Κείμενο: Μαρία Νεφέλη
Η Πατησίων Ζει μέσα σε αναμνήσεις που ξεπηδούν από το μυαλό σε ακανόνιστες χρονικές περιόδους και ξεκινούν τις περισσότερες φορές από εκεί που περάσαμε όμορφα.
Το υπόγειο της Σπετσών
Το υπόγειο της Σπετσών είχε γίνει εκδρομή του Σαββάτου. Η θεία, αδερφή της μάνας, δούλευε σ’ ένα βυρσοδεψείο στον Πειραιά. Το Σάββατο μετά τη δουλειά περνούσε από το πατρικό της πλάκας, έπινε τον καφέ της και μερικές φορές μ’ έπαιρνε μαζί της “εκδρομή” στο υπόγειο της Σπετσών. Χωλ, δυο μικρές κρεβατοκάμαρες, και ένα δωματιάκι μακρουλό σαν αποθήκη, μικρή κουζίνα – διάδρομος με πόρτα στο μπάνιο, τουαλέτα, νιπτήρας και μικρή μπανιέρα… Εδώ έχω ένα μικρό κενό μνήμης… Μπορεί και να μην είχε μπανιέρα. Το ένα μικρό δωμάτιο ένα διάστημα αγκομαχούσε από την συγκατοίκηση της αδερφής της θείας και μιας ηλεκτρικής πλεκτικής μηχανής. Αν κλείσω τα μάτια νομίζω ότι ακόμα έχω γύρω μου τα χνούδια που αιωρούνταν και μου έρχεται στη μνήμη η μυρουδιά του μαλλιού πού ξύνονταν όταν πήγαινε πέρα δώθε και πλεκόταν σε συνδυασμό με το λάδι στα γρανάζια και τα δοντάκια της μηχανής. Τα δημιουργήματα της μηχανής αυτής ήταν απαλά, χνουδωτά και σε παλ χρωματισμούς παιδικά μπλουζάκια. Μάλλον αυτή είναι η αιτία της μανίας μου για το πλέξιμο. Αυτό το υπογειόσπιτο της Σπετσών μου έχει αφήσει κι άλλα κουσούρια… Όταν λέμε υπόγειο εννοούμε τουλάχιστον ένα με δυο μέτρα κάτω από το πεζοδρόμιο. Το “καταπληκτικό” σε αυτό είναι η ύπαρξη παράθυρου. Κι αν έχω δει παπούτσια από αυτό το παράθυρο. Παιδικά χρωματιστά και μονόχρωμα, αγορίστικα και κοριτσίστικα, χαριτωμένα με σκούρα καλτσάκια ή λευκά σοσονάκια με δαντελίτσα φραμπαλέ στον αστράγαλο. Άλλα με ελαφρύ πάτημα και άλλα με σούρσιμο και τσακ το κλότσημα της πέτρας. Ανδρικά μαύρα σοβαρά με κορδόνια, καφέ κλασικά, άσπρα με μαύρη κάλτσα (μπρρρρρρ) και γυναικεία, πολλά πολλά γυναικεία. Είχα την εντύπωση ότι οι γυναίκες περπατάνε περισσότερο, επίσης ότι ήταν περισσότερες γιατί δεν μπορούσα να το εξηγήσω αλλιώς, με τόσες και τόσες που περνούσαν. Τσίκι τσίκι τα λεπτά ψηλοτάκουνα, και τόσο γρήγορο και κοντινό τσίκι τσίκι που αμέσως καταλάβαινες ότι η φούστα ήταν στενή και περιόριζε το βήμα. Υπήρχαν κάποιες φορές που άκουγες από την γωνία το γυναικείο λεπτό τακουνάκι να συνδιαλέγετε με το ανδρικό τετράγωνο τακούνι. Ο ήχος των βημάτων τους ήταν χαμηλός αργός αργός και ποιο έντονος όσο πλησίαζε στο παράθυρο και μετά σιγή δεν ακουγόταν τίποτα. Κοιτούσα κι έβλεπα τις μύτες των παπουτσιών πότε να φιλιούνται και πότε το ένα ζευγάρι