό μοντέλο, το καπιταλιστικό, που όχι μόνο δεν έχει πλέον αντίπαλο πουθενά στον κόσμο, αλλά σαπίζει και γίνεται όλο και πιο παράλογο χρόνο με το χρόνο. Σκέψου ότι είναι πια επάγγελμα το να κάνει κανείς unpacking και unboxing ένα προϊόν… Με τόσο ελάχιστη σχέση με την παραγωγή και τη δημιουργία, αναρωτιέσαι πού θα πάει όλο αυτό. Και ταυτόχρονα, όλοι οι άνθρωποι διψούν για μία παραγωγική ζωή, με δράση και ενδιαφέρον. Δεν πιστεύω ότι τα πράγματα που έκαναν τους ανθρώπους ευτυχείς και παραγωγικούς έχουν εκλείψει, απλώς το χρήμα και ο τρόπος που κινείται μας απομακρύνει συνεχώς από αυτές τις διεξόδους. Και ήταν και μία ιδέα αυτή πίσω από «Τα νούμερα», γιατί ο Τζόναθαν είναι αυτό, είναι το παράλογο χρήμα και ο ήρωας που κινεί κάθε επεισόδιο επί της ουσίας. Ο χαρακτήρας που από μία διαστροφή της ζωής έχει φτάσει σε σημείο να τον απασχολούν «Τα νούμερα» ως κάτι μεταφυσικό. Εμείς σε αυτό, αντιπαραθέτουμε το πόσο νούμερα είμαστε οι ίδιοι, και τον τρελαίνουμε. Το πόσο ατελείς, το πόσο ακανόνιστοι είμαστε, αυτό είναι που αποδιοργανώνει το κάθε ολοκληρωτικό σχέδιο, όχι μόνο το καπιταλιστικό. Αυτό, λοιπόν, είναι μία δική μου πρόταση επανάστασης.
Τι μουσική ακούς αυτό το διάστημα;
Ακούω μουσική του 1994 (γέλια). Είμαι λίγο ψυχαναγκαστικός τύπος. Μ’ αρέσει τρομερά να ακούω μουσικές ανά χρονιά. Το ίδιο κάνω και με τις ταινίες. Και εδώ και δύο μήνες είμαι στο ’94. Ακούω τώρα Τζεφ Μπάκλεϊ, OASIS, Στέρεο Νόβα, τέτοια πράγματα.
Γενικά πώς βλέπεις να εξελίσσεται η μουσική; Επειδή υπάρχει πολύ παρελθοντολαγνεία και ειδικότερα οι μεγαλύτεροι λένε ότι δε θα ξαναζήσουμε δόξες, όπως για παράδειγμα τις μεγάλες μπάντες των ’60s και των 70s. Εσύ θεωρείς ότι γίνονται αντίστοιχα μεγάλα πράγματα και σήμερα;
Σίγουρα γίνονται, απλά θα ανακαλυφθούνε με πολύ διαφορετικό τρόπο. Πάντως όποτε κάθομαι και ψάχνω νέες κυκλοφορίες πάντα βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Τώρα για παράδειγμα άκουγα το δίσκο του Λόλεκ, ο οποίος είναι εξαιρετικός. Δεν μπορεί να σταματήσει αυτό. Νομίζω πολύ απλά ότι το ʼ60 και το ʼ70 έγινε αυτό που είπα και πριν, ο κόσμος εμπιστεύτηκε για πρώτη φορά τον αντιήρωα. Οι Βeatles, ρε παιδί μου, δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τους crooners ούτε οι Stones. Ούτε οι ηθοποιοί στις ταινίες. Οι σταρ τότε ήτανε ο Ρίνγκο Σταρ, ο Θανάσης Βέγγος και ο Ζαν Πολ Μπελμοντό. Αντιηρωικές μορφές που δε βγαίνανε ακριβώς από το σταρ σίστεμ, αλλά από μία διαφορετική κατάσταση. Πιστεύω ότι θα τα ξανακαταφέρουμε σε αυτό το επίπεδο. Απλά νιώθω ότι οι άνθρωποι που λειτουργούνε έτσι σήμερα, κινούνται σε πάρα πολύ υπόγειες διαδρομές.
