Πώς έγινε συγγραφέας, ποια ήταν τα παιδικά της όνειρα, τι σχέση έχει με τους αναγνώστες της, πώς είναι δυνατόν να έχει συγγένεια με τον Λένιν και τον Καζαντζάκη, πώς θυμάται τους γονείς της, με ποιον τρόπο γράφει και πώς αγαπά να ζει; Για όλα μιλά η Αλκυόνη Παπαδάκη που, από τα δαχτυλίδια που φορεί, μπορεί να πέφτει και λίγη μαγεία μες στις σελίδες της κι από εκεί στις ψυχές μας.
Κάθε πρωί της ζωής της, η Αλκυόνη η Χανιώτισσα, το αιώνιο κορίτσι, η αγωνίστρια, ξυπνά χωρίς μούτρα και λέει «Καλημέρα». Λατρεύει να μένει σπίτι και να το φροντίζει, γράφει στην άκρη του τραπεζιού, το πρόσωπό της φωτίζεται ολόκληρο όταν χαμογελά και αποκαλύπτει αυτό το ξεχωριστό χώρισμα των δύο μπροστινών της δοντιών. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με γιγάντιο ταλέντο στη γραφή, αγαπημένη των αναγνωστών και όχι των… ακαδημιών συνεχίζει ακάθεκτη να γράφει και να συγκινεί ανθρώπους κάθε φύλου και γενιάς.
Η συνάντησή μας σε ένα καφέ στο Μαρούσι ήταν, για τη γράφουσα, συνάντηση ζωής. Για την Αλκυόνη Παπαδάκη, εύχομαι να ήταν, έστω, η μικρή ομορφιά της μέρας της.
(σ.σ: Αλκυόνη μου, τώρα που γράφω για σένα, μπορώ να σου μιλώ στον ενικό, όπως μου ζήτησες-πειράζει, όμως, που προτιμώ το δικό σου πρώτο ενικό πρόσωπο;)
……………………………………………………………………………………………
Όταν ήμουν παιδί, έλεγα πως θέλω να γίνω τραγουδίστρια κι όταν λιγάκι μεγάλωσα, έλεγα πως θέλω να γίνω δημοσιογράφος. Τότε που έλεγα έτσι, όμως, δεν υπήρχαν σχολές όπως υπάρχουν σήμερα, ούτε αυτή η επιλογή επαγγέλματος ήταν η καλύτερη για έναν πατέρα εκείνης της εποχής.
Πέρασα στην Πάντειο-έστω, είπε ο πατέρας μου, να πάρει ένα πτυχίο- για να φύγω από την Κρήτη και να έρθω Αθήνα. Πέρασα, αλλά δεν ξαναπέρασα! Αμέσως, γράφτηκα σε μια ιδιωτική σχολή δημοσιογραφίας. Ούτε αυτή με ικανοποιούσε, όμως. Ήταν μια σχολή γενικής επιμόρφωσης. Εγώ ήθελα να βγω στο πεζοδρόμιο να συναντάω ανθρώπους. Τι έκανα, λοιπόν; Τι θράσος είχα τότε… Έπιασα κι έγραψα γράμμα στον Λαμπράκη. Δεν ξέρω τι του’ γραφα, αλλά φαίνεται συγκινήθηκε ο άνθρωπος και μου απάντησε να πάω στον Κακαουνάκη που ήταν τότε υπεύθυνος στην ομάδα των νέων. Πήγα αμέσως κι εγώ, αλλά ο μακαρίτης ο Κακαουνάκης χρησιμοποιούσε όλους εμάς τους νέους για να του βγάζουμε δουλειά, ουσιαστικά.
Ήμουν 19 στα 20, τότε, κι έγραψα «Το Κόκκινο Σπίτι». Το πήγα μόνη μου σε εφημερίδες. Το βιβλίο ήταν φανερά αριστερό, καθώς περιέγραφε πώς ένα μικρό παιδί βίωσε τα γεγονότα μετά τον εμφύλιο. Άρεσε. Το είδαν και στην Αυγή, όπου, λίγο αργότερα, πήγα να δουλέψω κανονικά ως δημοσιογράφος στο ελεύθερο ρεπορτάζ. Αυτή η περίοδος της ζωής μου ήταν από τις καλύτερες. Ζούσα στου Ζωγράφου.