παπουτσιών να είναι μπλεγμένο με το άλλο. Το ζευγαράκι είχε κάνει στάση για αγκαλίτσες και φιλάκια και τα παπούτσια τους ερωτοτροπούσαν κι αυτά. Τα τετράγωνα χαμηλά τακούνια είχαν άλλο ήχο πιο μπάσο και πιο σοβαρό, κάποτε σου προκαλούσαν μια ασφάλεια και πολλές φορές ένα φόβο και μια ανασφάλεια. Τα χοντρά ψηλά τακούνια είχαν ένα χτύπο σιγουριάς νταπ νταπ νόμιζες ότι χτυπούσε και η καμπάνα του παντελονιού που φορούσε ο άνθρωπος… Τόσα χρόνια που πηγαινοερχόμουν σε αυτό το υπόγειο έχω δει πολλές τάσεις της μόδας ν’ αλλάζουν στα παπούτσια και στα ρούχα. Νομίζω πάντως ότι από εκεί μου έμεινε η τρέλα και το πάθος για τα παπούτσια. Επίσης να πω ότι εγώ αλλά και άλλοι πολλοί που έμεναν σε τέτοια υπόγεια έχω δει και έχουν δει πολλά βρακάκια γιατί κάποτε ήταν στη μόδα τα μίνι αλλά και τα super μίνι. Συνέβαινε και κάτι άλλο που ακόμα δεν ξέρω να το εξηγήσω. Σε όλα αυτά παράθυρα υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα με τα ζωάκια. Είτε είχαν αφεντικά είτε ήταν αδέσποτα η γωνία του παραθύρου που εξείχε στο πεζοδρόμιο λειτουργούσε ως κατουρομαγνήτης. Οι μεγάλοι τσακωμοί. Άνοιγμα παραθύρου, φωνή όπως “Δεν μπορείς κυρά μου να τραβήξεις το σκύλο σου που κατουράει τα παράθυρα, άνθρωποι είμαστε και εμείς οι από κάτω” (από κάτι τέτοια πρέπει να έκλεψε ο Βέγγος σκηνή για ταινία)… Η απάντηση ήταν του στυλ “Ε τι να κάνω κι εγώ, επίτηδες το έκανε το σκυλάκι, αφού δεν καταλαβαίνει” και μετά ανταπάντηση και ξανά ανταπάντηση και σκοινί κορδέλα ο τσακωμός. Δεν ξέρω γιατί τα ζωντανά ανακουφιζόντουσαν στο παράθυρο, αλλά το μόνο που ίσως μπορώ να εξηγήσω είναι γιατί η θεία μου έχει ένα άσχημο απωθημένο με τα σκυλιά.
Οι ταράτσες
Δεν είμαι σίγουρη αλλά οι δρόμοι γύρω από την Πατησίων σε σχέση με την υπόλοιπη Αθήνα είχαν πολλές και πυκνές πολυκατοικίες. Οι πολυκατοικίες αυτές είχαν μια κύρια είσοδο και από την πίσω πλευρά είχαν σιδερένια στριφογυριστή σκάλα για την ταράτσα. Οι ταράτσες της Πατησίων και της Κυψέλης ήταν το κάτι άλλο. Είχαν καβάτζα καρέκλες, πολλά σχοινιά από την μια πλευρά ως την άλλη, και εκεί γίνονταν συνάντηση υπηρετριών και κυριών για το άπλωμα της μπουγάδας και του κουτσομπολιού. Είχαν ήλιο και θέα μέχρι την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό και αν είχες τρελά κέφια έπινες ένα καφέ στο “garden on the roof”, αρκεί να μην είχες ξεχάσει κάτι να φέρεις από το διαμέρισμα, γιατί τότε άντε να κατέβεις και να ξανανέβεις την στριφογυριστή σκάλα και ταυτόχρονα θα στέγνωνες το τυλιγμένο μαλλί με τα ρόλεϊ.