Τώρα που έχει περάσει κάποιος καιρός από το δίσκο, το ΑΝΙΜΕ, τον ακούς αλλιώς;
Τον ακούω πιο ξέγνοιαστα. Μέχρι και τον πρώτο μήνα κυκλοφορίας του ήμουνα πολύ συναισθηματικά φορτισμένος. Τη μία μέρα αισθανόμουνα ότι δεν τον έχω κάνει καθόλου καλά, την άλλη ήμουνα πολύ συγκινημένος, την επόμενη αυτοαπαξιωτικός, μετά πολύ αμυντικός αν κάποιος μου έλεγε κάτι που δεν του άρεσε. Πέρασα απ’ όλα. Τώρα έχω ηρεμήσει γιατί πήρε την αγάπη που ήθελε. Η βραδιά της παρουσίασης στην Τεχνόπολη ήταν πολύ συγκινητική βραδιά για μένα.
Μιας και ανέφερες τη συναυλία στην Τεχνόπολη, πώς λειτούργησε ο δίσκος στο live;
Πολύ συγκινητικά. Ένα σώμα μια ψυχή. Υπήρχε ησυχία και άκουγες τους στίχους από πολύ βάθος, ακόμα και στα πιο δύσκολα τραγούδια. Σιωπή στην «Ελένη Τοπαλούδη», χοροπηδούσαμε στην «Ορχιδέα». Ήταν σαν να το είχαμε χορογραφήσει όλοι μαζί, σαν η ενορχήστρωση να μην απασχολούσε μόνο τα δώδεκα άτομα επί σκηνής, αλλά τα 5.500 άτομα που ήμασταν στο χώρο.
Στο ΑΝΙΜΕ υπάρχουν τραγούδια που έχουν γραφτεί παλιότερα ή είναι όλα μιας συγκεκριμένης περιόδου;
Είναι μιας συγκεκριμένης περιόδου. Το πρώτο ήτανε το καλοκαίρι του ʼ18, το «Μόνο ψέματα», και μετά ξεκίνησα και έγραφα. Κάποια δεν τα κράτησα, μου φαινόταν ότι δεν ταιριάζουν στο κλίμα του δίσκου. Κάποια θα τα βάλω στα «νούμερα», κάποια σε επόμενο δίσκο. Κάτι που με βοήθησε πολύ σε αυτόν το δίσκο αυτό ήταν ότι έκανα και άλλα πράγματα παράλληλα, μουσικές για το θέατρο για παράδειγμα. Οπότε, επειδή ήμουν συνέχεια κοντά στη σύνθεση, όταν με έπιανε ένα βαθύ υπαρξιακό, άφηνα τα του θεάτρου και αφού ήμουνα πάνω στην κιθάρα έγραφα και κάτι δικό μου. Ενώ παλιά, που έγραφα μόνο δίσκους, ήμουνα συνεχώς στο κυνήγι του επόμενου τραγουδιού και αυτό εμπόδιζε εν τέλει το τραγούδι να βγει. Τώρα ερχόταν όταν ήθελε εκείνο.
Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος των οχτώ δίσκων σου;
Αυτό άρχισα να το σκέφτομαι προγραμματικά από τον δεύτερο ή τον τρίτο δίσκο. Επειδή είχα την τύχη να κάνω τον πρώτο μου δίσκο στα δεκάξι, σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς τη ζωή ενός άντρα ανά δεκαετία. Δηλαδή, είσαι 20, βγάζεις το «Η ζωή μόνο έτσι είν’ ωραία», είσαι 25 βγάζεις το «Χάλια», 30 βγάζεις τον «Καθρέφτη» και πάει λέγοντας. Όλα είναι το πορτραίτο ενός άντρα σε μία συγκεκριμένη εποχή, με τις αλλαγές του, την ωρίμανσή του, τον τρόπο που γνωρίζει σιγά σιγά τα πράγματα. Και φτάνουμε στο ΑΝΙΜΕ που είναι ο δίσκος
του 45άρη.
Το πόσο ατελείς, το πόσο ακανόνιστοι είμαστε, αυτό είναι που αποδιοργανώνει το κάθε ολοκληρωτικό σχέδιο. Αυτό, λοιπόν, είναι μία δική μου πρόταση επανάστασης.
