Το έργο του Ιταλού συγγραφέα Πιέρο Κιάρα (Piero Chiara) σε διασκευή του Marco Filatori με τίτλο “Ελάτε να πιούμε έναν καφέ” σκηνοθετεί στο Μικρό Κεραμεικό ο Νίκος Καρδώνης.
Το έργο αποτελεί διασκευή της νουβέλας “La Spartizione” που δημοσιεύθηκε το 1964. Το 1970-71 έγινε επιτυχημένη ταινία με πρωταγωνιστή τον Ugo Tognazzi. Σε μία μικρή πόλη της Ιταλίας την εποχή του Μουσολίνι, παρακολουθούμε την ιστορία τριών αδελφών, οι οποίες παραμένουν ανύπαντρες και με αυστηρούς κανόνες ηθικής να διέπουν την καθημερινότητά τους. Με την ηλικία τους να μην αποτελεί πλέον φίλο και σύμμαχό τους έχουν αρχίσει να βουλιάζουν στην πιθανότητα του να παραμείνουν γεροτοκόρες και να μην απολαύσουν τις χαρές του έρωτα και της (πιθανής) αγάπης. Όλα αλλάζουν όμως όταν μετά από μια τυχαία συνάντηση μίας εκ των κυριών με το ληξίαρχο της πόλης, τον καλεί στο σπίτι τους για έναν καφέ. Η πρώτη αυτή συνάντηση οδηγεί σε μία σειρά επόμενων συναντήσεων με τελικό αποτέλεσμα το γάμο του με τη μεγαλύτερη από τις μοναχικές αδελφές. Η εμπλοκή του με την οικογένεια γίνεται έτι εντονότερη, καθώς σταδιακά συνάπτει ερωτικές σχέσεις και με τις τρεις γυναίκες ταυτόχρονα, καταλύοντας κάθε έννοια ηθικής και τάξης, όπως την αντιλαμβάνονταν στο μικροαστικό περιβάλλον που είχαν συνηθίσει. Στην εξίσωση των σχέσεων μεταξύ των χαρακτήρων και της πλήρους ηθικής τους κατάπτωσης και απαξίωσης μπαίνει κι ένας ιερωμένος στον οποίο προστρέχει η μία από τις αδελφές για μετάνοια. Η υποκρισία επικρατεί και συχνά οι λέξεις και οι κανόνες χάνουν το νόημα και την υπόστασή τους. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου καταφέρνει να είναι ακριβής και χυμώδης και να μη χάσει ούτε την αιχμηρότητα και την εξυπνάδα της ατάκας, αλλά ούτε και την ουσία των νοημάτων πίσω από τις κωμικές καταστάσεις που εκτυλίσσονται στη σκηνή.
Ο Νϊκος Καρδώνης καθοδηγεί σκηνοθετικά την όλη προσπάθεια, χρησιμοποιώντας ως όχημα τις κωμικές στιγμές του κειμένου και την εξαιρετική ικανότητα προσαρμογής σε αυτές των ηθοποιών του, ώστε να αναδείξει τη βαθύτερη προβληματική του έργου που παραμένει επίκαιρη ως τη σημερινή εποχή. Δημιουργεί χαρακτήρες που διαρκώς φλερτάρουν με την καρικατούρα, χωρίς όμως να καταφεύγουν στην εύκολη λύση των στερεοτύπων, αλλά δουλεύουν το λόγο ώστε να εναρμονίζεται με τις εκφράσεις των προσώπων και την κίνηση, ενώ είναι σχεδόν πάντα διάχυτη μια αίσθηση αυτοσαρκασμού που κάνει ακόμα αιχμηρότερο το χιούμορ του κειμένου. Καταδύεται στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και αναδεικνύει κυρίως τις αδυναμίες της και την εγωιστική της παράμετρο. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι εικόνες εναλλάσσονται με τρόπο ώστε να μην κουράζουν το θεατή, ενώ δε λείπουν οι σιωπές που είναι απαραίτητες και οι σκηνές αυτοκριτικής, οι οποίες λειτουργούν ως δικλείδα κατανόησης από το θεατή των μηνυμάτων του έργου. Οι αμήχανες στιγμές της παράστασης είναι ελάχιστες και εντοπίζονται κυρίως στο πρώτο ημίωρό της, όπου τα διαλείμματα “ενσυναίσθησης” είναι μικρότερα σε διάρκεια. Η χημεία των ηθοποιών στη σκηνή είναι τέτοια, που τους κάνει να φαίνονται γνήσιοι, αυθεντικοί, άμεσα αναγνωρίσιμοι και αποδεκτοί στο μέσο θεατή. Ο ανθρωποκεντρική πτυχή της παράστασης είναι πάντοτε παρούσα, χρωματίζοντας με μία παιγνιώδη διάθεση τις ανθρώπινες αδυναμίες και ήττες.
