Το έργο της Αγγλίδας συγγραφέα Ντον Κινγκ (Dawn King) με τίτλο “Αλεπούδες” (Foxfinder) σκηνοθετεί στη μικρή σκηνή της Μονής Λαζαριστών η Χριστίνα Χατζηβασιλείου.
Γραμμένο το 2011, ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Finborough του Λονδίνου, ενώ η συγγραφέας κέρδισε γι’ αυτό, το 2013 το βραβείο θεατρικού συγγραφέα από το Royal National Theatre Foundation. Ένα ζευγάρι ζει σε ένα βαλτότοπο στην Αγγλική επαρχία και καλλιεργούν επιμελώς το κτήμα τους. Η παραγωγικότητά τους όμως ξαφνικά μειώνεται σημαντικά, γι’ αυτό το κράτος τους στέλνει έναν πιστοποιημένο επιθεωρητή-κυνηγό αλεπούδων να διαπιστώσει τους λόγους της κάμψης αυτής. Ο ενδόμυχος φόβος τους είναι μήπως τους κρίνει ανίκανους να συνεχίσουν να καλλιεργούν το κτήμα και καταλήξουν εργάτες στη γειτονική πόλη. Μαζί τους συμπάσχει και η γυναίκα από το διπλανό κτήμα που σκέφτεται ότι μπορεί να έρθει και η σειρά της να πέσει σε δυσμένεια και να έχει προβλήματα. Ο επιθεωρητής είναι παθιασμένος, σχεδόν μονομανής με το κυνήγι της αλεπούς και τη θεωρεί το σημαντικότερο εχθρό και σημαντικό παράγοντα της μείωσης της παραγωγικότητας. Στην πορεία της άλλοτε διακριτικής και άλλοτε πιεστικότερης έρευνας αποκαλύπτονται επιμελώς κρυμμένα μυστικά των ηρώων, τα οποία έπαιξαν ρόλο στη τωρινή τους κατάσταση. Στο ζευγάρι η γυναίκα διατηρεί τις ισορροπίες της οικογένειας, ενώ ο άντρας έχει περάσει από βαθιά κατάθλιψη κι ενώ έχει συνέλθει, διατηρεί στιγμές και ενδείξεις της προηγούμενης ψυχολογικής του αστάθειας. Όσο η έρευνα προχωρά βαθύτερα, τόσο οι σχέσεις των τεσσάρων εμπλεκομένων στην ιστορία γίνονται πιο προβληματικές και προσεγγίζουν επικίνδυνα όρια. Το κείμενο είναι μια αλληγορία που πραγματεύεται την απώλεια, τη μοναξιά, το φόβο και τη βία. Ο εχθρός είναι η “αλεπού” που παραμένει αόρατη, αλλά πάντα ικανή για μικρή ή μεγαλύτερη ζημιά. Η μετάφραση είναι του Γιώργου Χατζηνικολάου, είναι αξιόπιστη, στρωτή, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, πλην ίσως κάποιων ιδιαζουσών αποχρώσεων του ιδιότυπου χιούμορ της συγγραφέα. Τη δραματουργική επεξεργασία ανέλαβε η ίδια η σκηνοθέτις.
Η Χριστίνα Χατζηβασιλείου σκηνοθετεί την παράσταση προσπαθώντας να διεισδύσει στις ιδιαιτερότητες της ψυχολογίας του κάθε χαρακτήρα, να τις μορφοποιήσει και να δώσει το έναυσμα στο θεατή για δημιουργικό προβληματισμό. Ο κάθε ήρωας κρύβει τα δικά του μυστικά, τα οποία κρατά ερμητικά φυλαγμένα μέσα του, χωρίς να θέλει να γίνεται αναφορά σε αυτά ή να τα αποκαλύψει. Πληγές που κάποτε κακοφόρμισαν, αλλά καλύφθηκαν ώστε να μην είναι άμεσα ορατές στον εξωτερικό παρατηρητή. Η σκηνοθετική προσέγγιση αντιπαραθέτει συνεχώς το δίπολο του καλού και του κακού, προβάλλει την καταπίεση του είναι για μια θεωρητική προβολή του φαίνεσθαι, αλλά και τους δισταγμούς του σύγχρονου ανθρώπου να τα βάλει με τους δαίμονές του. Τα νοήματα του έργου βρίθουν αλληγοριών, οι οποίες γίνονται εμφανείς, σχολιάζονται, αγγίζονται, αλλά δεν προσεγγίζονται ενδελεχώς και σε βάθος. Ευαισθητοποιεί, κινεί το ενδιαφέρον, αλλά αφήνει ημιτελή την προσπάθεια να διερευνήσει το ψυχολογικό σύμπαν των χαρακτήρων. Η χρήση του μικροφώνου στην άκρη της σκηνής δεν εξυπηρέτησε κάποιο σκοπό, διαταράσσοντας τη ροή του έργου και αποπροσατολίζοντας την προσοχή του θεατή. Χρησιμοποιεί έξυπνα την ευρηματικότητα και τις δυνατότητες του σκηνικού και του διαθέσιμου χώρου, δίνει τροφή για έναν αρχικό προβληματισμό, αλλά δεν εκμεταλλεύεται επαρκώς τους ορίζοντες που ανοίγει. Τέλος, κάποιες αλλαγές του ρυθμού δεν ταίριαξαν με τη ροή της παράστασης.