Ποιος είναι αυτός ο 45άρης λοιπόν;
Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να πει πλέον ψέματα για τίποτα –και έχει ενδιαφέρον που ο δίσκος ξεκινάει με το «Μόνο ψέματα», που είναι ένα κομμάτι που μάλλον λέει πολλή αλήθεια–, που μάλλον είναι ένα κοινωνικά συνειδητοποιημένο πρόσωπο, δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια του στο τι συμβαίνει γύρω του, έχει σχέση πια με τα παιδιά. Το «Κάποια παιδάκια» για παράδειγμα δε θα μπορούσα να το γράψω πέντε χρόνια πριν, ούτε την «Ελένη Τοπαλούδη». Είναι πράγματά που τα φέρνει η ωρίμανση μέσα στην κοινωνική συνθήκη, μέσα από τους ανθρώπους που αγαπάς και έχοντας κάνει ένα σωρό κακά, ηλίθια ή ωραία πράγματα στη ζωή. Έρχεται στα 45 μία συνειδητοποίηση.
Τώρα ήρθε η στιγμή να ρωτήσουμε εμείς εσένα «Αυτόν που περνάει, αυτόν που περνάει, αυτόν να ρωτήσουμε να δούμε πού πάει». Και το σκέφτηκα αυτό όταν είδα τα κυλιόμενα μπάνερ να περνάνε με το πρόσωπό σου στις στάσεις των λεωφορείων. Πώς νιώθεις με αυτό;
Δε με απασχολεί, ούτε καν το παρατηρώ. Εγώ έχω συνείδηση του εαυτού μου ως κάποιου που γράφει και που αυτά που γράφει απλά υλοποιούνται. Γράφω έναν δίσκο, βγαίνει ένας δίσκος. Αν αυτός ο δίσκος διαφημιστεί σε ένα μπάνερ ή κάπου αλλού, δε με αφορά. Η δουλειά μου τελειώνει τη στιγμή που παραδίδω το υλικό. Το ίδιο συμβαίνει και με «Τα νούμερα». Απλά επειδή σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για μία δουλειά που θα φτάσει σε εκατομμύρια τηλεοπτικούς δέκτες, και η διαφήμιση αναπόφευκτα θα πάρει πιο μαζική διάσταση.
Έχεις εντοπίσει πότε έγινε το μεγάλο «μπαμ» με σένα;
Πολύ αργά και ομαλά έγινε. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι μου από άλλο αμάξι ή από άλλο σπίτι, τη «Μπόσα νόβα του Ησαΐα», το 1995. Μετά με το «Χάλια» και το «Θέλω να σε ξεπεράσω» είδα τις πρώτες πολύ γεμάτες συναυλίες μου. Με τον «Καθρέφτη» πήραμε τον Ζυγό, στην Πλάκα, για μισή σεζόν και τον γεμίζαμε τρεις φορές την εβδομάδα. Αργότερα η Ταράτσα που ήταν μία καινούρια κατάκτηση, το να μπορώ να φτιάξω μία δική μου πρόταση για καλοκαιρινό θέαμα και πήγαινε πολύ καλά. Πάντα όμως σιγά σιγά και ομαλά και πάντα με αφορμή τα έργα μου. Η υπόλοιπη ζωή μου, πέρα από τον τρόπο που αποτυπώνεται στα τραγούδια μου, δεν απασχόλησε ποτέ κανέναν.
Μπορούμε να πούμε ότι η Ταράτσα ήταν με κάποιο τρόπο ο προάγγελος των «Νούμερων»;
Νομίζω ότι ο πρώτος προάγγελος ήταν «Ο μπάσταρδος γιος», το τραγούδι που ουσιαστικά προαναγγέλλει όλα αυτά και με κάποιον τρόπο οριοθετεί και γεωγραφεί τα δύο μου αυτά όνειρα, την «Ταράτσα» και «Τα νούμερα». Γι’ αυτό και το πρώτο επεισόδιο τελειώνει με αυτό το τραγούδι.