Μετά ήρθε η Χούντα και σταμάτησα από την εφημερίδα. Τη δημοσιογραφία την ήθελα απόλυτα δική μου: να φεύγω το πρωί, να μην ξέρω τι ώρα θα γυρίσω. Όμως, είχα παντρευτεί και δεν μπορούσα να δουλέψω όπως ήθελα. Πιάστηκα, λοιπόν, από τη λογοτεχνία, αφήνοντας τη δημοσιογραφία. Την άφησα, δεν με άφησε, κι αυτό είναι λίγο… απωθημένο.
Για μένα, η δημοσιογραφία ήταν πραγματικό σχολείο. Επειδή έγραφα βιωματικά και περιγραφικά, με στέλνανε σε εργατικά ατυχήματα, σε καταστάσεις δύσκολες, κοντά σε ανθρώπους που δεν θα μπορούσα αλλιώς να προσεγγίσω σε πρώτο πλάνο στη ζωή μου. Κι αυτό μου έκανε καλό. Όπως μου έκανε καλό και το μάθημα της μη φλυαρίας. Στη δημοσιογραφία δεν πρέπει να φλυαρείς κι αυτό το πήρα και το ακολούθησα και στη λογοτεχνία μου. Δεν ήθελα ούτε θέλω κομπάρσους στις σελίδες μου…
Μετά το πρώτο βιβλίο, έγινε μια παύση. Δεν είχα ζήσει καλά την οικογένεια κι ήθελα να κάνω τη δική μου, την οικογένεια των ονείρων μου, κάτι που δεν έγινε βέβαια όπως το φανταζόμουν. Συνέβησαν πολλές ανατροπές… Θυμάμαι ανακοίνωσα τον γάμο στους γονείς μου μέσω ενός τηλεγραφήματος. Δεν ήθελα να κάνω παιδί. Υιοθέτησα ένα αγόρι δύο μηνών που σήμερα είναι 37 χρονών κι έχει ένα κοριτσάκι, τη μικρή Αλκυόνη, που λατρεύω. Το πρώτο ρεπορτάζ που με στείλανε να κάνω ήταν στα βρεφοκομεία και ορκίστηκα στον εαυτό μου να βοηθήσω όποτε μπορέσω. Είπα πως δεν είναι ανάγκη να με διαιωνίσω, αλλά είναι ανάγκη να μεγαλώσω ένα παιδί του κόσμου. Χρειάστηκε να πείσω, βέβαια, τον άντρα μου, δεν ήταν και τόσο απλό.
Πίσω στα φοιτητικά, στον πατέρα μου ήρθε κεραυνός όταν έμαθε πως άφησα την Πάντειο. Ήταν πολύ ήρεμος άνθρωπος αλλά όταν έβγαινε από τα ρούχα του-και μόνο εγώ τον έβγαζα!- σήκωνε τα χέρια ψηλά και έλεγε: «Ω, ω, ω… Πού βαδίζομεν, βρε;» Κι εκεί το σταματούσε, δεν έλεγε τίποτε άλλο.
Έχω μια αδερφή που είναι οκτώ χρόνια μικρότερή μου, έζησε άλλες καταστάσεις κι επίσης, σπούδασε Φιλολογία. Εκπλήρωσε το οικογενειακό όνειρο! Όταν πήρε το πτυχίο της, το έδωσε στον πατέρα μας λέγοντάς του: «Πάρτο, εγώ για σένα το πήρα!». Με την αδερφή μου είμαστε εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες-αυτή είναι πολύ χαμηλών τόνων. Έχουμε, όμως, την ίδια αίσθηση του χιούμορ κι όταν βρισκόμαστε γελάμε πάρα πολύ. Δεν μπορώ καθόλου τους ανθρώπους που δεν έχουν χιούμορ, γενικώς!
«Το Κόκκινο Σπίτι» ήταν αρκετά επηρεασμένο από τη γραφή του Καζαντζάκη. Σιγά σιγά τον ξεπέρασα, βέβαια. Τον είχα διαβάσει όλον στο Γυμνάσιο. Πώς; Με τον φακό κάτω από τα σκεπάσματα, μόλις έπαιρνε ο ύπνος την καλόγρια που κοιμόταν μαζί μας, γιατί απαγορευόταν να διαβάσουμε Καζαντζάκη στο Γαλλικό Σχολείο. Μια φορά που είχε σηκωθεί να κατουρήσει και πρόσεξε που φέγγιζε κάτω από την κουβέρτα μου, ήρθε και με ξυλοφόρτωσε αγρίως.