Το τρένο
Το τρένο, τότε ήταν στη ζωή μας ΤΟ ΤΡΕΝΟ. Φάνταζε γρήγορο φίδι κάτω από τους δρόμους! Όταν μπαίνει στο σταθμό της Βικτώριας σπρώχνει με φόρα τον πνιγηρό αέρα του υπόγειου σταθμού της Ομόνοιας αν έρχεται από εκεί ή τον δροσερό και φρέσκο αν έρχεται από τον σταθμό Αττικής. Ο αγαπημένος σταθμός Βικτώρια από τότε αλλά και μέχρι τώρα είναι με το μπλε πλακάκι και τα πράσινα σιδερένια κάγκελα της σκάλας. Και σήμερα και τότε είχε αυτή τη μυρουδιά του λαδιού από την τριβή στις ράγες και αυτή τη σκούρα βρωμιά γύρω γύρω στα σοβατεπιά του τοίχου, που αν και ένα θέμα με τη βρώμα το έχω, αυτή φαίνεται σαν μια απόχρωση που σου δίνει μια αίσθηση χρωματικής και σχεδιαστικής επέμβασης. Έχω την εντύπωση ότι σε κανένα άλλο σταθμό δεν υπάρχει τόσο όμορφο εκδοτήριο εισιτηρίων. Ξύλινο, σκούρο πράσινο με τζαμάκια, ατμοσφαιρικό και παλαιϊκό, με γούστο και καλλιτεχνία. Μπορώ να υποθέσω ότι την εποχή της κατασκευής του, ένας διακοσμητής, κατεβαίνοντας από τα δικαστήρια, πέρασε μέσα από το Πεδίον του Άρεως, έκοψε ένα λουλούδι το μύρισε και το έβαλε στο πέτο του, έκανε βόλτα στην Πατησίων, έστριψε στη Χέυδεν με κατεύθυνση προς την πλατεία Βικτωρίας, ήπιε ένα καφέ και μετά κατέβηκε στην αποβάθρα. Κάθισε σε ένα σκαμνάκι στη μέση του σταθμού με χαρτί και μολύβι στα γόνατα, παρατήρησε προσεχτικά και σφαιρικά το χώρο και σχεδίασε την κατασκευή των εκδοτηρίων έτσι ώστε όταν τα βλέπουμε να είναι σαν ένα πίνακας κατατεθέν για πολλές γενιές.
Το Πεδίον του Άρεως, το ραδιοφωνάκι και το παράπονο
Ο δρόμος της Πατησίων φάνταζε τεράστιος και τόσο ζεστά φωτεινός, που αυτό το κιτρινομπέζ των λαμπών στους στύλους έδινε ακόμα και μέσα στο χειμώνα μια καλοκαιρινή αίσθηση. Οι πολύχρωμες βιτρίνες φορτωμένες ότι μπορείς να φανταστείς σε ακριβές τιμές, απευθυνόταν στο πλούσιο αγοραστικό κοινό της περιοχής. Η διαδρομή μέσα από το πάρκο καταπράσινη αλλά κουραστική, ήμουν μικρή δημοτικού παιδί. Οι εκθέσεις λουλουδιών που διοργανώνονταν εκεί ήταν μεγάλες, πολύχρωμες, αρωματικές και όμορφες στα παιδικά μου μάτια. Μερικές φορές, κάποιοι επιδειξίες μας έδειχναν την πραμάτεια τους και επειδή δεν ήξερα και πολλά, έβαζα τα γέλια με την αναστάτωση των γυναικών.