Ζούμε σε μία εποχή όπου η πολιτική ορθότητα εισβάλει στα ζητήματα της τέχνης; Συμφωνείς με αυτή την εκ των προτέρων δημιουργία κανόνων;
Όχι, δε γίνεται να συμφωνώ με αυτό. Συμφωνώ με τη δημιουργία κανόνων στα εργασιακά και στα όρια ανάμεσα στον σκηνοθέτη και στους ηθοποιούς του, για παράδειγμα. Αυτά ναι. Υπήρχαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες που εκμεταλλεύονταν την καλλιτεχνική αμφισημία για να καταστρέψουν ψυχές και να βγάλουν τα εξουσιαστικά τους κόμπλεξ. Αυτό είναι άλλη ιστορία όμως. Κάθε έργο είναι όμορφο επειδή ακριβώς είναι διαφορετικό. Άμα βάλεις κανόνες στο πώς πρέπει να είναι οι γυναίκες, για παράδειγμα, είναι φρικτό, δεν αφήνεις εν τέλει ούτε τη σεξουαλικότητα να ανθίσει, ούτε την ομορφιά να ανθίσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα έργα τέχνης. Τι θα πεις; Ότι το ποσοστό που θα αναπαραστήσουμε τη βία, την ασχήμια ή την ομορφιά της ζωής μπορεί να είναι υπολογισμένο; Μπορεί να θεωρήσει δηλαδή ποτέ κανείς ρατσιστή τον Ταραντίνο επειδή χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «νίγκα» ή τον Φελίνι νταβατζή επειδή δείχνει τη ζωή της πόρνης στην μεταπολεμική Ιταλία; Αυτά είναι πολύ επικίνδυνα πράγματα.
Επειδή όμως τελευταία υπάρχουν πολλές τέτοιες φωνές, που στο όνομα της πολιτικής ορθότητας λογοκρίνουν μέχρι και τον Όμηρο, γιατί πιστεύεις ότι αυτή η εποχή το έχει φέρει αυτό;
Νομίζω ότι είναι η παράπλευρη απώλεια κάποιων καλών πραγμάτων που συμβαίνουν. Πράγματι, οι γυναίκες προσπαθούν εργασιακά πια να αναπτυχθούν ελεύθερες. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι και τη δεκαετία του ʼ80 η παλιά εικόνα του αφεντικού που είχε τη γραμματέα και της έπιανε και τον κώλο ήταν νομιμοποιημένη πλήρως. Όταν αλλάζει κάτι στη ζωή το να βλέπεις το παλιό και να λες «Α, πώς ζούσαν έτσι οι άνθρωποι!» είναι μία φυσική τάση του ανθρώπου. Είναι όμως άλλο αυτό από το να λες ότι επειδή δε ζούσαν όπως προσπαθούμε να ζούμε εμείς σήμερα απαγορεύουμε το παλιό έργο ή λογοκρίνουμε σημεία του.
Ο καλλιτέχνης παίζει με το μυαλό και τη φαντασία του κόσμου, και έχει ευθύνη για τον αν αυτό που παράγει είναι μία διαστρέβλωση της πραγματικότητας ή κάτι που σκλαβώνει τους ανθρώπους και δεν τους απελευθερώνει.
Τι πηγαίνει πολύ καλά στην Ελλάδα και τι πηγαίνει σκατά;
Ας ξεκινήσουμε από τα σκατά. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, για διάφορους λόγους, έχει επιστρέψει ένας πάρα πολύ δογματικός, φοβικός, νεοσυντηρητικός λόγος ο οποίος κυβερνά σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής και στον οποίο δεν αντιστέκεται επί της ουσίας κανείς στην εξουσία. Δηλαδή ενώ υποτίθεται ότι τόσο οι κυβερνώντες όσο και διάφοροι διανοούμενοι που τους υποστηρίζουν έχουν φιλελεύθερο πρόσωπο, στην πραγματικότητα πραγματοποιείται μία πάρα πολύ έντονη οπισθοχώρηση από τις αξίες του φιλελευθερισμού. Θεωρώ μάλιστα ότι η πιο επί της ουσίας φιλελεύθερη περίοδος της Ελλάδας ήταν το ʼ81-ʼ85. Οι άνθρωποι γινόντουσαν όλο και πιο ελεύθεροι στα ζητήματα της προσωπικής τους ζωής, της πολιτικής τους επιλογής. Υπήρξε ένα μεγάλο κύμα φιλελευθεροποίησης της ζωής. Ο κόσμος αναπτυσσόταν από το ʼ80 έως το ʼ90 με πολύ ευρεία αντίληψη του τι σημαίνει ζωή, και με όνειρα τα οποία φτάσανε μέχρι το 2010 σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Συγκροτήματα, παιδιά που έγραφαν, θεατρικές ομάδες κλπ.