Είχαμε στην αίθουσα της μελέτης γραφεία με καπάκι που ανοιγόκλειναν. Στο καπάκι του γραφείου μου είχα τη φωτογραφία του Καζαντζάκη και του Λένιν-τότε νομίζαμε πως θα φτιάξουμε τον κόσμο. Πέρασε, λοιπόν, μια μέρα μια καλόγρια από αυτές που μαγείρευαν, προφανώς λιγότερο μορφωμένη και πληροφορημένη και είδε τις δύοο φωτογραφίες. Με ρώτησε ποιοι είναι αυτοί οι δυο στις φωτογραφίες. Για τον Καζαντζάκη είπα, ο θείος μου ο Νίκος. Δεν τρελάθηκε. Για τον Λένιν της είπα πως είναι ο παππούς μου. «Α, ωραίος κύριος, αριστοκράτης!», είπε για αυτόν. Τι γέλια!
Στα επόμενα χρόνια της ζωής μου έκανα πολλά ταξίδια. Πλέον ταξιδεύω για λόγους οικονομικούς, για το βιβλίο μου. Κάποτε, είχα ακολουθήσει στο Παρίσι έναν δημοσιογράφο που αγάπησα. Έζησα δύσκολα εκεί, ζούσαμε πολύ φτωχικά, αλλά ήταν υπέροχα, υπέροχα χρόνια. Έχω ερωτευτεί πολλές φορές στη ζωή μου, αλλά πάντα θυμάσαι μία φορά. Τη φορά που σου έκανε μία χαρακιά. Αυτό το θυμάσαι.
Τα χρόνια και τα βιβλία πέρασαν… 1999, λοιπόν, και είχα τη χαρά να δω ένα δεύτερό μου βιβλίο (σ.σ: μετά «Το Χρώμα του Φεγγαριού») να γίνεται σήριαλ. Κάποιος είχε δώσει στη Βάνα Μπάρμπα το «Σαν Χειμωνιάτικη Λιακάδα» και της άρεσε πολύ. Ήθελε να παίξει μια ηρωίδα του βιβλίου μου. Με πήρε τηλέφωνο και μου ανακοίνωσε ότι θέλει να το κάνει σήριαλ. Λέω εντάξει, αν πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι καλό, κάνε το. «Με τα λόγια;», ρώτησε. Εγώ τότε ήμουν στην Κρήτη και σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να ανέβω στην Αθήνα για μια υπογραφή. «Εντάξει, αφού είσαι Κρητικιά, στηρίζομαι στον λόγο σου», μου είπε η Βάνα και το ξεκίνησε. Όταν ήρθε η ώρα να κουβεντιάσουμε για την αμοιβή μου, εγώ σαν χαζοπούλι, δεν είχα ιδέα. Όταν πήγαμε στους παραγωγούς, με είχε συμβουλεύσει να μη μιλήσω καθόλου. Ζήτησε ενώπιόν μου για εμένα 10.000.000 δραχμές! Όταν πήγαν να αντισταθούν και να στραβώσουν, σηκώνεται πάνω η Βάνα και τους λέει: «Αν δε δώσετε αυτά τα λεφτά στην κυρία Παπαδάκη, το σήριαλ απλά δεν γίνεται.» Με αυτά τα λεφτά, έκανα ένα σπιτάκι στη Σαλαμίνα.
Η Βάνα Μπάρμπα με πήρε προχθές από την Κύπρο ξετρελαμένη από το «Χαμόγελο του Δράκου». Μου είπε ότι πρέπει να γίνει ταινία! Με πήρανε πολλοί να με συγχαρούν για το βιβλίο αυτό, που είναι το δέκατο ένατο βιβλίο μου… Αισθάνομαι ότι έχει αρέσει πολύ. Για μένα είναι όπως τα άλλα μου βιβλία. Δεν τρελαίνομαι κιόλας… Μπράβο του, πάντως, του βιβλίου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, προηγήθηκε ο τίτλος του περιεχομένου, γιατί μου άρεσε πολύ. Δεν ήξερα καθόλου την ιστορία. Ήμασταν μια παρέα κι ένας φίλος μου ζωγράφιζε έναν δράκο. Μου τον δείχνει και διαπιστώνω ότι είναι χαμογελαστός. Μου λέει ο φίλος μου, να, αυτό είναι το γέλιο του δράκου. Αμέσως μου ήρθε ο τίτλος μου λοιπόν!