Οι νεώτεροι σίγουρα δεν το ξέρουν και οι παλιότεροι σίγουρα το θυμούνται ότι τα παλιά φορητά ραδιόφωνα δεν είχαν κουμπιά touch αλλά αυτά τα ανάγλυφα στρογγυλά. Επίσης για να λαμβάνουν σήμα είχαν επεκτεινόμενη κεραία. Αυτά τα κουμπιά ήταν “φορεμένα” πάνω σε κάθετα σιδεράκια και όταν τα γυρνούσες άνοιγε ή έκλεινε, άνοιγες ή έκλεινες τον ήχο, άλλαζες σταθμό και μέχρι εκεί, άλλες λειτουργίες δεν είχε. Γιατί τα λέω αυτά; Κυριακάτικη βόλτα και φαγητό στο υπόγειο της Σπετσών, και επιστροφή μέσα από το Πεδίο του Άρεως για το τρένο. Το ραδιοφωνάκι μαζί για να μας παίζει μουσική, είχε και συννεφιά θυμάμαι, κούνα κούνα το ραδιοφωνάκι και λα λα λα… Εκτός από το στράβωμα της κεραίας πάει το ένα κουμπάκι, το χάσαμε. Όλο το δρόμο τον κάναμε πάνω κάτω αρκετές φορές, αλλά το κουμπάκι δεν βρέθηκε. Πιστεύω ότι ακόμα κάπου εκεί στο Πεδίον του Άρεως θα είναι, δίπλα ή και ανάμεσα σε κάποια ρίζα από δέντρο είναι χωμένο. Ευτυχώς εμείς τα παιδιά δεν φάγαμε ξύλο για την απώλεια… Ο ήχος πια στο ραδιοφωνάκι αυξομειωνόταν με ένα κατσαβίδι.
Αυτό που δεν κατάφερα εκείνη την εποχή και μου έχει μείνει μεγάλο απωθημένο είναι το Green Park. Από έξω έχω ακούσει πολλές φορές τον Οικονομίδη και πολλούς άλλους τις εποχής να τραγουδούν και να λένε αστεία αλλά από την μέσα πλευρά καθισμένη σε μια καρέκλα, να κουνάω τα ποδαράκια, με την πορτοκαλάδα στο χέρι και γαλακτομπούρεκο στο πιατάκι ποτέ δεν με πήγανε.
Έχω όμως μια καταπληκτική φωτογραφία μέσα στο εκκλησάκι στο Πεδίον του Άρεως, νομίζω είναι ο Άγιος Χαράλαμπος, από ένα γάμο. Πιτσιρίκα ήμουν έντεκα, δώδεκα χρονών, αλλά στη φωτογραφία φαίνομαι εκπάγλου καλλονής μεγαλοκοπέλα δίπλα στη νύφη και το γαμπρό με την μπομπονιέρα στο χέρι.
Cinεμπειρίες
Γυμνασιοκόριτσο αργότερα είχα την πρώτη μου επαφή με το πορνό. Θεία, πρώτος ξάδερφος και εγώ είδαμε την Εμμανουέλα, ναι τη γνωστή Εμμανουέλα. Εκεί σ’ ένα σινεμαδάκι της Πατησίων. Η αλήθεια είναι ότι και εκείνοι δεν ήξεραν τι έργο ήταν, ούτε και το σινεμά ήταν τέτοιων προβολών… Στην επιστροφή τους άκουσα να λένε… Μα που το φέραμε το παιδί… Και εγώ σκεφτόμουν… Βρε τι συμβαίνει στο κόσμο… Αν κρίνω από την ερωτική μου ζωή… Μάλλον θετικά με ωφέλησε το σενάριο και η πρωταγωνίστρια.
Επίσης σ’ ένα άλλο κινηματογράφο κάπου στην Πατησίων είδα την ταινία “Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο”… Έφαγα ξύλο γερό και γοερό, όταν το έμαθαν οι γονείς μου… Το φακέλωμα των αριστερών τότε ήταν πολύ της μόδας, του φόβου και του τρόμου. Μετά την ταινία οι απορίες και τ’ αναπάντητα γιατί περί κουμμουνισμού, θάρρους, αυτοθυσίας κλπ ήταν πολλές. Μερικές έχουν απαντηθεί, κάποιες όχι.
Τα σχολικά τα χρόνια
Επαγγελματικό λύκειο Κατακουζηνού και η πρώτη μεγάλη αγάπη ο Σπύρος. Εγώ αγαπούσα, ο Σπύρος ούτε σημασία. Αυτό το νεοκλασικό κτήριο είχε μια μαρμάρινη εσωτερική σκάλα προς τα πάνω για τους ορόφους και προς τα κάτω σε μια περίεργη σκεπαστή αυλή με κολώνες και ένα μικρό ξέφωτο. Στα διαλείμματα ήταν να λυπάσαι όποιον ή όποια είχε γεμάτο πακέτο τσιγάρα γιατί η τράκα τελείωνε όταν άδειαζε το πακέτο ή όταν πια, απηυδισμένος σου πέταγε ένα δεν έχω. Ήταν η εποχή της ρόδας τσάντας και κοπάνας, η Πατησίων στα χάι της, τα μικρά καφενεδάκια για καφέ μετά το σχολείο γεμάτα ζευγαράκια και οι Κυψελιώτες γκόμενοι, έκαναν περατζάδα μαρσάροντας.