Από το 2020 και μετά, όταν το σύστημα άρχισε να απειλείται από τη χρεοκοπία, αυτό που έβγαλε σαν εμετό από μέσα του ήτανε φοβικότητες, νέα λογοκρισία, νέος έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ακροδεξιά. Τα έκανε βέβαια θάλασσα και η Αριστερά στο ενδιάμεσο που δεν μπόρεσε να φέρει το καινούριο, το ριζοσπαστικό. Έκανε μισές δουλειές χωρίς πραγματικές συγκρούσεις. Δε γίνεται να συζητάμε ακόμα για τον γάμο των ομοφυλόφιλων για παράδειγμα, ούτε να συζητάμε για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται στην τηλεόραση, στα σχολεία, στις εφημερίδες. Αυτό πρέπει να το πολεμήσουμε πολύ ισχυρά σε όποια παράταξη κι αν βρισκόμαστε και ό,τι κι αν ψηφίζουμε. Πρέπει να υπερασπιστούμε τον προοδευτικό λόγο. Με τον τρόπο που τον υπερασπίστηκε στο παρελθόν τόσο η Αριστερά του 60, όσο και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Κάρολος Κουν και πάρα πολλοί άλλοι διανοούμενοι διαφόρων πλευρών. Όσον αφορά τα καλά· τα καλά είναι ότι πραγματικά υπάρχει υπογείως μια σειρά γενεών, αυτοί που είναι τώρα 30 και 50 χρονών, που σιγά σιγά και σταθερά, έστω μέσα από ποστ, μέσα από μικρές δημιουργικές πράξεις, αντιστέκεται και πρέπει να την αναδείξουμε.
Έχει ευθύνη ο καλλιτέχνης;
Φυσικά και έχει. Όπως κάθε άλλος εργαζόμενος και κάθε άλλος άνθρωπος. Ο καλλιτέχνης παίζει με το μυαλό και τη φαντασία του κόσμου και έχει ευθύνη για τον αν αυτό που παράγει είναι μία διαστρέβλωση της πραγματικότητας ή κάτι που σκλαβώνει τους ανθρώπους και δεν τους απελευθερώνει.
Διαχωρίζεις το έργο από τον καλλιτέχνη;
Μα φυσικά. Είναι σαν να λες ότι αυτή η καρέκλα είναι ίδια με αυτόν που την έφτιαξε. Έχω δει πάρα πολύ τραυματισμένους ανθρώπους, πικρόχολους, με κακίες, οι οποίοι ανεβαίνουν στη σκηνή και είναι υπέροχοι και αυτό που μας μεταδίδουν είναι δύναμη. Όπως και πολύ καλούς ανθρώπους που κάνουν το ίδιο. Αλλά δεν το απαιτώ, το απαιτώ ως φίλος, αλλά δε θα απαιτούσα να κάνω παρέα ντε και καλά με τον Λένον ή τον Νικ Κέιβ, γιατί αυτό που μου δίνουν μέσα από το έργο τους μου αρκεί για να ζω.
Πότε νιώθεις ότι ηττάσαι;
Νομίζω ότι οι μόνες ήττες που με απασχολούν είναι οι καλλιτεχνικές αποτυχίες. Αν κάτι που κάνω δε μου αρέσει μπορεί να μην είμαι καλά για κάνα μήνα. Δε θα πτοηθώ από μία εμπορική αποτυχία αν είμαι σίγουρος ότι αυτό που έκανα είναι πολύ καλό. Όσο για τις ήττες της ζωής κι αυτές δε με πτοούν διότι πιστεύω ότι αν ηττάσαι από κάποιον στη ζωή είτε στον ερωτικό είτε στον φιλικό τομέα, δεν άξιζε τελικά αυτός ο άνθρωπος, δεν ήταν για σένα. Και έχω την πίστη ότι υπάρχει ένα άλλος άνθρωπος που σ’ αγαπάει.