Μέσα σε έξι μήνες το έγραψα.
Δεν είναι καθόλου εύκολη εποχή. Και για τη λογοτεχνία, αλλά και για την οικονομία. Ο κόσμος ζορίζεται να πάρει ένα βιβλίο. Πρώτα, μπαίνανε στα βιβλιοπωλεία και αγόραζαν δύο και τρία βιβλία, τώρα το σκέφτονται. Είναι και το Internet, βλέπεις. Εγώ δεν είμαι της τεχνολογίας, μαθαίνω, όμως, και ξέρω ότι στο διαδίκτυο γίνεται λόγος για τα βιβλία μου. Ξέρω ότι και στο facebook έχουν ανοίξει σελίδες και λοιπά… Μακάρι αυτή τη φοβερή έκρηξη της τεχνολογίας, να ακολουθούσε και μια φοβερή έκρηξη στον πολιτισμό.
Δυστυχώς, αυτά τα δύο δε συμβαδίζουν. Είναι μια απάνθρωπη εποχή κι αυτό είναι θλιβερό. Όμως, εγώ είμαι από τη φύση μου αισιόδοξη. Πιστεύω ότι κάτι θα γίνει, κάτι καλό θα φανεί από κάπου. Περιμένω Καλό, όχι το Τέλος του Κόσμου.
Όταν γράφω κι όταν δεν γράφω, είμαι το ίδιο πρόσωπο. Ανοιχτή. Μου αρέσει να με ρωτούν χωρίς ενδοιασμούς, όπως εγώ γράφω χωρίς ενδοιασμούς. Γράφοντας, και κλαίω και γελάω και όλα… Ανοίγω το παράθυρο να ανάψω τσιγάρο, να πάρω αέρα. Στις τρεις ώρες, χρειάζομαι παύση. Δεν μπορώ περισσότερο.
Δεν έχω υπολογιστή, ούτε παλαιότερα είχα γραφομηχανή. Αν δεν πιάσω το στιλό να το παλέψω, να σβήσω, να μουντζουρώσω και να νιώσω να πονέσει και λίγο το χέρι μου, δεν το αισθάνομαι να βγαίνει πραγματικά από μέσα μου το κείμενο. Δεν θέλω να μεσολαβεί ένα εργαλείο ανάμεσα σε μένα και τους ήρωές μου, τις ιστορίες μου.
Όταν γράφω, έχω την αίσθηση ότι κρατώ μια πέτρα στα χέρια και τη σκαλίζω. Πρέπει να τη χαράξω, να βγάλω την αλήθεια μου. Το στοίχημα είναι το εξής: να ζωντανέψει η εικόνα που έχω στο μυαλό μου. Γράφω κινηματογραφικά, έχω την εικόνα, λοιπόν. Άρα, οι λέξεις πρέπει να σπαρταρήσουν ζωντανές πάνω στο χαρτί.
Πιο εύκολα από όλα μου βγαίνουν οι διάλογοι και τους διασκεδάζω κιόλας, γιατί ξέρω πώς θα μιλήσουν οι ήρωές μου. Τους χαρακτήρες μου δεν τους παίρνω από μέσα μου, δεν είμαι εγώ, έρχονται αυτοί και με βρίσκουν, είναι αληθινοί γιατί υπάρχουν από μόνοι τους. Δεν τους ρετουσάρω μες στα βιβλία μου. Μιλούν σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους, την κοινωνική τους θέση, τη μόρφωσή τους. Μπορώ να το κάνω αυτό γιατί πάντα ήμουν κοντά στους ανθρώπους. Σε όλους τους ανθρώπους. Καθένας μιλά αλλιώτικα. Τους θέλω αυθεντικούς. Δεν θέλω να μπαίνω ανάμεσα. Όποτε θέλω να μπαίνω, να πω κι εγώ κάτι, ανοίγω παρένθεση και κάνω ένα σχόλιο.