Η Μαίρη Σαουσοπούλου στο ρόλο της μεγαλύτερης αδελφής, πλάθει μια ηρωίδα βαλτωμένη στην ηλικιακή της αμηχανία, σχεδόν συμβιβασμένη με την προοπτική ότι θα παραμείνει γεροντοκόρη μέχρι το τέλος της ζωής της. Χαμένη στην καθημερινότητα των οικιακών εργασιών και στη μιζέρια της “μοναδικής” παρέας των αδελφών της, κάποιες φορές γίνεται στρυφνή και δύσκολη, αλλά δεν παραλείπει να αφήνει στο θεατή χαραμάδες της έμφυτης καλοσύνης της. Η Άννα Κουτσαφτίκη υποδύεται τη μεσαία αδελφή, που έχει αρχίσει να νιώθει την “απειλή” του χρόνου που περνά, αλλά διατηρεί ακόμη τη σπιρτάδα της κι ένα υπόγεια φλογερό ταμπεραμέντο. Άμεση, αεικίνητη, με καίριο και αιχμηρό χιούμορ, εκφράσεις που συχνά γίνονται ομιλητικότερες του λόγου, ξεδιπλώνει τη μεγάλη γκάμα εκφραστικών μέσων που διαθέτει και πλάθει έναν απαιτητικό γυναικείο τύπο, με ευμετάβολη ψυχολογία. Η Ντόρα Ζαχαροπούλου ερμηνεύει τη νεότερη από τις αδελφές, με τη δέουσα νεανικότητα και αυταρέσκεια της ηλικίας της, διεκδικώντας επί ίσοις όροις αυτό που θεωρεί ότι της ανήκει. Προσπαθεί να τιθασεύσει την πλεονάζουσα ενέργειά της, αλλά και να μη χάσει τίποτε από αυτά που μπορεί να κερδίσει. Οι τρεις αδελφές δημιουργούν τρεις διακριτούς τύπους γυναικών, με αρκετά κοινά σημεία αναφοράς, ώστε να πείθουν ως οικογένεια, αλλά με την καθεμία να διατηρεί την ιδιαιτερότητά της. Ο Δημήτρης Καλαντζής παίζει με πολύ πειστικό τρόπο τον δανδή, ευγενικό, αλλά κατά βάθος αριβίστα και συμφεροντολόγο ληξίαρχο. Έχει την αμεσότητα στην αντίληψη, ώστε να καταλάβει τις προοπτικές που του ανοίγονται με τη γνωριμία των τριών γυναικών, αλλά με την ίδια πειστικότητα πέφτει θύμα της απληστίας του και μεταμορφώνεται σε θύμα των πολλαπλών γυναικείων ορέξεων που προσπαθεί να ικανοποιήσει. Ο Χάρης Φλέουρας ως ιερέας ακροβατεί έντεχνα μεταξύ της ιδιότητάς του, αλλά και των επιθυμιών του για τα γυναικεία θέλγητρα, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά στη ροή του έργου τόσο το χιούμορ, όσο και την έμφυτη ροπή του ήρωά του προς την αδυναμία και, επακόλουθα, την υποκρισία. Η Ανούς Μπογοσιάν είναι η πληθωρική και σκανδαλιάρα υπηρέτρια, η οποία μπλέκεται διαρκώς στα πόδια των κυριών της, συμπληρώνοντας με χαριτωμένο (και συχνά αδέξια παιχνιδιάρικο) τρόπο τη γυναικεία παλέτα του πολύ καλού καστ. Ο Νάσος Φρίγγης ολοκληρώνει με την κιθάρα του το ερμηνευτικό σύνολο με συνέπεια και αξιοπρέπεια στο σύντομο ρόλο του. Ο Χάρης Μπότσης συνοδεύει ζωντανά με τη μουσική του τα τεκταινόμενα, δίνει ρυθμό και παλμό στο λόγο και αποτελεί ενεργό κύτταρο στη ροή της παράστασης, αλλά και βασική παράμετρο της χαρίεσσας ατμόσφαιρας που διατρέχει το όλο εγχείρημα.
Τα σκηνικά του Σταύρου Λίτινα εκμεταλλεύονται άριστα το διαθέσιμο χώρο στη σκηνή, είναι λειτουργικά και υπηρετούν πιστά τη σκηνοθετική προσέγγιση. Τα κοστούμια του ίδιου έδωσαν αφενός την αίσθηση της αυστηρής ηθικής, σύμφωνα με την οποία μεγάλωσαν οι τρεις γυναίκες και αφετέρου αποτύπωσαν εύστοχα μια ατμόσφαιρα Μεσοπολέμου, στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Τέλος, ο ίδιος επιμελήθηκε και την εξαιρετική κίνηση, η οποία έδεσε πολύ αρμονικά με το λόγο και τις παιγνιώδεις διακυμάνσεις του. Η μουσική του Χάρη Μπότση όπως προείπα αποτελεί ένα από τα βασικά (επιτυχημένα) συστατικά της παράστασης και συνεπικουρεί στην ανεβαστική διάθεση της όλης θεατρικής προσπάθειας. Τους στίχους των τραγουδιών έγραψε ο Βασίλης Ανδρέου. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Φυλακτοπούλου εστίασαν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Μικρού Κεραμεικού, είδα μια έξυπνα στημένη παράσταση που μέσα από το κωμικό της μομέντουμ, θίγει κάποια κοινωνικά και ηθικά ζητήματα, που παραμένουν επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας. Έχει γρήγορους ρυθμούς, ευφρόσυνη και παιγνιώδη διάθεση, ενσωματώνει τη μουσική στη ροή της και εκμεταλλεύεται σε πολύ σημαντικό βαθμό το επιτυχημένο καστ και τις μεγάλες του δυνατότητες, τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και σε ομαδικό. Από τις πολύ καλές θεατρικές δουλειές του φετινού χειμώνα.