Επαγγελματικό λύκειο στο αδιέξοδο της Σκαραμαγκά απέναντι από τη Μετσόβου, τμήμα διοίκησης και οικονομίας, αίθουσα στον τελευταίο όροφο, 3ος νομίζω ήταν. Ξέρετε πολλά παιδιά να πηγαίνουν πολύ ποιο νωρίς για μάθημα; Εμείς ήμασταν. Αυτή η αίθουσα είχε ένα πολύ μεγάλο μπαλκόνι, οπότε εμείς πηγαίναμε νωρίς για καφέ και τσιγάρο πριν αρχίσει το μάθημα. Που στα κομμάτια με πέτυχε αυτή η καθηγήτρια να φιλιέμαι στο αδιέξοδο ποτέ δεν το κατάλαβα. Φάγαμε μια κατσάδα μέχρι πόνου και δακρύων, αλλά η ζωή είναι πάντα με τους ερωτευμένους και η εκδίκηση κυρίως πιάτο. Η εν λόγω καθηγήτρια ήρθε μια μέρα να μας κάνει μάθημα φορώντας ένα ωραιότατο μαντήλι στο λαιμό. Κάποια στιγμή σκασμένη να εξηγεί, έκανε το λάθος και το έβγαλε φανερώνοντας μια τεραστίων διαστάσεων πιπίλα και αυτό ήταν η αφορμή να τρώει για όλη την επόμενη χρονιά τέτοια μεγάλη καζούρα που ένα ψυχολογικό θα το έπαθε. Νομίζω από τότε και στο εξής όταν έκανε σεχ, το κεφάλι της και ο λαιμός της θα ήταν εντελώς αμέτοχα. Σε αυτό το λύκειο η πρώτη πραγματική αγάπη. Ντρούγκου ντρούγκου με την κιθάρα του στη χορωδία και εγώ από δίπλα με την φάλτσα φωνή να τραγουδάω για μια ματιά του. Παντρευτήκαμε και έχουμε δυο καταπληκτικά παιδιά. Είμαστε όλοι καλά και αγαπημένοι. Χωρισμένοι και αγαπημένοι… Τον πάντρεψα… Όχι δεν είμαι κουμπάρα του… Έχει και άλλο ένα παιδί.
Οι βόλτες
Φωκίωνος Νέγρη, βόλτες της άνοιξης, φουντωτά δέντρα, οι πιο παχυντικές μακαρονάδες με πικάντικη αραμπιάτα σπέσιαλ, καρμπονάρα με μακαρόνια να κολυμπάνε στη κρέμα γάλακτος, πίτσα πελώρια μοιρασμένη στη μέση. Να βγαίνεις με το πενιχρό χαρτζιλίκι, το αγόρι σου, και χωρίς μιλημένη και κουβεντιαστή συνεννόηση με την απόφαση βγαλμένη… Φωκίωνος Νέγρη για μακαρονάδα και μετά φιλάκια με γεύση σκόρδου.
Ξενυχτάδικο σκυλάδικο στον πρώτο όροφο του κάθετου στενού της Πατησίων. Ένα τραπέζι εμείς οι φιλενάδες, άντε και δυο ή τρία ακόμα. Πήρε και η παθιασμένη με την ωραία φωνή τραγουδιάρα φιλενάδα το μικρόφωνο, έγινε μια λαϊκή βραδινή με την κακιά και την καλή την έννοια, με μπόμπα ποτό, μοκέτα κόκκινη σκούρα, βρώμικη, χιλιοπατημένη, βαριά αποπνικτική εσάνς τσιγαρίλας, ακμή και παρακμή ταυτόχρονα. Το χάραμα μας βρήκε να περνάμε την έξοδο παραπατώντας για το σπίτι και διαπιστώνοντας για ακόμα μια φορά ότι στα σκυλάδικα η διασκέδαση είναι αλλιώς πώς να το κάνουμε.