Στο «Χαμόγελο του Δράκου» είμαι το κοριτσάκι που ζωγραφίζει τους δράκους. Ο Βάγιος, ο πατέρας του, έχει αρκετά κοινά με τον χαρακτήρα του πατέρα μου.
Όταν τελειώνω ένα βιβλίο, το γιορτάζω μόνη μου και αισθάνομαι ξαλαφρωμένη. Γράφω με ανακούφιση και με ένταση στη λέξη ΤΕΛΟΣ με κεφαλαία. Τέλος, λέω! Πήγαινε στο καλό, εσύ, και άσε με ήσυχη! Τα τελευταία χρόνια, όταν τελειώνω ένα βιβλίο, λέω δεν ξαναγράφω, τέλειωσε και τα λοιπά. Μετά από λίγο καιρό, όμως, έχω μαζέψει υλικό και θέλω κάτι να το κάνω, να το βγάλω από μέσα μου, να το στείλω κάπου. Γιατί δεν μπορώ να τα κρατώ εγώ. Πάντα είμαι δεμένη με το τελευταίο μου βιβλίο περισσότερο από ό, τι με τα άλλα, που έχουν περάσει, ας πούμε, πιο πίσω.
Με ευχαριστεί η ποικιλία του αναγνωστικού μου κοινού. Είναι από όλα τα μορφωτικά επίπεδα και τα ηλικιακά. Και είναι και άντρες, όχι μόνο γυναίκες. Παίρνω αρκετά γράμματα από νεαρούς. Και από τους νέους αυτούς παίρνω μεγαλύτερη χαρά, από αυτήν που μου δίνει το γράμμα μιας κυρίας ή ενός κυρίου που είναι μες στα γράμματα και διαβάζουν λογοτεχνία γενικώς. Από έναν άνθρωπο απλό που, πολλές φορές, δεν έχει διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο και που μπήκε κάτι μες στην ψυχή του από δικό μου κείμενο παίρνω πολύ μεγάλη χαρά.
Βρισκόμουν σε μια παρουσίαση στον Ιανό, κι όπως καθόμουν, έρχεται από πίσω μου ένας νεαρός σε άθλια κατάσταση εμφανισιακά, ίσως να ήταν και άστεγος. Με πλησιάζει, μου δίνει δυο φιλιά κι εξαφανίζεται. Δεν πρόλαβα καθόλου να του μιλήσω! Λέω, αν έχω μιλήσει στην ψυχή αυτού του ανθρώπου, τότε είμαι πολύ καλά ψυχικά εγώ η ίδια.
Η τέχνη δεν είναι για λίγους. Η τέχνη, για να είναι αληθινή, πρέπει να μιλά σε όλους. Για λίγους είναι άλλα πράγματα. Δεν μπορείς να είσαι πίσω από τη βιτρίνα, αν θες καλλιτεχνικά να το πετύχεις αυτό. Πάντα έπιανα το χέρι των ανθρώπων-με όποιο κόστος, βέβαια. Πολλές φορές, μεγάλο.
Το χωριό όπου εκτυλίσσεται η δράση του καινούργιου βιβλίου είναι φανταστικό, όμως, υπάρχει στ’ αλήθεια ένα μέρος στην Κρήτη, που στην παραλία, πάνω στην άμμο, φυτρώνουν μια εποχή του χρόνου κρίνα. Κι αυτό είναι ένα περίεργο φαινόμενο που το μελετούν από όλο τον κόσμο! Έτσι και στο «Χαμόγελο του Δράκου» μια γυναίκα μελετά αυτά τα λουλούδια και ο ερχομός της στο χωριό αλλάζει τον ρου της ιστορίας των ηρώων μου.
Τα κρίνα είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια. Με τη μητέρα μου, είχαμε μια περίεργη σχέση. Δεν με μεγάλωσε όπως ήθελε, δεν είχε τη δυνατότητα και μετά, που μεγάλωσα, έκανε ό, τι μπορούσε για να με κερδίσει. Ήμουν εσωτερική στη Γαλλική Σχολή που έλεγα προηγουμένως, μια επιλογή που μόνη μου πήρα, για να φύγω από το σπίτι μου. Θυμάμαι, λοιπόν, τη μαμά μου που ερχόταν να με δει και μου έφερνε πάντοτε κρινάκια. Είχαμε βέβαια και στον κήπο μας πάρα πολλά, στο πατρικό μου σπίτι.