Έχεις νιώσει πολλές φορές αυτές τις καλλιτεχνικές αποτυχίες;
Σε ιδιωτικό επίπεδο. Ακόμη κι ένα τραγούδι που δε θα το βγάλω, τη στιγμή που θα το κάνω και δε θα μου αρέσει με στεναχωρεί. Και παραστάσεις προφανώς μου έχει συμβεί να μην είναι καλές.
Τι σημαίνει οικογένεια για σένα;
Κάτι ευρύτερο σίγουρα από το να συστεγάζεσαι σε ένα σπίτι και να πληρώνεις λογαριασμούς (γέλια). Για να καταλάβεις: Προχθές ήρθανε παιδιά από το κάστ, από την παραγωγή, φίλοι από παλιά και μαζί με τη Βάσω και την Ιόλη είδαμε όλοι μαζί το πρώτο επεισόδιο. Και επικρατούσε μία αναρχία, παραγγέλναμε, πίναμε, μιλούσαμε, γελούσαμε. Αυτό είναι οικογένεια για μένα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι διαφορετικοί μεταξύ τους. Που καταφέρνεις να κάνεις το παιδί και τη σύντροφό σου μέρος ενός ωραίου τσίρκου και ταυτόχρονα αυτό το τσίρκο να το κάνεις οικογένεια.
Μεγαλώνοντας τι διαπιστώνεις ότι αλλάζει;
Η ευλυγισία μου (γέλια). Γιατί κάποια στιγμή, ξαφνικά, ένα από τα καλοκαίρια της Ταράτσας αισθάνθηκα ότι ωχ, περπατάω πιο αργά πλέον απ’ ότι πριν. Κι εκεί ανησύχησα. Οπότε κάνω διάφορες ασιατικές γυμναστικές για να μπορώ να κινούμαι και να χοροπηδάω. Ξεκίνησα από πέρυσι με μία δασκάλα που με βάζει και τραβάω διάφορα.
Δίνεις χρόνο στον εαυτό σου να κοιτάει το ταβάνι; Για αυτή τη δημιουργική ενασχόληση με το τίποτα.
Δυστυχώς όχι. Θέλω αμέσως να σηκωθώ ν’ ακούσω ένα δίσκο, να δω μια ταινία. Δίνω πολύ χρόνο όμως στον εαυτό μου για τέτοια πράγματα. Να γίνω δέκτης ενός ωραίου βιβλίου ή μίας ωραίας ταινίας. Όμως δεν μπορώ να κάτσω.
Τι θυμάσαι από την παιδική σου ηλικία;
Θυμάμαι το φωταγωγό μας. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται είναι ότι άνοιγα την πόρτα και έβλεπα ψηλά και μύριζε χώμα, τσιμέντο, έντομα και υγρασία και αισθανόμουνα ότι υπήρχε καλυμμένη φύση κάτω από τα σπίτια μας.
Αγαπημένο σημείο μέσα στην πόλη.
Μου αρέσουν πάρα πολύ τα στενά της πόλης. Δεν μου αρέσουν τόσο οι κεντρικοί, αλλά ούτε και οι γραφικοί δρόμοι που κάνουν βόλτες οι τουρίστες. Εκεί, πίσω από τη Διδότου έχει κάποιους πανέμορφους μικρούς δρόμους. Και τελευταία ανακαλύπτω τον Πειραιά και όλα τα πέριξ του. Είναι καταπληκτικό μέρος και είναι η ψυχή μας. Υπάρχει κάτι ακατανίκητο στον Πειραιά. Νιώθεις πολλές φορές ότι είσαι στη δεκαετία του ʼ60. Ένα πράγμα που κάνει ακόμη πιο ανίερη τη δολοφονία του Φύσσα είναι ότι συντελέστηκε εκεί και οι άνθρωποι γύρω του, η Μάγδα, ο πατέρας του, η αδερφή του, είναι η ψυχή μας. Ένας διεστραμμένος εγκέφαλος χτύπησε στην καρδιά μας.