Μεγάλη πλατειαστική καφετέρια κάτω από τα Δικαστήρια. Πόσες μπύρες με μεζέδες και πατατάκια να έχουμε καταναλώσει άραγε. Η παρέα είχε εβδομαδιαίο ραντεβού. Πότε πέντε, πότε έξι, πότε δέκα τραπέζια ενωμένα. Όλοι μηχανόβιοι. Οι μηχανές στη σειρά κι ένα τραπέζι γεμάτο κράνη. Φωνές, ομιλίες, διαφωνίες, ανέκδοτα, κόνξες και φλερτάκια. Ένα θα σας πω. Δοκιμή KTM. Στηριγμένο στο σταντ, κάθισμα στη σέλα και γκαζιές, γκαζιές ίσον πολλοί κραδασμοί και οργασμοί. Κάθε Τετάρτη βάρδια στο κατάστημα της Πατησίων. Γιατί και τ’ άλλα καταστήματα άνοιγαν την ίδια ώρα με αυτό που δούλευα; Για ένα και μοναδικό λόγο, για να μου κάνουν οικονομία. Τα εμπορικά της Πατησίων ήταν είναι και θα είναι μικρά ατελιέ. Ιδίως αυτά σε κάτι μικρά στενά λες και θέλουν να κρυφτούν από τα μάτια των πολλών και να φανερωθούν σ’ αυτούς που αναζητούν το διαφορετικό με βιτρίνες να σου κλέβουν την καρδιά και να θες να αδειάσεις το πορτοφόλι. Μέχρι να πάω από το σταθμό στο κατάστημα ν’ ανοίξω, έκανα κάθε φορά καλά έξοδα.
Με βάση την διαδρομή τρένο – κατάστημα είχα… καφέ έξω από το σταθμό Βικτώριας, οπωσδήποτε ένα λουλουδάκι από το ανθοπωλείο mini φυτώριο δίπλα στην πράσινη σιδερένια σκάλα εισόδου από αριστερά του σταθμού, δυο φρούτα από το απέναντι πολύχρονο και πολύχρωμο μανάβικο και αυτό δίπλα στην πράσινη σιδερένια σκάλα εξόδου του σταθμού, αγορά βιβλίου από τον επί πεζοδρομίου πάγκο με βιβλία σε καλές τιμές, κουλούρι από τον πλανόδιο κουλουρά της Πατησίων με ροδάτο περιφερόμενο κουλουρτζίδικο μαγαζί, λευκό, τζαμωτό. Πάει το μεροκάματο και έχω μποτιλιαριστεί με όλα τα ψώνια στο τσούρμο με τους φοιτητές της ΑΣΟΕ τουλάχιστον μισή ώρα.
Τελικά πολλά και σημαντικά είναι καταγεγραμμένα στη θύμηση μου από την Πατησίων. Αναμνήσεις με φως και χρώμα, μυρουδιές χειμωνιάτικες, ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές, αγάπες, πάθη και λάθη, σίγουρα κάποια κιλά γύρω από τη μέση, κάποιο ρούχο και παπούτσι στην ντουλάπα, ένα μικρό σκουλαρικάκι που πια δεν συνηθίζω να φοράω, ένα χαλάκι στο μπάνιο… Σε εμένα που το σπίτι μου και η γειτονιά μου δεν ήταν και δεν είναι η Πατησίων και οι γύρω και τριγύρω περιοχές, σε μένα η Πατησίων ζει μέσα μου για όλους τους παραπάνω αλλά και άλλους λόγους που δεν μου έρχονται τώρα… Έχω την εντύπωση ότι αν δεν πέρναγα από εκεί δεν θα είχα περάσει από το κέντρο της Αθήνας. Αν δεν είχε γράψει την ιστορία της στη ζωή μου κάποια διαφορετική θα ήμουν. Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί σαν εμένα.