Στο σχολείο, αυτό, πάντως, οι περισσότερες κοπέλες είχαν ημερολόγιο. Εγώ δεν είχα ποτέ ημερολόγιο. Αν μου ερχόταν κάτι στο μυαλό το σημείωνα και το έδινα στη διπλανή μου να το διαβάσει. Να φύγει από μένα!
Μου στέλνουν κείμενα άνθρωποι που θέλουν να γίνουν συγγραφείς, όμως, πολλές φορές έρχεται κανείς στη δύσκολη θέση να έχει μπροστά του ένα όχι καλό κείμενο, αλλά και να μη θέλει να κόψει τα φτερά σε κάποιον. Λέω, λοιπόν, όσα καλά μπορώ να βρω, τους λέω να συνεχίζουν να προσπαθούν και να διαβάζουν. Θέλει δουλειά η συγγραφή! Καμιά μου σελίδα δεν είναι γραμμένη μπαμ κι έξω. Πολλές είναι γραμμένες τρεις, πέντε, οκτώ φορές! Για να γράψω ένα ζεϊμπέκικο όπως το’ βλεπα στο μυαλό μου και να το ζωντανέψω, πέρασα ώρες πάνω από τη σελίδα μου.
Είναι πολύ της μόδας η διδασκαλία της… δημιουργικής γραφής. Δεν τα πολυπιστεύω αυτά. Πρέπει να γεννηθείς με μια διαστροφή στο μυαλό, για να κάθεσαι και να απολαμβάνεις το παίδεμα της ψυχής σου στη γραφή. Γιατί είναι παίδεμα. Από εκεί και πέρα, χρειάζεται πολλή δουλειά και ζωή. Να διαβάσεις, να ζήσεις, να βλέπεις τους ανθρώπους «χωρίς γυαλιά», να τους αγγίζεις «χωρίς γάντια».
Δεν έχω πολλές γνωριμίες με συγγραφείς. Ό, τι έχει γίνει με μένα, έχει γίνει από μόνο του και, βέβαια, από τις κινήσεις του κάθε εκδότη. Και είμαι περήφανη για αυτό.
Δεν πιστεύω, επίσης, στα βραβεία τα λογοτεχνικά, ούτε επιδίωξα να πάρω. Είναι φτιαχτά, νομίζω, δεν μπορώ να πιστέψω στην αθωότητα των βραβείων. Έχω αισθανθεί από τους περίφημους… Έλληνες διανοούμενους ότι δεν με θέλουν, ας πούμε. Κάποτε, με πίκραινε αυτό. Ένιωθα ότι κάνω κάτι που είναι καλό και ότι η επίσημη ελληνική γραμματεία δεν το αναγνωρίζει. Τώρα, δεν με νοιάζει αυτό το πράγμα, γιατί βλέπω και ζω την αποδοχή του κόσμου.
Μου αρέσει πάντοτε να γράφω κάτι για ένα μικρό παιδί που ταλαιπωρείται και για σχέσεις μάνας και κόρης. Για μένα, αυτά τα δύο θέματα είναι ανεξάντλητα.
Αν και έχω πολλά θηλυκά στοιχεία μες στην ψυχή μου, έχω ένα τσαγανό όταν χρειάζεται. Στα δύσκολα, μου βγαίνει. Γενικά, είμαι ευάλωτη-μπορεί να με πάει στον πάτο ένα ασήμαντο γεγονός. Αλλά, στα δύσκολα βρίσκω δύναμη. Έχω περάσει από ογδόντα κύματα, αλλά πάντα κοίταζα την ακτή, για να φτάσω εκεί, με κάθε κόστος.
Κάθε πρωί που ξυπνώ, λέω «καλημέρα» και χαμογελώ. Μπορεί σε μισή ώρα να ανατραπούν όλα, αλλά δεν μου αρέσει ποτέ να ξυπνώ με τη μούρη να σέρνεται. Το έλεγα στην ανιψιά μου και τώρα στην εγγονή μου, να σφραγίζουμε τη μέρα μας με μια ομορφιά. Να κάνουμε το καλό, κι ας είναι το πιο απλό. Να μην περνούν οι μέρες σαν άμμος από τα χέρια μας, να αφήνουν κάτι.
Info: Το τελευταίο βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη, «Το χαμόγελο του δράκου» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Discussion about this post