Η Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου στο ρόλο της Ιουδίθ έχει δουλέψει εξαιρετικά τις ιδιαίτερες αποχρώσεις του ρόλου αυτού. Αποτυπώνει μια σύνθετη προσωπικότητα που ουσιαστικά κρατά τις ισορροπίες στην οικογένειά της και αποτελεί μια σταθερά που αρνείται να παραδοθεί στην κατάθλιψη και την αδιαφορία. Η ερμηνεία της έχει μέτρο, συνέπεια, αρμονία λόγου και κίνησης και πλήρη επίγνωση του εσωτερικού γολγοθά της ηρωίδας της, ψήγματα του οποίου αποκαλύπτει γενναιόδωρα με την παρουσία της στη σκηνή. Ο Γιάννης Καραμφίλης παίζει το Σαμουήλ, τον άντρα της Ιουδίθ, ο οποίος κινείται μεταξύ ενός άβουλου ενήλικα κι ενός μεγάλου παιδιού, δείχνοντας συχνά χαμένος σε ένα εσωτερικό κυκεώνα που τον απορροφά. Δίνει μια έντονα γήινη υπόσταση στο χαρακτήρα του, ενώ δείχνει (κυρίως με το βλέμμα και τη γλώσσα του σώματος) ότι δεν έχει ξεφύγει από το παρελθόν που ακόμα τον στοιχειώνει. Ο Νικόλας Μαραγκόπουλος υποδύεται τον Ουίλιαμ, τον επιθεωρητή-κυνηγό αλεπούδων, που έρχεται να εντοπίσει τυχόν εχθρούς (αλεπούδες), αλλά και να προειδοποιήσει για τους γενικότερους κινδύνους που ελλοχεύουν. Καταφέρνει να αποδώσει έναν ήρωα που ακροβατεί μεταξύ της αυστηρότητας που επιβάλλει ο θεσμικός του ρόλος και της καταπίεσης που έχει υποστεί στη διάρκεια της διαμόρφωσης της περσόνας του. Σε αρκετές στιγμές επιστρατεύει την υπερβολή για να υπογραμμίσει τις δύο αντίθετες πλευρές του εαυτού του, τόσο την κινητική, όσο και τη φωνητική, καταφεύγοντας σε αχρείαστες κορυφώσεις. Η Λίλα Βλαχοπούλου είναι η Σάρα, η γειτόνισσα των Ιουδίθ και Σαμουήλ, που διαβλέπει ότι θα είναι η επόμενη που θα επισκεφθεί ο επιθεωρητής. Κρατά ένα χαμηλότονο, σχεδόν ενοχικό προφίλ, αλλά χωρίς να κάνει σαφή τα κίνητρά του. Είναι φόβος, είναι αδυναμία, είναι παρόρμηση να δραπετεύσει; Η ασάφεια αυτή δεν αφήνει την ηρωίδα να αναπτυχθεί ή να εξελιχθεί, κρατώντας την ερμηνεία σε μάλλον ρηχά νερά.
Η επιμέλεια του σκηνικού χώρου είναι της Ελένης Στρούλια με το μεγάλο τραπέζι να δεσπόζει στη σκηνή και να αποτελεί ένα ευρηματικό και πολυλειτουργικό εργαλείο στα χέρια της σκηνοθέτιδας. Παράλληλα, αφήνει επαρκείς χώρους στους ηθοποιούς να κινούνται, να πλησιάζουν, αλλά και να απομακρύνονται ψυχικά και σωματικά, κατά τη ροή του έργου. Τα κοστούμια της ίδιας σε απλές και λιτές γραμμές, όπως θα ταίριαζε σε ανθρώπους της υπαίθρου και του καθημερινού μόχθου. Η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου τόνισε κάποιες κορυφώσεις του έργου, αλλά σε κάποιες σκηνές σκέπασε τα λόγια των ηθοποιών. Οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου σε γενικά χαμηλούς τόνους, βοήθησαν ώστε να υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναμονής εξελίξεων.
Συμπερασματικά, στη μικρή σκηνή της Μονής Λαζαριστών, παρακολούθησα μια παράσταση που θίγει καταστάσεις που δεν παύουν να είναι επίκαιρες στις μέρες μας. Γεμάτη από αλληγορίες και εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ των ηρώων, κινείται διαρκώς στα όρια του διπόλων καλό-κακό, καταπίεση-ελευθερία, δημιουργεί προβληματισμούς, περιγράφει διαφορετικές ανθρώπινες ψυχολογίες, αλλά δε διεισδύει επαρκώς στην ουσία τους. Ο ρυθμός στα μέσα της παράστασης πέφτει και μόνο προς το τέλος ανακτά τον αρχικό βηματισμό του. Κάποιες ερμηνείες είναι καλύτερες από άλλες, χωρίς όμως να υπάρχει μια ενιαία γραμμή σε αυτές. Μια γενικά ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση που δημιουργεί ερωτήματα και ιδέες, αν και δεν καταφέρνει να τα υπηρετήσει όλα με επάρκεια και σαφήνεια.